Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΩΣ ΚΛΙΝΟΝΤΑΙ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 : (ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΑ) ΤΡΙΓΕΝΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΤΑΛΗΚΤΑ ΣΙΓΜΟΛΗΚΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ


Θὰ ἀναφερθῶ σ’ αὐτὰ τὰ δύσμοιρα ἐπίθετα τύπου «ὁ/ἡ συγγενής, τὸ συγγενές» κλπ, τὰ ὁποῖα σὲ μεγάλο ποσοστό, κλίνονται ἐντελῶς λανθασμένα, τὰ γένη κι ὁ ἀριθμός τους -εἰδικότερα- ἀποτελοῦν γρίφο, ποὺ ὀφείλει ὁ ἀκροατής/ἀναγνώστης νὰ λύσει σύμφωνα μὲ τὰ συμφραζόμενα ( π.χ. τὸ συγγεν-ής παιδί, ὁ ευγεν-ὲς ἄνθρωπος) καὶ τὰ ὁποῖα στὴν καλλίτερη περίπτωσιν -πλέον-, θὰ τὰ συναντήσεις ὡς πρωτόκλιτα [ π.χ. τοῦ συγγενῆ, ὦ συγγενή ( σημ.: ἡ «κλητικὴ πτώσις», ἀκόμα καὶ λανθασμένως κεκλιμένη θεωρεῖται «άχρηστη», ἀκόμα κι ἀπό μερικὰ σχολικὰ βιβλία!)]. Βέβαια, θὰ φτάσουμε νὰ λέμε καὶ εὐχαριστῶ καὶ μόνον ποὺ τὰ ἀκοῦμε, ἔστω καὶ παρεφθαρμένα/ἐκβαρβαρισμένα, καθῶς ὑπάρχουν νεοελληνικὲς γραμματικές (βλ. «Νεοελληνικὴ γραμματικὴ τῆς δημοτικῆς γλῶσσας», ΚΕΜΕ καὶ Ἱδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη) καὶ ἄλλα ἐγχειρίδια φιλολογικοῦ ἐνδιαφέροντος, τὰ ὁποῖα τὰ ἔχουν καταργήσει (μάλλον) ἀπ'τὴν γλῶσσα μας, καθῶς δὲν τὰ περιλαμβάνουν κἄν στὰ περιεχόμενά τους!

Πρῶτα ἀπὸ ὅλα, ἄς ἀναλύσουμε τὸν τίτλο γιὰ νὰ δοῦμε γιατί τοὺς δίνονται αὐτοὶ οἱ προσδιορισμοί. Τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «ἐπίθετα»; ΕΠΙΘΕΤΑ ( > ἐπί + τίθεμαι) λέγονται ὅσες λέξεις τίθενται ἐπὶ τῶν οὐσιαστικῶν καὶ τοὺς προσδίδουν κάποια ἰδιότητα ἤ τέλος πάντων κάποια ποιότητα. Σημειωτέον, πὼς ἀναλόγως τῶν χαρακτηριστικῶν τους, ἐντάσσονται στὶς ἀντίστοιχες ὑποκατηγορίες ποὺ ἐντάσσονται καὶ τὰ οὐσιαστικὰ ὀνόματα ( βλ. ἄρθρον «ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΝ»).

Τὰ ἐπίθετα μπορεῖ νὰ εἶναι ΤΡΙΓΕΝΗ ( > τρία +γένος ) καὶ ΤΡΙΚΑΤΑΛΗΚΤΑ ( > τρία +κατάληξις), δηλαδὴ νὰ ἔχουν 3 γένη (ἀρσενικόν, θηλυκόν, οὐδέτερον) καὶ καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ γένη, νὰ ἔχει τὴν δική του κατάληξιν στὴν ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ (ἐξ οὗ καὶ τρικατάληκτα). Παραδείγματα τριγενῶν καὶ τρικαταλήκτων ἐπιθέτων εἶναι «ὁ σοφός, ἡ σοφή, τὸ σοφόν, ὁ εὐθύς, ἡ εὐθεῖα, τὸ εὐθύ κλπ». Τῶν τρικαταλήκτων ἐπιθέτων, τὸ θηλυκὸν γένος κλίνεται πάντα σύμφωνα μὲ τὰ θηλυκὰ τῆς πρώτης κλίσεως τῶν οὐσιαστικῶν (π.χ. ἡ δικαί-α, ἡ ευθεῖ-α, ἡ χαρίεσσ-α). Τὸ ἀρσενικὸν καὶ τὸ οὐδέτερον κλίνονται, εἴτε σύμφωνα μὲ τὴν β’ κλίσιν οὐσιαστικῶν (κι αὐτὰ τὰ ἐπίθετα λέγονται ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ, π.χ. ὁ δίκαι-ος, τὸ δίκαι-ον ), εἴτε ἄλλες φορὲς κατὰ τὴν γ’κλίσιν (και αὐτὰ τὰ ἐπίθετα λέγονται ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΑ, π.χ. ὁ εὐθ-ύς, τὸ εὐθ-ύ, ὁ χαρί-εις, τὸ χαρί-εν).

Μπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι ΤΡΙΓΕΝΗ, ἀλλὰ ΔΙΚΑΤΑΛΗΚΤΑ, νὰ ἔχουν δηλαδὴ 3 γένη, ἀλλὰ δύο καταλήξεις (μία κοινὴ γιὰ τὸ ἀρσενικὸν καὶ τὸ θηλυκὸν καὶ μία γιὰ τὸ οὐδέτερον). Ἕνα ἐπίθετον τριγενὲς καὶ δικατάληκτον γιὰ παράδειγμα εἶναι «ὁ/ἡ ἀληθής, τὸ ἀληθές». Τὰ δικατάληκτα ἐπίθετα κλίνονται ἄλλοτε σύμφωνα μὲ τὴν β’κλίσιν (π.χ. ὁ/ἡ βάναυσ-ος, τὸ βάναυσ-ον) καὶ ἄλλοτε σύμφωνα μὲ τὴν γ’ κλίσιν ( π.χ. ὁ/ἡ ἐπιμελής/τὸ ἐπιμελές).

Τέλος, ὑπάρχουν καὶ τὰ ΜΟΝΟΚΑΤΑΛΗΚΤΑ ( > μία κατάληξις) καὶ ΔΙΓΕΝΗ ἐπίθετα ( δὲν ἔχουν οὐδέτερον καὶ γιὰ τὸ ἀρσενικὸν καὶ θηλυκὸν μοιράζονται τὴν ἴδια κατάληξιν, π.χ. ὁ/ἡ βλάξ). Αὐτά, στὴν πλειονότητά τους, κλίνονται σύμφωνα μὲ τὴν γ’κλίσιν οὐσιαστικῶν.

Ὁ τίτλος, μᾶς ἐνημερώνει πὼς τὰ ἐπίθετα ποὺ θὰ ἀναλυθοῦν ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τριγενῆ καὶ δικατάληκτα, θὰ εἶναι καὶ σιγμόληκτα. ΣΙΓΜΟΛΗΚΤΑ λέγονται ὅσα ἐπίθετα ἔχουν γιὰ χαρακτῆρα ( =τελευταῖον γράμμα τοῦ θέματος, βλ. ἄρθρον «ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΝ») -σ  [ π.χ. ὁ/ἡ ἐπιμελήσ-, τὸ επιμελέσ- ( ἔχουν φαινομενικὰ 2 θέματα, τὸ ἕνα - ἰσχυρόν- λήγει σέ -ης καὶ τὸ ἄλλον -ἀσθενές- σέ -ες)]. ΙΣΧΥΡΟΝ λέγεται τὸ θέμα ποὺ ἔχει μακρόχρονο φωνῆεν (η, ω) στὴν τελευταία του συλλαβή, ἐνῶ ΑΣΘΕΝΕΣ λέγεται τὸ θέμα ποὺ ἔχει βραχὺ φωνῆεν (ε, ο) στὴν τελευταία του συλλαβή.

Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ ἀνοίξει μία παρένθεσις περὶ αὐτῶν. Τὰ σιγμόληκτα τριτόκλιτα ἐπίθετα εἶναι πάντα δικατάληκτα, διπλόθεμα εἰς -ης στὸ ἀρσενικὸν καὶ θηλυκὸν καὶ εἰς -ες στὸ οὐδέτερον. Ἐπίσης, τὰ περισσότερα εἶναι σύνθετα μὲ δεύτερον συνθετικόν, οὐσιαστικὸν οὐδέτερον σέ -ος ἤ ῥῆμα (π.χ. ὁ,ἡ  εὐγεν-ής, τὸ εὐγεν-ές > εὖ +γέν-ΟΣ/ ὁ,ἡ εὐσεβής, τὸ εὐσεβές > εὖ +σέβομαι).

Ὅλα τὰ τριγενῆ καὶ δικατάληκτα κλίνονται μὲ τὸν ἴδιον ἀκριβῶς τρόπον, ἤτοι ἔχουν τὶς ΙΔΙΕΣ καταλήξεις. Ὡστόσο γιὰ νὰ εἴμαστε ὁλόσωστοι καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὸν τονισμόν τους (στὶς πτώσεις ποὺ λήγουν σέ -ες), πρέπει νὰ ἐλέγξουμε, ἄν τὸ ἐπίθετον εἶναι ΒΑΡΥΤΟΝΟΝ ( = ΔΕΝ τονίζεται στὴν λήγουσα/τελευταία συλλαβή, π.χ. ὁ/ἡ πλή-ρης, τὸ πλῆ-ρες) ἤ ἄν εἶναι ΟΞΥΤΟΝΟΝ ( δηλαδὴ ΤΟΝΙΖΕΤΑΙ στὴν λήγουσα π.χ ὁ/ἡ ἀλη-θής, τὸ ἀλη-θές).

Ἄν τὸ ἐπίθετόν μας εἶναι ΟΞΥΤΟΝΟΝ (τονίζεται στὴν λήγουσα) κλίνεται ὡς ἑξῆς:

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

ΑΡΣΕΝΙΚΟΝ/ ΘΗΛΥΚΟΝ 

Ὀν.: ὁ/ἡ ἀληθής  ( > ἀληθέσ-, μὲ τροπὴ τοῦ βραχέως -ε σὲ μακρό -η)      

Γεν.: τοῦ/τῆς ἀληθοῦς [ > ἀληθέσ-ος, μὲ ἀποβολὴ τοῦ -σ (ἀληθέος) καὶ συναίρεσιν τοῦ -ε μὲ τό -ο σέ -ου]    

Δοτ.:τῷ/τῇ ἀληθεῖ ( > ἀληθέσ-ι , μὲ ἀποβολὴ τοῦ -σ καὶ συναίρεσιν τοῦ -ε μὲ τό -ι σέ -ει)                       

Αἰτ.: τόν/τήν ἀληθῆ ( > ἀληθέσ-α, μὲ ἀποβολὴ τοῦ -σ καὶ συναίρεσιν τοῦ -ε μὲ τό -α σὲ -η)                   

Κλητ.: (ὦ) ἀληθές ( > θέμα ἀληθέσ-, χωρὶς κατάληξιν, ὅπου τό -σ μετατρέπεται σέ -ς, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ τέλος τῆς λέξεως)                     

ΟΥΔΕΤΕΡΟΝ

Ὀν.: τὸ ἀληθές ( > θέμα ἀληθέσ-, χωρὶς κατάληξιν, ὅπου τό -σ μετατρέπεται σέ -ς, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ τέλος τῆς λέξεως)                     

Γεν.: τοῦ ἀληθοῦς [ > ἀληθέσ-ος, μὲ ἀποβολὴ τοῦ -σ ( ἀληθέος) καὶ συναίρεσιν τοῦ -ε μὲ τό -ο σέ -ου]    

Δοτ.: τῷ ἀληθεῖ ( > ἀληθέσ-ι, μὲ ἀποβολὴ τοῦ -σ καὶ συναίρεσιν τοῦ -ε μὲ τό -ι σέ -ει)

Αἰτ.: τὸ ἀληθές ( βλ. ὀνομαστική)

Κλητ.: (ὦ) άληθές ( βλ. ὀνομαστική καὶ αἰτιατική, ἡ ὁποία στὰ οὐδέτερα εἶναι πάντα ἴδια)

 

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

ΑΡΣΕΝΙΚΟΝ/ ΘΗΛΥΚΟΝ

Ὀν.: οἱ/αἱ ἀληθεῖς ( > ἀληθέσ-ες, μὲ ἀποβολὴ τοῦ -σ καὶ συναίρεσιν τῶν δύο -ε σέ -ει)                        

Γεν.: τῶν ἀληθῶν ( > ἀληθέσ-ων, μὲ ἀποβολὴ τοῦ -σ καὶ συναίρεσιν τοῦ -ε μὲ τό -ω σὲ -ω)                    

Δοτ.: τοῖς/ταῖς ἀληθέσι ( > ἀληθέσ-σι, μὲ ἁπλοποίησιν τῶν δύο -σ σὲ ἕνα -σ)

Αἰτ.: τούς/τὰς ἀληθεῖς ( > ἀληθέσ-ες, μὲ ἀποβολὴ τοῦ -σ καὶ συναίρεσιν τῶν δύο -ε σέ -ει)                   

Κλητ.: (ὦ) ἀληθεῖς ( > ἀληθέσ-ες, μὲ ἀποβολὴ τοῦ -σ καὶ συναίρεσιν τῶν δύο -ε σέ -ει)                      

ΟΥΔΕΤΕΡΟΝ

Ὀν.: τὰ ἀληθῆ ( > ἀληθέσ-α, μὲ ἀποβολὴ τοῦ -σ καὶ συναίρεσιν τοῦ -ε μὲ τό -α σέ -η)

Γεν.: τῶν ἀληθῶν ( > ἀληθέσ-ων, μὲ ἀποβολὴ τοῦ -σ καὶ συναίρεσιν τοῦ -ε μὲ τό -ω σέ -ω)

Δοτ.: τοῖς ἀληθέσι ( > ἀληθέσ-σι, μὲ ἁπλοποίησιν τῶν δύο -σ σὲ ἕνα)

Αἰτ.: τὰ ἀληθῆ ( ὁμοίως μὲ τὴν ὀνομαστική )

Κλητ.: (ὦ) ἀληθῆ ( ὁμοίως μὲ τὴν ὀνομαστικὴ καὶ αἰτιατική)

Παρατηροῦμε:

1.     Ὁ τόνος διατηρεῖται πάντοτε στὴν λήγουσα, ἀνεξαρτήτως πτώσεως, ἀριθμοῦ καὶ γένους.

2.     Ἡ ὀνομαστική/κλητικὴ ενικοῦ τοῦ ἀρσενικοῦ/θηλυκοῦ καὶ ἡ ὀνομαστική, αἰτιατικὴ καὶ κλητικὴ ἑνικοῦ τοῦ οὐδετέρου εἶναι ἀκατάληκτες (ἀληθέσ-).

3.     Ἡ ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ τρέπει τό -ε τοῦ θέματος σέ -η.

4.     Ὅλες οἱ πτώσεις πέραν τῆς ὀνομαστικῆς ἑνικοῦ, ἀποβάλλουν τὸν χαρακτῆρα -σ ἀνάμεσα στὰ φωνήεντα, τὰ ὁποῖα στὴν συνέχεια συναιροῦν.

5.     Ἡ δοτικὴ πληθυντικοῦ ἁπλοποιεῖ τὰ δύο -σ σὲ ἕνα.

 6.    Ἡ αἰτιατικὴ καὶ κλητικὴ πληθυντικοῦ τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ σχηματίζεται ὁμοίως μὲ τὴν ὀνομαστική.


Κατὰ τόν «ἀληθή» κλίνονται ΟΛΑ τὰ τριγενῆ καὶ δικατάληκτα ὀξύτονα ( π.χ. ὁ/ἡ ἐπιμελής/ἀκριβής /συνεπής/άγενής/ἀσεβής/ἀσθενής/συγγενής/ἀμελής/ἀτυχής/δυστυχής/σαφής/ψευδής/νουνεχής/εὐσεβής/εὐτυχής/εἰλικρινής/ἀξιοπρεπής/εὐγενής/διαφανής/διεθνής/τελειομανής/ὑγιής κλπ,

τὸ ἐπιμελές/ἀκριβές/συνεπές/ἀγενές/ἀσεβές/ἀσθενές/συγγενές/ἀμελές/ἀσθενές/δυστυχές/σαφές/ψευδές/νουνεχές/εἰλικρινές/ἀξιοπρεπές/εὐγενές/διαφανές/διεθνές/τελειομανές/ὑγιές κ.ἄ πολλά.

 

Ἄν τὸ ἐπίθετόν μας εἶναι ΒΑΡΥΤΟΝΟΝ ( ΔΕΝ ΤΟΝΙΖΕΤΑΙ στὴν λήγουσα), τὸ κλίνουμε ὡς ἑξῆς: (Ἰσχύουν τὰ ἴδια φθογγικὰ πάθη μὲ τόν «ἀληθῆ», ἁπλῶς γιὰ οἰκονομία χώρου δὲν ἀναλύονται πάλι) :

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ὀν.: ὁ/ἡ συνήθης                 τὸ σύνηθες                            ὁ/ἡ πλήρης               τὸ πλῆρες

Γεν.: τοῦ/τῆς συνήθους       τοῦ συνήθους                       τοῦ/τῆς πλήρους       τοῦ πλήρους               

Δοτ.: τῷ/τῇ συνήθει             τῷ συνήθει                           τῷ/τῇ πλήρει            τῷ πλήρει             

Αἰτ.: τόν/τὴν συνήθη           τὸ σύνηθες                            τόν/τὴν πλήρη          τὸ πλῆρες                    

Κλητ.: (ὦ) σύνηθες              (ὦ) σύνηθες                          (ὦ) πλῆρες                (ὦ) πλῆρες                     

 

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ὀν.: οἱ/αἱ συνήθεις                τὰ συνήθη                             οἱ/αἱ πλήρεις                   τὰ πλήρη

Γεν.: τῶν συνήθων                τῶν συνήθων                         τῶν πλήρων                   τῶν πλήρων         

Δοτ.: τοῖς/ταῖς συνήθεσι       τοῖς συνήθεσι                        τοῖς/ταῖς πλήρεσι            τοῖς πλήρεσι

Αἰτ.: τούς/τὰς συνήθεις        τὰ συνήθη                              τούς/τὰς πλήρεις             τὰ πλήρη

Κλητ.: (ὦ) συνήθεις              (ὦ) συνήθη                            (ὦ) πλήρεις                     (ὦ) πλήρη

 

Παρατηροῦμε (πέραν τῶν παρατηρήσεων 2,3,4 καὶ 5 τῶν ὀξυτόνων, ποὺ ἰσχύουν καὶ γιὰ τὰ βαρύτονα), ὅτι ὅσα ΒΑΡΥΤΟΝΑ εἶναι ΥΠΕΡΔΙΣΥΛΛΑΒΑ ( ἄνω τῶν 2 συλλαβῶν, π.χ. συν-ή-θης), στὴν κλητικὴ ἑνικοῦ τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ καὶ στὴν ὀνομαστική, αἰτιατική καὶ κλητικὴ ἑνικοῦ τοῦ οὐδετέρου, ἀναβιβάζουν τὸν τόνο στὴν προηγούμενη συλλαβή ( π.χ. ὁ,ἡ συνήθης ἀλλά: ὧ σύνηθες, τὸ σύνηθες/ ὁ, ἡ αὐτάρκης, ἀλλά: τὸ αὔταρκες, ὦ αὔταρκες /ὁ, ἡ ἀνάντης, ἀλλά: τὸ ἄναντες, ὦ ἄναντες/ὁ, ἡ αὐθάδης, ἀλλὰ τὸ αὔθαδες, ὦ αὔθαδες κλπ).

ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ: Ὅσα ὑπερδισύλλαβα λήγουν σέ -ήρης, -ῶδης, -ῶλης [ τὰ ὁποῖα ΔΕΝ ἀναβιβάζουν τὸν τόνο στὴν κλητικὴ ἑνικοῦ τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὴν ὀνομαστική, αἰτιατική, κλητικὴ ἑνικοῦ τοῦ οὐδετέρου ( π.χ. ὁ,ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες, ὦ ἐξῶλες/ ὁ,ἡ εὐώδης, τὸ εὐῶδες, ὦ εὐῶδες/ ὁ,ἡ μονήρης, τὸ μονῆρες, ὦ μονῆρες)].

Σὲ κάθε περίπτωσιν, τὰ βαρύτονα τριγενῆ καὶ δικατάληκτα στὴν γενικὴ πληθυντικοῦ παντὸς γένους, τονίζονται στὴν παραλήγουσα ( 2η συλλαβὴ ἀπὸ τὸ τέλος, π.χ. τῶν συνήθων, τῶν παμμεγέθων, τῶν ἐξώλων, τῶν αὐθάδων, τῶν προσάντων, τῶν ἀγχώδων, τῶν ἀφρώδων, τῶν τριήρων, τῶν εὐώδων, τῶν ὀγκώδων).

Μερικὰ παραδείγματα συνηθισμένων ἐπιθέτων ποὺ κλίνονται σύμφωνα μὲ τὸν συνήθη εἶναι: ὁ,ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες/ ὁ,ἡ χρηστοήθης, τὸ χρηστόηθες/ ὁ,ἡ εὐμεγέθης, τὸ εὐμέγεθες/ ὁ,ἡ παμμεγέθης, τὸ παμμέγεθες/ ὁ,ἡ κακοήθης, τὸ κακόηθες/ ὁ,ἡ καλοήθης, τό καλόηθες/ ὁ,ἡ κατάντης, τό κάταντες/ ὁ,ἡ προσάντης, τό πρόσαντες/ ὁ,ἡ αὐθάδης, τό αὔθαδες/ ὁ,ἡ αὐτάρκης, τό αὔταρκες/ ὁ,ἡ ἐπιμήκης, τό ἐπίμηκες κ.ἄ.

Σύμφωνα μὲ τὸν πλήρη κλίνονται τά: ὁ,ἡ ἀμμώδης, τὸ ἀμμῶδες/ ὁ,ἡ ἀφρώδης, τὸ ἀφρῶδες/ὁ,ἡ βραχώδης, τὸ βραχῶδες/ ὁ,ἡ δηλητηριώδης, τὸ δηλητηριῶδες/ὁ,ἡ θορυβώδης, τὸ θορυβῶδες/ὁ,ἡ προώλης, τὸ προῶλες/ὁ,ἡ τριήρης, τὸ τριήρες, ὁ,ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφῆρες/ ὁ,ἡ ἀγχώδης, τὸ ἀγχῶδες / ὁ,ἡ πνευματώδης, τὸ πνευματῶδες/ὁ,ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες κ.ἄ.



Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ>>, ΑΧ. ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΣ, <<ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ>>,Μ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (