Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.:1. ΒΛΩΣΚΩ


Ποιά σχέσιν μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ γνωστὴ φράσις ἀνδρείας τοῦ Λεωνίδα «μολὼν λαβέ», ὁ μῶλος, ὁ μώλωψ, τὸ φυτὸ μανδραγόρας καὶ τὸ μουλάρι;
Ἡ ἀπάντησις εἶναι ἡ ἐτυμολογία τους!
Ὅλα ξεκινοῦν ἀπὸ μία μικρὴ λεξοῦλα, τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦμε μέχρι σήμερα, τὸ ΜΟΛΙΣ.
Τὸ μόλις προέρχεται ἐκ τοῦ ἐπιρρήματος ΜΟΓΙΣ καὶ σημαίνει μετὰ μεγάλου κόπου, ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ. Ἀπὸ αὐτὸ προῆλθε ἡ λέξις ΜΟΓΟΣ καὶ δηλοῖ τὸν μεγάλον κόπον, τὸν ὁποῖον σήμερα παρεμβάλλοντας ἕνα θ, γιὰ νὰ δηλώσουμε τὸ ὅτι τρέχουμε ( ἀρχ. Θ-έω) πρὸς κάτι κοπιαστικό, τὸν λέμε ΜΟΧΘΟ.
Σήμερα, ἡ λέξις «μόλις» ἔχει πάρει χρονικὴ χροιά, ἀλλὰ ἡ ἱστορία ἔχει μεγάλο βάθος καὶ μεγάλο ἐνδιαφέρον.
Αὐτὸ τό «μόλις» σὲ σύνθεσιν μὲ τὸ ἴσκω ( διαφορετικὸς τύπος τοῦ εἶμι =ἔρχομαι) ἔδωσε τὸ ῥῆμα μολ-ίσκω ποὺ ἀποδίδεται σήμερα -περιφραστικῶς- ὡς ἔρχομαι μετὰ μεγάλου ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ κόπου.
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ῥηματάκι πέρασε ἀπὸ διάφορα φθογγικὰ πάθη, ἄλλοτε διαλεκτικὰ κι ἄλλοτε λόγω εὐφωνίας, κι ἀπὸ μολίσκω κατέληξε μλώσκω.
Ἡ γραμματική μας μᾶς ἐνημερώνει πὼς τὸ ἔνρινο «μ» δὲν ἐναρμονίζεται πρὶν ἀπὸ ὑγρόν (λ,ρ). Προσπαθῆστε νὰ προφέρετε «μλ» χωρὶς τὴν χρῆσιν τῶν χειλιῶν σας καὶ θὰ καταλάβετε γιατί!! Γι’αὐτὸ ἀναπτύσσεται ἀνάμεσά τους ἕνα χειλικόν -β- ( βλ. μεσημρία-> μεσημβρία, γαμρός-> γαμβρός). Ἔτσι λοιπὸν κι αὐτὸ ἀφοῦ ἐτράπη πρῶτα σὲ μβλώσκω κατέληξε βλώσκω.
Οἱ ἀρχικοὶ χρόνοι τοῦ βλώσκω εἶναι:
Βλώσκω, ἔβλωσκον, μολοῦμαι, ἔμολον, μέμβλωκα ( ἀντὶ μεμόλοκα), ἐμεμβλώκειν
Ἀπὸ τὸν ἀόριστο «ἔμολον» λοιπὸν ἔχουμε τὴν μετοχή «μολών» ἐξ οὗ καὶ ἡ ἱστορικὴ φράσις «μολών λαβέ», ποὺ κατὰ κυριολεξίαν σημαίνει ἀφοῦ κοπιάσεις ψυχικῶς καὶ σωματικῶς, τουτ’ἔστιν ἄν ἔχεις τὰ κότσια, «κόπιασε κι ἔλα νὰ τὰ πάρεις». Καὶ ὄχι σκέτο «ἔλα νὰ τὰ πάρεις», ποὺ θὰ ἔλεγε ἕνας δειλὸς καὶ θὰ χρησιμοποιοῦσε τὴν μετοχή «ἐλθών» ἀντὶ τοῦ «μολών» . Διότι ὁ ἐχθρὸς ὅταν βρεῖ δειλοὺς γίνεται ΩΚΥΜΟΛΟΣ, δηλαδὴ ἔρχεται γρήγορα.
Αὐτὸ τὸ ῥῆμα θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς εἶναι νεκρὸ πλέον, ἀφοῦ μόνον σ’αὐτὴν τὴν φράσιν τὸ ἔχει ἀκούσει κι ἀπὸ τότε χάθηκε. Ὅμως ὅσα μνημόσυνα κι ἄν κάναμε στὴν ἀρχαία μορφὴ τῆς γλώσσης μας, αὐτὴ ἐπιβιώνει καὶ θὰ συνεχίσει νὰ ἐπιβιώνει ὅσο μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Σήμερα λέμε ΜΩΛΟΣ καὶ ἀναφερόμαστε στὸ λιμάνι. Πράγματι, ὁ μῶλος εἶναι τεχνητὸς ὄρμος, προβλῆτα ἤ ἀλλοιῶς σωρὸς χώματος κοντὰ σὲ θάλασσα, ποὺ ἀπαιτεῖ μεγάλον μόχθον γιὰ νὰ καταφέρεις νὰ τὸν κατασκευάσεις, καθῶς τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον εἶναι ἀνίκητος ΕΠΙ-ΜΟΛΟΣ ( =ἐχθρός) μὲ ὅποιον ἄνθρωπον προσπαθήσει νὰ τὰ βάλει μαζί του! Γι΄αὐτὸ καὶ οἱ ἀλλόθροοι λένε demolition, démolir, demolire, demolieren κοκ καὶ ἐννοοῦν τὸν σωρὸ χώματος ποὺ σηκώνεται ὅταν κατεδαφίζεις κάτι.
Μῶλος ὅμως εἶναι καὶ ὁ κόπος τοῦ πολέμου, γιατὶ ὁ πόλεμος εἶναι ἕνας ἐξαιρετικῶς ἐπίπονος καὶ ἐξαντλητικὸς ἀγών. Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖον ποὺ ΜΩΛΕΩ σημαίνει πολεμῶ, ΜΕΤΑΜΩΛΙΟΣ εἶναι αὐτὸς ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ πόλεμο, ὁ ἐμπόλεμος, ΜΩΛΥΝΟΜΑΙ σημαίνει βαθμιαίως ἐξαφανίζομαι καὶ ΜΟΘΟΣ εἶναι ἡ μάχη! Οὔτε καὶ τὸ πὼς ὁ προαναφερθεὶς μῶλος-προβλῆτα πρωτοκατασκευάστηκε γιὰ ἀμυντικοὺς λόγους.
Διόλου τυχαῖον δὲν εἶναι κι αὐτὸ ποὺ λένε οἱ νομικοί «δίκη κατ’ἀντιμωλίαν», καθῶς ΑΝΤΙΜΩΛΙΑ εἶναι ἡ ἀντιμαχία καὶ σημαίνει πὼς ὅλοι οἱ διάδικοι εἶναι παρόντες νὰ «κονταροχτυπηθοῦν»!
Γι’αὐτὸ καὶ κάποιος ποὺ εἶναι ἐξαντλημένος σὰν νὰ γύρισε μόλις ἀπὸ πόλεμο λέγεται καὶ ΜΩΛΥΣ.
Ὅταν κάποιος περνᾶ μέσα ἀπὸ πόλεμο, ἀκόμα καὶ νικητὴς βγαίνει ἐξασθενημένος. Ἔτσι ΔΙΑ-ΜΩΛΥΩ σημαίνει ἐξασθενῶ, γίνομαι λιγότερο ἄγριος, «γλυκαίνω».
Ἐπίσης, ΜΩΛΩΨ ἤ ὅπως τὸν λέμε σήμερα μώλωπας εἶναι ἡ κακοπάθεια ποὺ παθαίνει κανεὶς πολεμώντας.
Διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ -ω σὲ -ου, μῶλος εἶναι κι ὁ ΜΟΥΛΟΣ, τὸ μουλάρι δηλαδή. Γιατὶ τὸ ὄμορφο αὐτὸ ζωάκι κοπιάζει φοβερά, σηκώνοντας μεγάλον ὄγκο καὶ διανύοντας μεγάλες ἀποστάσεις γιὰ νὰ μᾶς ἐξυπηρετήσει.
Ἀπ’αὐτὸν τὸν μεγάλον ὄγκον καὶ τὴν ἐνόχλησιν ποὺ προκαλεῖται ὅταν σηκώνεις βαριὰ πράγματα, προῆλθε καὶ τὸ λατ. molestus τὸ ὁποῖον μὲ τὴν σειρά του παρήγαγε πολλὲς λέξεις σὲ διάφορες γλῶσσες καὶ ὅλες ἔχουν τὴν ἔννοια τοῦ ἐνοχλητικοῦ.
Ἴσως καὶ τὸ mole ποὺ λένε οἱ φυσικοὶ νὰ προέρχεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια τοῦ βάρους, τοῦ ὄγκου ποὺ ἐνέχεται σ’αὐτὸ τὸ οὐσιαστικόν.
Τώρα σχετικῶς μὲ τὸν μανδραγόρα, τὸ φυτὸν ποὺ χρησιμοποιοῦσαν κάποτε γιὰ νὰ χαλαρώσουν ἤ ἀκόμα καὶ σὲ ἰατρικὲς ἐργασίες ὡς ἀναισθητικόν, παλαιότερα ἐλέγετο ΜΩΛΥ. Καὶ τὸ ἐρώτημα τώρα εἶναι, τί τὸ κοπιαστικὸ ψυχικῶς καὶ σωματικῶς ἔχει αὐτὸς ὁ μανδραγόρας καὶ τὸν ἀπεκάλεσαν μῶλυ;
Ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος μᾶς λύνει καὶ αὐτὴν τὴν ἀπορία ἀφοῦ μᾶς ἐνημερώνει πὼς εἶναι τρομερὰ δύσκολο νὰ τὸν ξεριζώσεις.

«μῶλυ δέ μιν καλέουσι θεοί· χαλεπὸν δέ τ᾽ ὀρύσσειν
ἀνδράσι γε θνητοῖσι· θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται.», Ὀδύσσεια,κ,305-6

Καὶ μάλιστα ὄχι ἁπλῶς τὸ ἀναφέρει, ἀλλὰ φαίνεται πὼς ξέρει καὶ τὶς παραισθησιογόνες, χαλαρωτικὲς ἰδιότητές του, γι΄αὐτὸ καὶ τὸ δίνει ὁ Ἑρμῆς στὸν Ὀδυσσέα νὰ τὸ φάει, γιὰ νὰ μὴ πάθει τὰ ἴδια ποὺ ἔπαθαν οἱ σύντροφοί του ἀπὸ τὴν Κίρκη…

Συμπέρασμα: Ἡ ἀρχαία μορφὴ τῆς γλώσσης μας ὄχι ἁπλῶς δὲν ἔχει πεθάνει, ὅπως προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν χρόνια τώρα, ἀλλὰ συνεχίζει καὶ νὰ γεννᾶ λέξεις. Ἀρκεῖ νὰ ἀναστήσουμε τὴν νεκρὴ διάνοιά μας καὶ νὰ τὸ καταλάβουμε, πρὶν νὰ εἶναι ἀργά.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (