Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΟΤΑΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ




Ἡ λέξις ποταμὸς προέρχεται ἀπ’τὸ ῥῆμα πίπτω =πέφτω, γιατὶ στὶς περισσότερες περιπτώσεις ἕνας ποταμὸς χύνεται ὁρμητικῶς πέφτοντας ἀπὸ ψηλὰ βουνά.

Γράφει ὁ Ἡσίοδος στήν «Θεογονία» του:
«Τηθὺς δ᾽ Ὠκεανῷ Ποταμοὺς τέκε δινήεντας,
Νεῖλόν τ᾽ Ἀλφειόν τε καὶ Ἠριδανὸν βαθυδίνην
Στρυμόνα Μαίανδρόν τε καὶ Ἴστρον καλλιρέεθρον
Φᾶσίν τε Ῥῆσόν τ᾽ Ἀχελώιόν τ᾽ ἀργυροδίνην
Νέσσον τε Ῥοδίον θ᾽ Ἁλιάκμονά θ᾽ Ἑπτάπορόν τε
Γρήνικόν τε καὶ Αἴσηπον θεῖόν τε Σιμοῦντα
Πηνειόν τε καὶ Ἕρμον ἐυῤῥείτην τε Κάικον
Σαγγάριόν τε μέγαν Λάδωνά τε Παρθένιόν τε
Εὔηνόν τε καὶ Ἄρδησκον θεῖόν τε Σκάμανδρον»
.

Τὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν τους ἔδωσαν ὄνομα στὰ μεγαλύτερα ποτάμια τῆς τότε Ἑλλάδος καὶ ἐπιβιώνουν μέχρι καὶ σήμερα, ἀκόμη κι ἄν βρίσκονται ἐκτὸς τῶν σημερινῶν μας συνόρων. Κι ὅσα δὲν ἀναφέρονται στὸν Ἡσίοδο κρύβουν μέσα τους μία ἱστορία ποὺ ἀνάγεται καὶ πάλι στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία. Τί σημαίνει ὅμως τὸ ὄνομά τῶν μεγαλύτερων ποταμῶν τῆς χώρας μας;

Ὁ ποταμὸς τῆς Πελοποννήσου ΑΛΦΕΙΟΣ, πρώην Νύκτιμος, πῆρε τὸ ὄνομά του εἴτε ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἀλφαίνω ( = προσπορίζομαι, μεταφέρω) γιατὶ μέσω τῆς ἀρδεύσεώς του προσπορίζονταν οἱ ἄνθρωποι τὰ ἀγαθά τους, εἴτε ἀπὸ τὸ ἐπίθετον ἀλφός ( =λευκός), λόγω τῶν καθαρῶν νερῶν του, εἴτε ὅπως γράφει ὁ σχολιαστὴς τοῦ Νόννου (Διονυσιακά, ΣΤ'), ἐκ τοῦ ἀνδρὸς Ἀλφειοῦ καταγομένου ἐκ τοῦ γένους τοῦ Ἡλίου 
«Ἀλφειὸς εἷς τῶν τὸ γένος ἀφ' Ἡλίου καταγαγόντων ἀμιλληθεὶς Κερκάφῳ τῷ ἀδελφῷ περὶ ἀρχῆς, ἀνεῖλε τὸν προειρημένον καὶ ὑπὸ Ποινῶν ἐλαυνόμενος ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς ποταμὸν Νύκτιμον, ὅς ἀπ' αὐτοῦ Ἀλφειὸς μετωνομάσθη».

Ὁ παραπόταμός του ΛΑΔΩΝ, ποὺ κατὰ τὸν Παυσανία ἦταν ὁ ὡραιότερος ποταμὸς τῆς Ἀρκαδίας, ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὶς δάφνες (λαδωνίδες) ποὺ πλεόναζαν γύρω του.

Ὁ ΙΝΑΧΟΣ στὸ Ἄργος ἦταν κι αὐτὸς υἰὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν ἴνα ( =δύναμις) + ἔχω. Εἶναι ὁρμητικὸς καὶ χειμαρρώδης μέχρι καὶ σήμερα.

Ὁ ΕΥΡΩΤΑΣ, πατὴρ τῆς Σπάρτης καὶ πεθερὸς τοῦ Λακεδαίμονος ἐτυμολογεῖται ἀρχικῶς ἀπὸ τὰ εὖ + ῥέω, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν σειρά τους δημιούργησαν τὴν λέξιν εὐρώς ( = ὑγρασία, μοῦχλα).

Ἀνεβαίνοντας τὴν Ἑλλάδα συναντᾶμε τὸν βοιωτικὸν ΑΣΩΠΟΝ [ > ἄσις=λάσπη + ὄψις, (βλ. ΙΛΙΣΟΣ > ἰλύς=λάσπη, κατ’ἄλλους (Ε)ἰλισσός > περιστρεφόμενος)], τὸν μυθολογικὸν γαμπρὸν τοῦ Λάδωνος ποὺ ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὴν λάσπη ποὺ ἀφήνουν τὰ ποτάμια ὅταν ξεχειλίζουν.

Καὶ λίγο πιὸ πάνω ὁ ΚΗΦΙΣΟΣ ἐκ τοῦ δωρικοῦ «κάπυς» ( ἰων. Κήπυς/κήφυς =τὸ πνεῦμα), γιατὶ ἔδινε ἀνάσα στὴν περιοχὴ μὲ τὰ νερά του.

Καὶ δίπλα του ὁ ΜΟΡΝΟΣ ἐκ τοῦ μόρινος ( =ὁ ἔχων χρῶμα μούρων) ἀλλὰ καὶ ὁ ΕΥΗΝΟΣ ( πρώην ΛΥΚΟΡΜΑΣ < λυκή =φῶς + ὁρμῶ) ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὰ εὖ +ἀνήρ. Δωρικῶς εὐανορία καὶ ἰωνικῶς εὐηνορία σημαίνει ἀνδρεία, γενναιότης, ὁρμητικότης. Λέγεται πὼς ἄλλαξε τὸ ὄνομά του ὅταν ὁ βασιλεὺς Εὔηνος πνίγηκε στὰ νερά του ὅταν δὲν κατάφερε νὰ σώσει τὴν ἀπαχθεῖσα κόρη του ἀπὸ τὸν Ἴδα.

Ἐπιπροσθέτως, ἔχουμε καὶ τὸν ποταμὸν ΑΛΑΜΑΝΑ ἤτοι ΣΠΕΡΧΕΙΟΝ ἐκ τοῦ ῥήματος σπέρχομαι ( =βιάζομαι, κινοῦμαι ὁρμητικῶς).

Λίγο πιὸ πάνω στὴν Πίνδο βρίσκεται ὁ ΑΧΕΛΩΟΣ. Ἕνας ποταμὸς ποὺ πολλοὶ ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὴν σανσκριτικὴ γλῶσσα κάνοντας τὸν Ἡσίοδο ποὺ ἔγραψε τὴν Θεογονία δεκάδες αἰῶνες πρὶν τὴν ὕπαρξιν τῆς σανσκριτικῆς νὰ ὁμοιάζει μὲ μάντη! Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν ἄχα ( =θάλασσα) + λος ( =καλλίων). Ὁ ποταμὸς λοιπὸν μὲ τὰ καλλίτερα ὕδατα («Πᾶν ὕδωρ Ἀχελῶος καλεῖται», ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ).

Κοντὰ στὴν Καρδίτσα ἐντοπίζουμε τὸν ΤΑΥΡΩΠΟ ( > ταῦρος + ὄψις) ποὺ χρωστᾶ τὸ ὄνομά του στὴν Ἄρτεμιν τὴν Ταυρωπό, τὴν προστάτιν τῆς ἄγριας φύσεως.

Ὕστερα πιὸ πάνω ὁ γνωστὸς θεσσαλικὸς ΠΗΝΕΙΟΣ ἤ ΑΡΓΥΡΟΔΙΝΗΣ ὅπως τὸν ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος. Τὸ ὄνομά του εἶναι ἀβεβαίου ἐτυμολογίας. Ἐνδεχομένως νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξιν πλάδος ( =ἕλος), ἀφθονία ἀκαθάρτων ὑδάτων (λατινικά: palus), ἡ ὁποία ὕστερα ἀπὸ διάφορα φθογγικὰ πάθη ἔδωσε στὰ σανσκριτικὰ τὴν λέξιν panka (βλ. Παννονία=βαλτότοπος). Σὲ κάθε περίπτωσιν εἶναι ἑλληνικὸν καὶ τὸ καταλαβαίνουμε καὶ ἀπὸ τὴν προϊστορία μας, τὴν λεγομένη μυθολογία, ὅπου ὁ Πηνειὸς εἶναι βασιλεὺς τῶν Πελασγῶν τῆς Θεσσαλίας.

Πάνω δεξιὰ τοῦ Πηνειοῦ, ὁ ΑΛΙΑΚΜΩΝ, ἡ θαλασσινὴ φροντίς τῶν κατοίκων πέριξ του. Προέρχεται ἐκ τῆς ἁλὸς καὶ τοῦ κάμνω ( =περιποιοῦμαι, φροντίζω μετὰ κόπου). Εἶναι καὶ ὁ μεγαλύτερος σὲ μῆκος ποταμὸς τῆς σημερινῆς Ἑλλάδος.

Καὶ ἄνω ἀριστερὰ οἱ ΑΧΕΡΩΝ καὶ ΑΡΑΧΘΟΣ. Ὁ πρῶτος ἐκ τῶν ἄχος (δωρ. ἦχος) + ῥέω, ὁ ῥέων μὲ βοὴ δηλαδὴ καὶ ὁ δεύτερος ἀπ’τὸ ῥῆμα ἀράττω ( =συντρίβω), ὁ ὁρμητικὸς ποταμός.

Ἀκόμα ἕνας ὁρμητικὸς ποταμὸς τῆς Ἠπείρου εἶναι κι ὁ ΘΥΑΜΙΣ ( >θύω =ὁρμῶ) ἤ ΚΑΛΑΜΑΣ (ἀπὸ τὶς καλαμιὲς ποὺ τὸν περιτριγυρίζουν).

Πάνω ἀπὸ τὸν Ἀχέροντα ὁ ΑΩΟΣ ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἄω, συνώνυμον τοῦ ἄημι ( =φυσῶ, πνέω), ἀντίστοιχος τοῦ Κηφισοῦ.

Καὶ παραδίπλα ὁ ΑΞΙΟΣ, κατὰ πολλοὺς Βαρδάρης δυστυχῶς ( > Vardar= μογγολικὴ φυλὴ ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὴν περιοχὴ τὸν 7ο αἰ. μ.Χ). Ὁ Ἀξιὸς ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὴν μακεδονικὴ λέξιν ἄξος ( =ἡ ὕλη, τὸ δάσος) λόγω τοῦ ὅτι οἱ ὄχθες του ἦταν δασώδεις.

(Παρατήρησις πρὸς ὅσους προτιμοῦν τὴν μογγολικὴ ὀνομασία ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς γιὰ τὸν Ἀξιό: Ἡ Ἑλλὰς διαθέτει γλῶσσα λεξιλογικῶς πλούσια κι εὔηχη, μακραίωνη ἱστορία, ἑκατομμύρια ἐπιτεύγματα καὶ πολλοὺς πεσόντες ὑπέρ της. Δὲν ἔχει λόγον νὰ ζηλέψει ἀλλοθρόους καὶ δὲν χρειάζεται νὰ σφετερισθεῖ ὀνομασίες γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐμπλουτίσει τὸ λεξιλόγιόν της ἤ γιὰ νὰ ἀποκτήσει ὑπόστασιν. Πόσω μᾶλλον ὅταν αὐτὲς οἱ ὀνομασίες εἶναι δύσθροα βάγματα.)

Γείτων τοῦ Ἀξιοῦ εἶναι ὁ ΣΤΡΥΜΩΝ ποταμός, τὸ ὄνομά του αὐτὸς τὸ ὀφείλει στὸν υἰὸν τοῦ Ὤκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος καὶ βασιλέα τῆς Θράκης, Στρυμόνα. Λέγεται πὼς τὸ ῥῆμα «στρυμῶ/στρυμώ(χ)νω», τὸ ὁποῖον θυμίζει ἀρκετὰ τὴν ῥίζα τοῦ ὀνόματος τοῦ ποταμοῦ, προέρχεται ἀπὸ τὸ ξύλον ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὴν πίεσιν τῶν σταφυλιῶν, τὸ ὁποῖον ὠνόμαζον «στρύμοξ». Ὁ ποταμὸς Στρυμὼν εἶναι γνωστὸς γιὰ τὴν ἀπόθεσιν γαιωδῶν ὑλικῶν καὶ λάσπης ἀπὸ τὰ ῥέοντα ὕδατά του, τὰ ὁποῖα συσσωρεύονται/«στρυμώχνονται» στὴν πεδιάδα τῶν Σερρῶν καὶ στὴν λίμνη Κερκίνη. 


Λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη ἐκβάλλει ὁ ΕΧΕΔΩΡΟΣ ( > ἔχω +δῶρον), τοῦ ὁποίου ὁ πυθμένας  στὸ παρελθὸν εἶχε ψήγματα χρυσοῦ. Σήμερα ὀνομάζεται ΓΑΛΛΙΚΟΣ λόγω τοῦ δερμάτινου κοσκίνου μὲ τὸ ὁποῖον μάζευαν τὸν χρυσὸν ποὺ οἱ Λατῖνοι ὠνόμαζον callicum.

Κοντὰ σὲ αὐτοὺς οἱ ΝΕΣΤΟΣ/ΝΕΣΣΟΣ (δωρ. νάσσομαι =συσσωρεύομαι, γεμίζω πλήρως ἀπὸ κάτι, ὁ μεστός) καὶ ΑΡΔΑΣ ( > ἀρδεύω) ποὺ ἔκαναν εὔφορον αὐτὸ τὸ τμῆμα τῆς Ἑλλάδος.

Καὶ τέλος δυτικά τους ὁ ΕΒΡΟΣ, ποὺ σύμφωνα μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἦταν υἰὸς τοῦ Αἵμου καὶ τῆς Ῥοδόπης. Τὸ πρῶτο ὄνομά του ἦταν ῥόμβος > ῥέμβομαι ( = περιπλανιέμαι), ἕως ὅτου αὐτοκτόνησε ὁ υἰὸς τοῦ βασιλέως τῆς Θράκης Κασσάνδρου, Ἕβρος σὲ αὐτὸν καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομά του (Πλούταρχος, Περὶ ποταμῶν).


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<O ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, ΑΝ.ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, <<ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL- SCOTT>>, <<ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΠΕΡΙ ΠΟΤΑΜΩΝ>>, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, Ζ.ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ (ἐκδ. 1499), <<ΗΣΙΟΔΟΣ, ΘΕΟΓΟΝΙΑ>> καὶ τὴν διαδικτυακὴ σελίδα<<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ>> . Τὰ ὀνόματα τῶν κυριοτέρων ποταμῶν τῆς Ἑλλάδος τὰ ἤντλησα ἀπὸ τήν <<ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ WIKIPEDIA>>.

Σχόλια

  1. Εδώ και λίγες ημέρες προσετέθη η επιλογή της υποβολής σχολίων κάτω από κάθε άρθρο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι υπέροχο άρθρο. Συγχαρητήρια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (