(Ὁ Ἄρης μὲ τὴν Ἀφροδίτη, ὅπως αὐτοὶ ἐκτίθενται στὸ Μουσεῖον τῆς «Villa Carlotta», τὸ ὁποῖον βρίσκεται στὴν τοποθεσία Tremezzo, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν λίμνη Como. Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησαν ὁ Ἄρης μὲ τὴν Ἀφροδίτη συγκαταλέγονται καὶ ὁ Δεῖμος μὲ τὸν Φόβον, ἐξ οὗ καὶ ἀποτελοῦν καὶ τοὺς δορυφόρους τοὺ πλανήτου Ἄρεως.) Ψάχνοντας κανεὶς λέξεις συνώνυμες τοῦ φόβου στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία διαπιστώνει πὼς ὁ φόβος τῶν Ἑλλήνων συνεσχετίζετο συνήθως εἴτε μὲ τὸ δέος πρὸς τὸ θεῖον [ «οὐδένα ἄνθρωπον δεσπότην, ἀλλὰ τοὺς θεοὺς προσκυνεῖτε ( < κυνῶ =φιλῶ)», Ξενοφῶντος, Κύρου Ἀνάβασις , 3,2,13], εἴτε μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν ἀξιῶν, τῶν ἰδανικῶν καὶ τῆς ἀρετῆς. Ἐν ἀντιθέσει ὁ φόβος τῶν βαρβάρων συνεσχετίζετο μὲ τὰ γήινα καὶ τὰ ὑλικά, γι’αὐτὸ καὶ οἱ μὲν «βάρβαροι προσκυνήτωσαν» (Εὐριπίδης, Φοίνισσαι, 293) καὶ γι’αὐτὸ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης ἔγραψε «βάρβαρον καὶ δοῦλον ταὐτὸν φύσει» ( Πολιτικά, 1,2,5 ), ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς Ἕλληνας οἱ ὁποῖοι «οὐκ εἴθισται ἄνθρωπον προσκυνέειν» , πόσω μάλλον κύ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης