ΟΙ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΛΟΣ
( Ἡ Ἅλς < σαλς < Fαλς)
Ὄνομα μαγικόν, ποὺ προφέροντάς το ἀποδεικνύεις πὼς κανένα ἔτυμον τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης δὲν εἶναι τυχαῖον, πὼς διόλου αὐθαίρετος δὲν ἦταν καὶ ὁ τρόπος ἐκφορᾶς τῶν λέξεων ἀπ’ τὸ στόμα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, αὐτῶν τῶν σπουδαίων ἀνθρώπων (ἄνθρωπος, ἐκ τοῦ ἀναθρεῖν ἅ ὄπωπε κατὰ τὸν Σωκράτη, γιατὶ κάποτε οἱ ἄνθρωποι ἐσκέπτοντο βαθέως αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔβλεπαν).
Ὅσο κι ἄν βαρβαρίσαμε, ὅσο κι ἄν ὑποβαθμίσαμε τὸ εἶναι μας, ἡ λέξις «ἅλς» θὰ μᾶς θυμίζει πάντα τὴν Ἑλλάδα, τὸν κρότον τοῦ κύματος ποὺ ἀκουμπᾶ τὴν ἀμμουδιά, γιατὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἦχον πῆρε τὸ ὄνομά της!
Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὶς διαλέκτους της καὶ μὲ τὴν φαντασία τῶν ὁμιλούντων της, κατάφερε νὰ ἀποδώσει καὶ τὴν παραμικρὴ διαφορὰ στὶς διαθέσεις τῆς θαλάσσης, στὴν ἔκτασίν της, στὰ πάντα της.
Ἀποχρώσεις δυσνόητες γιὰ τοὺς ἀλλοθρόους παρατηρητές, οἱ ὁποῖοι ἀφ΄ἑνὸς λόγῳ ἐλλείψεως θαλάσσης κι ἀφ’ἑτέρου λόγω ἐλλείψεως πλαστικότητος τῆς γλώσσης τους, δὲν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὶς ἐπιταγὲς τῆς φωτεινόλιθης γλώσσης μας (ἀναλυτικότερα στὸ τέλος).
Ἔτσι, μὲ ἄλλη ὀπτικὴ τῆς ἰδίας λέξεως γεννήθηκε ἡ ΓΑΛΗΝΗ ποὺ ὑπεδείκνυε τὴν θάλασσα σὲ ἀπόλυτον νηνεμία, τὴν γελαστή, τὴν ἀπαστράπτουσα. Γαλήνη καὶ τὸ συναίσθημα ποὺ γεννιέται στὸν ἄνθρωπον ὅταν τὴν ἀτενίζει ἤρεμη καὶ πραεῖα. Σ’αὐτὴν κυττώντας τὸ πρόσωπόν τους πρώτη φορὰ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ φωτὸς τοῦ καλίου, ἁελίου, ἡλίου - ὁ ὁποῖος φαινομενικῶς ξεπρόβαλλε ἐκ τῆς ἁλός- ἐθαύμασαν ( =ἀπόρησαν) τὸν ἀντικατοπτρισμό, τὸ θαῦμα αὐτὸ ποὺ μερικοὶ ἀλλοδαποὶ τὸ λένε miracle (< μύρα ).
Ἔπειτα, ἀπὸ ἄλλη ὀπτικὴ ἔχουμε τὴν περισσότερο ὁρμητικὴ ΘΑΛΑΤΤΑ,ΣΑΛΑΣΣΑ, ὅπου ἡ σάλς ἄττει/ἄσσει ( =ὁρμᾶ).
Ἀκόμη, ὅταν μορ-μύρει ( =ῥέει ἤρεμα ἀλλὰ ἀφρίζει) καὶ μαρμαίρει (=λάμπει), δίνει τὴν ῥίζα ΜΥΡΑ. Απὸ τὴν ἀπέραντη μύρα προῆλθαν καὶ οἱ ἀμέτρητοι <<μυρίοι>> ἀλλὰ καὶ οἱ μύριοι ( =οἱ 10.000) ἐξ οὗ καὶ ἐκατομμύριον, τὸ million/mille ποὺ λένε οἱ ἀλλόφωνοι, ἐναλλάσσοντας τὸ δύσκολον γι’αὐτούς -ρ- μὲ τὸ ἄλλο ὑγρόν -λ-!
Ὕστερα, τὴν ὠνόμασαν καὶ ΠΕΛΑΓΟΣ, καθῶς σὲ ἄγει στοὺς πέλας ( =κοντινούς), σὲ αὐτοὺς ποὺ θέλεις νὰ πᾶς, ποὺ σοῦ ἀρέσει νὰ πελάζεις ( =συγχνωτίζεσαι).
Οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐπορεύοντο διὰ μέσου αὐτῆς, τὴν ὠνόμασαν καὶ ΠΟΡΟΝ κι ἔτσι ὑπεδηλώθη ἡ θάλασσα σὲ ἄνεμον ποὺ φουσκώνει τὰ πανιὰ μὲ ἀποτέλεσμα τὸ πλοῖον, ἡ πάρ-αλος νὰ μπορεῖ ἄνετα νὰ κινηθεῖ ἐντός της καὶ νὰ πάει πόρρῳ ( =μακριά).
Κι ἐκεῖ ποὺ χρειάζονταν τὰ πιὸ γρήγορα πλοῖα τους γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ τὴν διασχίσουν, χρησιμοποιοῦσαν δηλαδὴ ὠκεῖες νῆες, τὴν ὠνόμασαν ΩΚΕΑΝΟΝ.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πολυταξιδεμένοι καὶ πλέοντες τεράστιες θαλάσσιες ἐκτάσεις, χτίζοντας γέφυρες (pont-ponte τὶς ὀνομάζουν οἱ βαρβαρόμυθοι σήμερα) μεταξὺ ἠπείρων, τὴν ὠνόμασαν καὶ ΠΟΝΤΟΝ. Τὰ ταξίδιά τους αὐτὴν τὴν φορὰ δὲν τοὺς ἔφερναν στοὺς κοντινούς τους γείτονες, ἀλλὰ σὲ ὑπερ-ποντίους γείτονες.
Καὶ δὲν ἔλειψαν κι οἱ ἀφιλόξενες θάλασσες, αὐτές ποὺ κλυδωνίζονται καὶ ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν νὰ τὶς διασχίσεις χωρὶς νὰ ζ-αλ-ίζεσαι ἤ νὰ προκαλεῖται σάλ-ος, μπορεῖς μόνον νὰ τὶς θαυμάσεις (ad- mire τὸ λένε κάποιοι σήμερα < ἄντα+μύρα).
Σ’αὐτὴν τὴν περίπτωσιν, ἐφηῦραν πολλὰ ὀνόματα ἀναλόγως μὲ τὴν δύναμιν τοῦ ἀέρος θὰ λέγαμε. Ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ «ΚΛΥΔΩΝ», ἡ θαλασσοταραχή, καὶ ἡ ἀχὼ (δωρ. ἠχώ) τῶν ὁρμητικῶν ὑδάτων, γέννησε τὴν ἑλληνικοτάτη ῥίζα ΑΧΑ (βλ. aqua, Ἀχελῶος, Ἀχέρων, «ἀχά, doric of ἠχή, sound. From the murmur of flowing water», An etymological dictionary of the latin language, Valpy), ὑποδηλῶσα τὸν κρότον τοῦ κύματος. Κι ἡ ἀκόμη πιὸ τρικυμιώδης θάλασσα γέννησε τὸ ΡΟΘΙΟΝ.
Κι ὅταν δονεῖται ἡ δᾶ ( =ἡ γῆ) ἀπ’τὸν δυνατὸν ἀέρα, προκύπτει ἡ ΔΟΝ/ΔΑΝ, καὶ ἡ βαθεῖα θάλασσα ποὺ βρυχᾶται ἐλέχθη ΒΡΥΞ. Καὶ εἶναι τόσο φοβερὴ ποὺ οὔτε σημερινὸν ὑπο-βρύχιον δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συνυπάρξει μέσα της.
Ευτυχῶς, ὅσο κι ἄν καταστρέψαμε τὴν πληρεστέρα καὶ ὀμορφοτέρα γλῶσσα τοῦ κόσμου, μᾶς ἄφησε τὰ παιδιά της, τὰ παράγωγα καὶ τὰ σύνθετά της. Ευτυχῶς, υἱοθετήθηκε κι ἀπὸ ἀλλοδαποὺς καὶ μᾶς θυμίζει πάντα πὼς ὑπῆρξε ἡ καλλίτερη μάνα καὶ παιδαγωγός.
Ἡ θάλασσα σὲ ἄλλες γλῶσσες:
Ἡ <<μύρα>> ἔδωσε τὰ ἐξῆς ἔτυμα:
Λατ, ἰταλ:Mare
γαλ:Mer
ἰσπ/ πορτ:mar
γερμ:Meer
ῥωσ:море
φινλ:meri
σλοβάκ:mora
σλοβεν: morje
Ἡ <<δόν-δόνησις>> ἔδωσε:
τούρκ:deniz
Καὶ ἐκ τῆς <<σείσεως>>, συνωνύμου τῆς δονήσεως:
ὁλλ: zee
νορ: sjø
Tὸ χάος (>χάFος), κατὰ τοὺς Στωικοὺς προέρχεται ἐκ τοῦ χέω= χύνω, ἄχα
σουηδ/δαν: hav
Ἀντλήθηκαν πληροφορίες γιὰ τὰ περισσότερα ἔτυμα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς σπουδαίας φιλολόγου κ. Ἄν. Τζιροπούλου «Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ» καὶ «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», «AN ETYMOLOGICAL DICTIONARY OF THE LATIN LANGUAGE», VALPY καὶ ἀπὸ τὸ λεξικὸ LIDDELL-SCOTT.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου