ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ/ ΠΕΡΙ ΦΘΟΓΓΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΔΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
Δυστυχῶς, τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἔχει καθιερωθεῖ ἡ λεγομένη ἐρασμική/ ἐράσμια/ ἐρασμιακὴ προφορά, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἀρχαία μορφὴ τῆς γλώσσης μας. Καὶ καλᾶ οἱ ἀλλόθροοι βαρβαρόμυθοι νὰ πιστεύουν σὲ αὐτό, ἀλλὰ τὸ χειρότερον εἶναι πὼς τὴν δεχόμεθα καὶ ἑμεῖς οἱ χρῆστες της.Οἱ Ἕλληνες, οἱ φιλόμουσοι σὲ ὅλα, οἱ ἄριστοι ῥήτορες , τοὺς ὁποίους συνηθροίζοντο οἱ Ῥωμαῖοι νὰ ἀκούσουν, γιατὶ τοὺς φαινόταν πὼς «ἐλάλουν ὡς ἀηδόνες».
Οἱ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι πέραν τοῦ ὅτι ἦταν πρωτοπόροι σ’αὐτὸ ποὺ συνολικῶς ὄνομάζουμε «μουσικὴ», εἶχαν ὡς κύριον μέλημά τους μὲ ὁ,τι ἡσχολοῦντο, αὐτὸ νὰ ἔχει ἁρμονία, μέτρον, ῥυθμὸν καὶ κάλλος, γι’αὐτὸ καὶ ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τους ἔστελναν τὰ παιδιά τους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς γραμματοδιδασκάλους καὶ τοὺς παιδοτρίβες ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΙΘΑΡΙΣΤΕΣ, μὴ τυχὸν καὶ τὸ παιδί τους δὲν πάρει ὁλοκληρωμένη ἀγωγή, σ’αὐτὰ τὰ σημαντικὰ γιὰ τὴν σωματικὴ καὶ διανοητική του ἀνάπτυξιν, χρόνια.
Οἱ Ἕλληνες, οἱ δημιουργήσαντες τὴν μετρική, ποὺ μιλοῦσαν καὶ μιλοῦν μὲ ἰάμβους (U‐, βλ. καλὴ χρονιά, γειά καὶ χαρά ), ποὺ διεγείροντο καὶ ῥητόρευαν μὲ τροχαίους ( -U, βλ. φωτογραφία) , ποὺ ἐπετίθεντο μὲ ἰάμβους / ἀναπαίστους ( U- / UU-, βλ. Ἰὴ Παιάν/ ἐλελεῦ-ἐλελεῦ ), ποὺ ἐξυμνοῦσαν τὰ κατορθώματά τους καὶ ἡρεμοῦσαν μὲ δακτύλους (-UU, βλ. δακτυλικὸ ἑξάμετρο Ὁμήρου).
Οἱ Ἕλληνες, ποὺ ἔχουν τόσα φωνήεντα ὅσες καὶ οἱ νότες, ποὺ ἀντιλαμβάνονταν καὶ τὴν μισὴ ὕφεσιν καὶ δίεσιν, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν «ἀναίρεσιν» ὅπου δὲν τοὺς ἔβγαινε τὸ μέτρον (ἅπτω, ἐΦάπτω, ἐπαφή), ἡ προσωδία καὶ ἡ τονικότης. Αὐτοὶ ποὺ ὄχι ἁπλᾶ ἐφηῦραν τὴν ποίησιν, τὸ θέατρον κλπ, ἀλλὰ ἦταν ἀκόμα καὶ σὲ αὐτὸ κυριολεκτικῶς μετρημένοι*2.
Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ καλλιρρήμονες καὶ ἐρασίμολποι εἶναι συνάμα αὐτοὶ οἱ ἄμουσοι ποὺ μᾶς παρουσιάζουν σήμερα μέσω -ΚΑΙ- τῆς καθιερώσεως τῆς ἐρασμίας προφορᾶς !
Η ΓΝΩΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ (Πλάτων, Μένων)
Καὶ προτοῦ περάσω στὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἐράσμια προφορά καὶ σὲ μερικὰ εὔλογα ἐρωτήματα ποὺ προκύπτουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν παρωδία, πρέπει νὰ γραφτεῖ πὼς τὴν γλῶσσα του ὁ καθένας -ὅποια κι ἄν εἶναι αὐτὴ- τὴν ΚΛΗΡΟΝΟΜΕΙ (τὴν ἁρμονίαν «ἥν οἱ πατέρες παρεδώκασιν», Ἀριστοφάνης ).Καὶ ὅπως πολὺ σωστὰ ἔγραψε κάποτε ὁ Κων/νος Οἰκονόμου στὸ «Περὶ τῆς γνησίας προφορὰς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης» εἰρωνευόμενος τοὺς ἀλλοφύλους Ἐρασμῖτες «κι ἄν οἱ νεώτεροι Ἕλληνες ἔχασαν -ὅπως κατηγοροῦνται- τῆς πατρικῆς αὐτῶν γλώσσης τὴν γνήσιαν ἐκφώνησιν, πῶς οἱ ξένοι καὶ ἀλλόγλωσσοι νὰ τὴν εὔρωσιν; Οἱ Ἕλληνες, οἵ τινες ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων μανθάνουσι τὴν γλῶσσαν ἀπὸ τὰ στόματα τῶν γονέων των, διέφθειραν τὴν ἀρχαῖαν τῶν ΠΡΟΓΟΝΩΝ των προφορὰ καὶ ἄνθρωποι άλλόφυλοι διδασκόμενοι παρ’ἀλλοφύλων δύνανται νὰ μεταρρυθμίσωσι τὴν τούτων ἐκφώνησιν κατὰ τὴν παλαιὰν ἑλληνικήν; …Οὐδεμίας γλώσσης ζώσης καὶ ἀκμαζούσης ὁ τόνος ὁ προφορικὸς δὲν δύναται νὰ τυπωθῇ ἀκριβῶς διὰ τῆς γραφῆς».
Ἐπίσης, ἕνας καθοριστικὸς παράγων γιὰ τὴν μουσικότητα μίας γλώσσης εἶναι τὸ κλιματικὸ περιβάλλον.*1«Πᾶσαν μὲν ἐπιστήμη χωριζομένης δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται» (Μενέξενος, Πλάτων)
*2 Γι’αὐτὸ ἀκόμα καὶ στὶς θεατρικές τους παραστάσεις κρατοῦσαν συγκεκριμένον μέτρον. Στὰ περισσότερα ἔργα παρατηροῦμε ὁμοιοκαταληξία σὲ πολλοὺς στίχους, βλέπουμε καὶ τὴν τελευταία λεπτομέρεια νὰ εἶναι ἐπιμελημένη μὲ μεγάλη προσοχή. Παρατηροῦμε τὰ χορικὰ καὶ τὶς σκηνὲς ἐντόνου δραματικοῦ τόνου νὰ γράφονται συνήθως σὲ δωρικὴ διάλεκτον, ἐνῶ τὰ διαλογικὰ στὴν λιγότερο αὐστηρὴ ἀττική).
*3«Γ: τὸ πιὸ ἐλαφρύ, ποὺ ἡ ἀδυναμία σου νὰ τὸ προφέρεις, δείχνει τὸν βαθμὸ τῆς βαρβαρότητός σου», (Μικρὸς Ναυτίλος, Ὀδ. Ἐλύτης)
ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΕΡΑΣΜΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ;
Ἡ ἐρασμικὴ προφορὰ χρωστᾶ τὸ ὄνομά της στὸν Ὁλλανδὸν φιλόλογον καὶ ἱερέα Erasmus Desiderius Rotterdamus.
Ὁ Ἔρασμος γεννήθηκε στὸ Ῥόττερνταμ καὶ πέθανε στὴν Βασιλεία τῆς Ἐλβετίας, 70
χρόνια ἀργότερα. Ἦταν νόθο παιδὶ κάποιου ἱερωμένου Γεράρδου, τοῦ ὁποίου καὶ πῆρε
τὸ ὄνομά του καὶ τὸ μετέφρασε σὲ «Ντεσιντέριους» στὰ λατινικὰ καὶ «Ἔρασμος» στὰ ἑλληνικά.
Μελέτησε ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία λατινικὰ καὶ ἑλληνικὰ καὶ ἐπειδὴ προετοίμασε τὰ
πνεύματα γιὰ νὰ δεχθοῦν τὴν θρησκευτικὴ μεταρρύθμισιν θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἡγήτορες
τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Συνέγραψε ἀρκετὰ γραπτὰ φιλοσοφικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ
χαρακτῆρος στὰ λατινικὰ. Τὸ ἐπίμαχο βιβλίον, ποὺ ἀφορὰ στὴν ὀρθὴ προφορὰ τῆς ἑλληνικῆς
γλώσσης λέγεται «DE RECTA LATINI GRAECIQUE SERMONIS PRONUNTIATIONE DIALOGUS» καὶ ἐξεδόθη τὸ 1528. Σ’αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ Ἔρασμος ἀρνεῖται τὴν ἑλληνικὴ προφορὰ ποὺ
χρησιμοποιοῦμε ἀλώβητη σχεδὸν ὡς σήμερα, ΜΟΛΟΝΟΤΙ ΑΥΤΗΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΣΕ ΟΛΗ
ΤΟΥ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ. Εἶχε μάλιστα ζητήσει ἀπὸ τὸν λόγιο Ἰανὸ Λάσκαρι νὰ τοῦ προμηθεύσει
Ἕλληνα διδάσκαλο, προκειμένου νὰ διδαχτοῦν τὰ πολὺ δικά του παιδιὰ τέλεια τὴν
σωστὴ προφορὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης*4,5. Ἡ προφορὰ, τὴν ὁποία
ΕΠΕΝΟΗΣΕ γιὰ τὴν διδαχὴ τῆς ἑλληνικῆς, είσήχθη πολὺ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ
ΤΟΥ, στὰ σχολεῖα τῆς Δύσης ἀπὸ τοὺς διαφόρους ὀπαδούς του (Χέκος, Μέκερχος,
Χενρὶ Εστιέν, Ἄσης, Ὠβούσης, Βόσσιος, Εννίνιος, Γότλοβος, Λοέσχερος κλπ).
Ὁ Κων/νος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων στὸ ἔργον του «Περὶ τῆς γνησίας προφορᾶς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης» ἀναφέρει πὼς ὁ Ἔρασμος λόγω τῆς εὐπιστίας του, ἔπεσε θῦμα κάποιου Γλαρεανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀστεϊζόμενος τοῦ εἶπε πὼς εἶχε ἀκούσει Ἕλληνες ἐρχομένους στὴν Λευκετίαν νὰ προφέρουν τὸ -β, μπ, τὸ -η, εε κοκ (βλ. εἰκόνα). Ἀφοῦ τὸ ἄκουσε αὐτό, συνηρπασμένος συνέγραψε τὰ περὶ τῆς νέας προφορᾶς.
*4 «Conducendus aliquis , natione Graecus, licet alioguin parvum eruditus, propter nativum illum ac patrium sonum, ut castigate graeca sonari dicantur», Ἔρασμος, Echo (=Μετακαλέσατε ἄνθρωπον στὸ γένος Ἕλληνα, κᾶν ἄλλως ὀλίγον τύχῃ πεπαιδευμένος, διὰ τὸν γενέθλιον ἐκεῖνον καὶ πάτριον φθόγγον, ὥστε νὰ μανθάνηται τῶν ἕλληνικῶν ἡ προφορὰ ἀκριβὴς καὶ διαπεπονημένη, βλ. καὶ εἰκόνα).
*5 «Graecum didascalum audire decrevi, plane Graecum, vel potium bis Graecum» (=Ἄπεφάσισα νὰ ἀκούσω Ἕλληνα διδάσκαλον, τελείως Ἕλληνα ἤ μᾶλλον διπλᾶ Ἕλληνα).
ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΡΑΣΜΙΑΣ ΠΡΟΦΟΡΑΣ, ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΚΑΙ
Η ΓΝΩΜΗ ΠΕΡΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΩΔΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἐρασμιακῆς προφορᾶς διαφέρουν ἀπὸ χώρα
σὲ χώρα καὶ ἀπὸ περίοδο σὲ περίοδο. Ἡ βασικὴ ἐρασμικὴ καινοτομία εἶναι ἡ ἐκφορὰ
τῶν διφθόγγων μας διαλυτικά (αι= αϊ/ει=εϊ/ου =ο-ου/ αυ =α-ου/ οι =οϊ κοκ ), ἡ σκλήρυνσις τῶν μέσων ἀφώνων ( β=b / γ=g / δ=d ). Ἀκόμη, οἱ ὑποστηρικτές αὐτῆς τῆς προφορᾶς τὰ δασέα τὰ ὁρίζουν
ὡς ψιλὰ μὲ τὸν ἀντίστοιχον δασὺ φθόγγον μαζί (θ =τθ, τχ/ φ=πφ,πχ /χ =κχ), τὸ ζ=dz/zd. Ἐπιπλέον, τὸ -η προφέρεται ὡς ε.ε, τὸ
-υ ὡς ου (ἐφόσον τὴν δίφθογγο «ου» τὴν μεταχειρίζεται ὡς ο-ου)
καὶ ἡ δασεῖα μας προφέρεται ὡς παχύ -χ.
Παρατηρεῖται δηλαδὴ μία ἐπιβράδυνσις τοῦ ἤχου, μία ἀδυναμία
στὴν ἀναπαραγωγὴ τοῦ «tempo» ὅπως λέγεται μουσικῶς, μία προσπάθεια ἀντιστοιχήσεως τοῦ φθογγικοῦ συστήματος μίας
γλώσσης στὸ φωνητικὸ σύστημα μίας ἄλλης.
Ὅπως είπαμε ὁ Ἔρασμος ἦταν καθηγητὴς καὶ ἔπρεπε νὰ διδάξει μία ξένη γλῶσσα. Ὁ ἴδιος εἶχε καταλάβει πὼς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν κακομεταχειρίζονταν τὴν γλῶσσα τους κατὰ τὸν τρόπον ποὺ τὴν δίδασκε, ὅμως αὐτὴ ἡ φθογγικὴ ἐπιβράδυνσις καὶ ἡ διάλυσις τῶν διφθόγγων, ποὺ πρότεινε, τοὺ φαινόταν χρήσιμη γιὰ τὴν διδασκαλία τῶν ἀλλοθρόων. Καὶ ἐπειδὴ σὲ πολλοὺς «ἐρασμικοὺς» φαίνεται περίεργον αὐτό, πρέπει νὰ ποῦμε πὼς μέχρι καὶ σήμερα οἱ καθηγητὲς ξένων γλωσσών συλλαβίζουν ὁρισμένες φορὲς τὶς λέξεις -κάνοντάς τες νὰ ἀκούγονται γελοῖες- καὶ δίνουν μικρότερη σημασία στὴν ἀκριβεστάτη προφορὰ τῆς διδακτέας γλώσσης ἐστιάζοντας στὴν γραμματική, στὸ συντακτικὸν, στὴν τονικότητα καὶ στὸ λεξιλόγιον (δὲν νομίζω π.χ. οἱ γαλλομαθεῖς νὰ ξεχωρίζουν εὔκολα τὴν διαφορὰ τοῦ ἤχου τῶν e, è, é, (ë,ê) καὶ φαντάζομαι πὼς οὔτε καὶ οἱ καθηγητὲς σπαταλοῦν πολὺ χρόνον ἐκεῖ, πολλὲς φορὲς ἀκόμα καὶ ὅταν ἐπηρεάζεται ἡ ὀρθογραφία! Βλ. mener, appeler κλπ ).
Κανεὶς ὅμως «ἐρασμίτης» δὲν ἀναρωτιέται σὲ τί χρησιμεύουν στὸν Γάλλο τόσα –ε ; Παρά μόνον κατανοεῖ πὼς ὅλα ἀκούγονται σχεδὸν σὰν –ε, ἁπλῶς μὲ διαφορετικὸ κλείσιμο τῶν χειλιῶν καὶ πὼς τὸ -ê διατηρεῖται στὴν γαλλικὴ γλῶσσα μόνον γιὰ ἐτυμολογικοὺς λόγους. Κανεῖς δὲν σχολιάζει πῶς καταλαβαίνουν οἱ Γάλλοι τὴν διαφορὰ στὰ «vingt, vin, vent, vend» / «fois, foie, foi» ἤ ἀντιστοίχως οἱ Ἄγγλοι τὰ διάφορα «c,k,qu», τὴν διαφορὰ ἀνάμεσα στὰ «hi, high/ sea, see, she». Ἤ οἱ Γερμανοί τὰ «ss- sch –ß» -ἰδιαίτερα στὰ 2 τελευταῖα άκόμα καῖ οἱ ἴδιοι πλέον δὲν κυττάζουν ἄν προηγεῖται μακρὰ ἤ βραχεῖα συλλαβή-. Κανεῖς δὲν ἀναρωτιέται πῶς ξεχωρίζουν οἱ Ῥώσσοι τὰ τόσα [ζ] τους, οἱ Ἄραβες τὰ τόσα [χ] τους… Καταλήγει ὅμως μὲ μεγάλη εὐκολία στὸ συμπέρασμα πὼς οἱ Ἕλληνες προέφεραν τὰ [ι] ἐντελῶς διαφορετικὰ (λὲς καὶ αὐτοὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ παίξουν μὲ τα χείλη τους κατὰ τὴν ἐκφορά τους ἤ νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν γιὰ τὸν ἐμπλουτισμὸν τοῦ λεξιλογίου). Καταλήγει στὸ συμπέρασμα πὼς τὶς διφθόγγους τὶς διέλυαν, τὰ ἄφωνα τὰ ἔτρεπαν σὲ παρ-ἄφωνα κοκ. Καταλήγει μὲ εὐκολία πὼς ὁ Ὁλλανδὸς Ἐρασμος -ἤ οἱ βάρβαροι Λατῖνοι- προφανῶς ἤξεραν νὰ προφέρουν καλλίτερα τὰ ἑλληνικά, ἀπὸ ὄτι οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες! Καὶ ἀκόμα μία φορὰ θὰ ἐπικαλεστῶ τὰ γραφόμενα τοῦ Κ. Οἰκονόμου ὁ ὁποῖος ἔγραψε «Τί θα γινόταν ἄραγε ἄν τις Ἕλλην σπουδάσας τὰ παλαιὰ γοτθικὰ καὶ τευτονικά, αὐτόκλητος άνίστατο νὰ διδάξει τοὺς Γερμανοὺς τὴν ἀρχαίαν τῶν προγόνων τους προφοράν; »Ἀλλὰ ἐπειδὴ σὲ μερικοὺς δὲν ἀρκεῖ ἡ γνήσια προφορὰ ποὺ κληρονόμησαν, ἄς δοῦμε τί γράφει καὶ ὁ Διονύσιος Ἀλικαρνασσεὺς στὸ «Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων» (ΙΔ’) γιὰ τὴν προφορὰ τῶν φωνηέντων μας. «(τὰ φωνήεντα) Ἔστι δὴ ταῦτα τὸν ἀριθμὸν ζ, δύο μὲν βραχέα τό τε ε καὶ τὸ ο, δύο δὲ μακρὰ τό τε η καὶ τὸ ω, τρία δὲ δίχρονα τό τε α καὶ τὸ ι καὶ τὸ υ, καὶ γὰρ ἐκτείνεται ταῦτα καὶ συστέλλεται… πλὴν τὰ μὲν μακρὰ καὶ τῶν διχρόνων ἃ μακρῶς λέγεται τεταμένον λαμβάνει καὶ διηνεκῆ τὸν αὐλὸν τοῦ πνεύματος, τὰ δὲ βραχέα ἢ βραχέως λεγόμενα ἐξ ἀποκοπῆς τε καὶ μιᾷ πληγῇ ( =χτύπημα) πνεύματος καὶ τῆς ἀρτηρίας ( =τραχεῖας) ἐπὶ βραχὺ κινηθείσης ἐκφέρεται. τούτων δὴ κράτιστα μέν ἐστι καὶ φωνὴν ἡδίστην ἀποτελεῖ τά τε μακρὰ καὶ τῶν διχρόνων ὅσα μηκύνεται κατὰ τὴν ἐκφοράν, ὅτι πολὺν ἠχεῖται χρόνον καὶ τὸν τοῦ πνεύματος οὐκ ἀποκόπτει τόνον· χείρω δὲ τὰ βραχέα ἢ βραχέως λεγόμενα, ὅτι μικρόφωνά τε ἐστὶ καὶ σπανίζει τὸν ἦχον. αὐτῶν δὲ τῶν μακρῶν πάλιν εὐφωνότατον μὲν τὸ α, ὅταν ἐκτείνηται· λέγεται γὰρ ἀνοιγομένου τε τοῦ στόματος ἐπὶ πλεῖστον καὶ τοῦ πνεύματος ἄνω φερομένου πρὸς τὸν οὐρανόν. δεύτερον δὲ τὸ η, διότι κάτω τε περὶ τὴν βάσιν τῆς γλώττης ἐρείδει τὸν ἦχον ἀλλ᾽ οὐκ ἄνω, καὶ μετρίως ἀνοιγομένου τοῦ στόματος. τρίτον δὲ τὸ ω· στρογγυλίζεται γὰρ ἐν αὐτῷ τὸ στόμα καὶ περιστέλλεται τὰ χείλη τήν τε πληγὴν τὸ πνεῦμα περὶ τὸ ἀκροστόμιον ποιεῖται. ἔτι δ᾽ ἧττον τούτου τὸ υ· περὶ γὰρ αὐτὰ τὰ χείλη συστολῆς γινομένης ἀξιολόγου πνίγεται καὶ στενὸς ἐκπίπτει ὁ ἦχος. ἔσχατον δὲ πάντων τὸ ι· περὶ τοὺς ὀδόντας τε γὰρ ἡ κροῦσις τοῦ πνεύματος γίνεται μικρὸν ἀνοιγομένου τοῦ στόματος καὶ οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλῶν τὸν ἦχον. τῶν δὲ βραχέων οὐδέτερον ( =οὔτε τὸ ἕνα, οὔτε τὸ ἄλλο) μὲν εὔμορφον, ἧττον δὲ δυσειδὲς ( =λιγότερον ἄσχημο) τοῦ ε τὸ ο· διίστησι γὰρ τὸ στόμα κρεῖττον θατέρου καὶ τὴν πληγὴν λαμβάνει περὶ τὴν ἀρτηρίαν μᾶλλον».
Ἐν ὀλίγοις, ἡ διαφορὰ στὰ μακρὰ καὶ στὰ βραχέα ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἀνεπαίσθητη παράτασιν ποὺ δίνουμε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκπνοῆς. Τέτοιου εἴδους παράτασιν ἀκοῦμε ἀκόμα κυρίως στὰ νησιά μας, ὅπως στὴν Κύπρο, σὲ μερικὰ χωριὰ τῶν Δωδεκανήσων, τῆς Κρήτης, ὅπου ἀκόμα θαρρεῖς καὶ τοὺς ἀκοὺς νὰ τραγουδοῦν παρὰ νὰ μιλοῦν. Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ εἰπωθεῖ πὼς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καταλάβαιναν ἀκόμα καὶ τὸ 1/64 τῆς νότας καὶ δὲν τοὺς ξέφευγε οὔτε ἡ περίσπασις αὐτῆς τῆς ἐκπνοῆς*6.
Έπιπλέον, τὸ «ο» προφέρεται κοφτά, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ «ω» ποὺ γράφει πὼς τὸ προέφεραν μὲ πιὸ στρογγυλεμένα καὶ σφιχτὰ χείλη, ποὺ «ἔπνιγαν» το πνεῦμα. Κάτι σὰν νὰ σουφρώνεις τὰ χείλη, γι’αὐτὸ προφανῶς γράφει πὼς ὁ ἀέρας χτυποῦσε στὸ ἀκροστόμιο καὶ γι’αὐτὸ προφανῶς μέχρι καὶ σήμερα ἐναλλάσσεται μὲ τὴν δίφθογγο –ου (κώδων-κουδούνι, κώνωψ-κουνούπι κοκ). Καὶ μέχρι σήμερα ἀλλοιῶς προφέρει κανεὶς τὸ γρήγορο καὶ κοφτὸ «κο-κο-κο» τῆς κότας καὶ ἀλλοιῶς ἐκφέρει τὸ «πω πω» δυσανασχετώντας! Σὲ καμμία ὅμως περίπτωσιν δὲν κόβει τὴν πνοή του στὰ 2, οὔτε κάθεται νὰ μετρήσει τὰ δευτερόλεπτα, ὅπως κάνουν πολλοὶ ἐρασμῖτες προφέροντας «πο-ο, πο-ο».
Τὸ «η» γράφει πὼς προεφέρετο μετρίως ἀνοιγομένου τοῦ στόματος. Πολὺ ἁπλὰ τὸ «πατοῦσαν» πιὸ ἐλαφρῶς ἀφ’ὅτι τὸ -ι. Ἦταν δηλαδὴ κάτι ἀνάμεσα στὸ -ι καὶ στὸ -ε, κλίνοντας περισσότερον στὸ [ι]. Σὰν νὰ προσπαθεῖς νὰ πεῖς [ε] ἔχοντας τὴν στοματικὴ κοιλότητα σὲ θέσι [ι], κάτι σὰν τὸ γαλλικό –é –ποὺ σχεδὸν ἀκούγεται σὰν [ι], ἀλλὰ άκόμα πιὸ [ι] (βλ. σίδερον-σίδηρον, ξερός-ξηρός, πόνεμα-πόνημα, ἡμέτερον-ἑμέτερον, στεναχωρημένος-στεναχωρεμένος). Συνεπῶς, ἀποκλείεται τὸ διπλὸ [εε] τοῦ Ἐράσμου, τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ μεγάλο ἄνοιγμα τοῦ στόματος. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ παρουσία ἀνορθόγραφων ἐπιγραφῶν, ποὺ οἱ λέξεις «ΗΦΑΙΣΤΙΑΔΗΣ, ΑΘΗΝΑ, ΑΡΗΣ» εἶναι γραμμένες «ΙΦΑΙΣΤΙΑΔΙΣ, ΑΘΙΝΑ, ΑΡΙΣ», ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἐπιγραφὲς ποὺ τὸ -ε ἀντικαθιστᾶ τὸ -η, τὸ ὁποῖον πρὸ τοῦ 403 π.Χ ἐκτελοῦσε χρέη πνεύματος.
Τὸ «υ» γράφει πὼς προφέρεται μὲ δυνατὰ σουφρωμένα τὰ χείλη καὶ ὁ ἦχος βγαίνει περιορισμένος καὶ πνιγμένος. Σὰν νὰ προσπαθεῖς νὰ πεῖς [ι] μὲ χείλη σὲ θέσι [ο]. Προφανῶς, κάτι σὰν τὸ γαλλικό –u, ἀλλὰ πολὺ πιὸ ἀνεπαίσθητο, διότι τότε δὲν θὰ εἶχε νόημα τὸ λογοπαίγνιο τοῦ Δημοσθένους «Ἀισχίνης οὐκ αἰσχύνην ἔχει». Βεβαίως τὴν λεπτὴν του αὐτὴν διαφοροποίησι ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα [ι] δὲν τὴν ἀντιλήφθηκαν οἱ δυτικοὶ καὶ ἀλλοῦ τὸ ὕψιλόν μας, τὸ μετέγραφαν ὡς [ι] ( fio, frigo ἀντὶ φύω, φρύγω) κι ἀλλοῦ ὡς [ου] ( duo, sus ἀντὶ δύο, σύς). Ἀλλοῦ πάλι χρησιμοποιοῦσαν τὸ - y καὶ ἔγραφαν π.χ satyrus τὸν σάτυρον.
Τέλος, γράφει πὼς τὸ [ι] προφέρεται πάλι μὲ ὄχι πολὺ ἀνοιγόμενο τὸ στόμα, προφανῶς ΚΑΙ ΑΥΤΟ, ὅπως ἀκριβῶς σήμερα.
Βέβαια, γιὰ νὰ καταλάβει κανεῖς αὐτὲς τὶς μικροδιαφορὲς, ἔπρεπε νὰ ἔχει τρομερὰ ἐκπαιδευμένο αὐτί. Πολλὲς φορὲς καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἀρχαῖοι βλέπουμε πὼς μεταλλάσσουν μεταξύ τους τὰ [ι] προφανῶς διότι ἀκούγονται σχεδὸν τὸ ἴδιο (Βαβυλὼν καὶ Βαβηλών > Βῆλος, τυρός-τηρός > τηρῶ, Βύβλος -Βίβλος > φύω, σκηρός-σκυρός-σκίρον-Σκείρων κοκ) καὶ μεταξὺ διαλέκτων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἐμπλουτισμὸν τοῦ λεξιλογίου.
Σχετικὰ μὲ τὶς διφθόγγους, πρέπει νὰ ἴσχυε κάτι παρόμοιο, διαφορετικὰ δὲν ἐξηγοῦνται πολλὰ πράγματα. Πρῶτον, ὁ διαχωρισμός τους παραβιάζει ἕναν κανόνα τῆς ἑλληνικῆς προσωδίας, ποὺ καταλαβαίνει ἀκόμα κι ἕνα μικρὸ παιδί, πὼς
ΚΑΜΜΙΑ ΛΕΞΙΣ ΔΕΝ ΤΟΝΙΖΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑ
Πῶς θὰ προφερθοῦν λέξεις ὅπως «ὅμοιος, Ἀκαδήμεια, παιδεύεσθαι, ἔποικοι» ἄν τὶς προφέρει κάποιος ἐρασμικῶς «χό-μο-ι-ος, Α-κα-ντέ-ε-με-ι-α, πα-ι-ντε-ο-ύ-εσθ-α-ι , έ-πο-ι-κο-ι» ;
Γιὰ νὰ δικαιολογήσει αὐτὸ τὸ φάλτσο ἄτοπον ὁ «φιλόσοφος» Ἰσαάκ Γιόχαν Βόσσιους στὸ ἔργον του «DE VIRIBUS RYTHMI» ( =Περὶ τῆς σημασίας τῶν ῥυθμῶν) ὑπεστήριξε πὼς οἱ τόνοι στὰ ἑλληνικὰ δὲν ἔχουν καμμία σχέσιν μὲ τὴν πραγματικὴ ἐκφώνησιν! Ἰσχυρίστηκε δὲ πὼς τὰ ἑλληνικὰ πρέπει νὰ τὰ τονίζουμε ὅπως τὰ λατινικά! Νὰ προφέρουμε δηλαδή «αντρόοπος», «λάντανοο» ἀντὶ «ἄνθρωπος, λανθάνω» κοκ.
Προφανῶς ΚΑΙ αὐτὸς, εἶχε ἄγνοια καὶ τῆς ἑλληνικῆς αὐδῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς γνώμης (μετὰ γνώσεως) τῶν ὁμιλοῦντων αὐτῆς, ὅπως ῆταν παραδείγματος χάριν:
1.ὁ
Διονύσιος ὁ Θρᾶξ ποὺ στὴν «ΤΕΧΝΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ» ἔγραφε: «Τόνος
ἐστὶ φωνῆς ἀπήχησις ἐναρμονίου, ἢ κατὰ ἀνάτασιν ἐν τῇ ὀξείᾳ, ἢ κατὰ ὁμαλισμὸν
ἐν τῇ βαρείᾳ, ἢ κατά περίκλασιν ἐν τῇ περισπωμένῃ» καὶ «Ἀνάγνωσίς ἐστι ποιημάτων ἢ συγγραμμάτων ἀδιάπτωτος
προφορά. Ἀναγνωστέον δὲ καθ᾽ ὑπόκρισιν, κατὰ προσῳδίαν, κατὰ διαστολήν· ἐκ μὲν
γὰρ τῆς ὑποκρίσεως τὴν ἀρετήν, ἐκ δὲ τῆς προσῳδίας τὴν τέχνην, ἐκ δὲ τῆς
διαστολῆς τὸν περιεχόμενον νοῦν ὁρῶμεν· ἵνα τὴν μὲν τραγῳδίαν ἡρωϊκῶς
ἀναγνῶμεν, τὴν δὲ κωμῳδίαν βιωτικῶς, τὰ δὲ ἐλεγεῖα λιγυρῶς, τὸ δὲ ἔπος ἐντόνως,
τὴν δὲ λυρικὴν ποίησιν ἐμμελῶς, τοὺς δὲ οἴκτους ὑφειμένως καὶ γοερῶς».
2.ὁ Πορφύριος: «Τόνος ἐστὶν ἐπίτασις ἤ ἄνεσις ἤ μεσότης συλλαβῶν εὐφωνία ἔχουσα».
3.ὁ Αἴλιος Ἡρωδιανός ποὺ στὴν «ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΠΡΟΣΩΔΙΑ» ἔγραφε: «Προσωδία ἐστὶ ποία τάσις ἐγγραμμάτου φωνῆς ὑγιοῦς, κατὰ τὸ ἀπαγγελτικὸν τῆς λέξεως, ἐκφερομένη… λόγον».
4.οἱ Ἀλεξανδρινοὶ λογίοι ποὺ ἔθεσαν τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, κατέχοντες τὸν κυματισμὸν καὶ τὴν πνοὴ τῆς ἑλληνίδος φωνῆς.
5.ὁ Πλάτων ποὺ στὴν «Πολιτεία» (549,Β) του παραλληλίζει
τὸν μελωδικὸν λόγον μὲ ἄριστον φύλακα («Λόγου, ἦν δ᾽ ἐγώ,
μουσικῇ κεκραμένου· ὃς μόνος ἐγγενόμενος σωτὴρ ἀρετῆς διὰ βίου ἐνοικεῖ τῷ ἔχοντι»). Καὶ ὁ ὁποῖος στὸν «Λάχην» (14) άναφέρει «ἥπερ μόνη ἡ ἑλληνικὴ
ἐστὶν ἁρμονία».
6.ὁ Διονύσιος ὁ Ἀλικαρνασσεύς
ποὺ στὸ «Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων» (ΙΑ’, 40) γράφει: «μουσικὴ γάρ τις ἦν καὶ ἡ τῶν
πολιτικῶν λόγων ἐπιστήμη τῷ ποσῷ διαλλάττουσα τῆς ἐν ᾠδῇ καὶ ὀργάνοις, οὐχὶ τῷ
ποιῷ· καὶ γὰρ ἐν ταύτῃ καὶ μέλος ἔχουσιν αἱ λέξεις καὶ ῥυθμὸν καὶ μεταβολὴν καὶ
πρέπον, ὥστε καὶ ἐπὶ ταύτης ἡ ἀκοὴ τέρπεται μὲν τοῖς μέλεσιν, ἄγεται δὲ τοῖς ῥυθμοῖς,
ἀσπάζεται δὲ τὰς μεταβολάς, ποθεῖ δ᾽ ἐπὶ πάντων τὸ οἰκεῖον, ἡ δὲ διαλλαγὴ κατὰ
τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον».
7.ὁ
Κλαύδιος Πτολεμαῖος ποὺ στὴν «ΜΟΥΣΙΚΑ» (13/ 20) ἀναφέρει: «Λόγοι δέ εἰσι ῥυθμικοί,
καθ’οὕς συνίστανται οἱ ῥυθμοί…παιωνικόν»/ «Τρία εἰσὶ τὰ ῥυθμιζόμενα, λέξις,
μέλος, κίνησις σωματική, ὥστε διαιρήσει τὸν χρόνον ἡ μὲν λέξις τοῖς αὐτῆς
μέρεσι, οἷον γράμμασι καὶ συλλαβαῖς καὶ ῥήμασι καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις. Τὸ δὲ
μέλος τοῖς ἑαυτοῦ φθόγγοις τε καὶ διαστήμασι. Ἡ δὲ κίνησις σημείοις τε καῖ
σχήμασι καὶ εἴ τι τοιοῦτόν ἐστι κινήσεως μέρος, περὶ τούτοις ἐστὶν ὁ ῥυθμός».
8.ὁ
Πυθαγόρας, ὁ ὁποῖος προτιμοῦσε τὴν δωρικὴ διάλεκτον, γιὰ τὸν ἰδιάζοντα ἁρμονικὸν
ἤχον της («τὴν δώριον διάλεκτον ἐναρμόνιον εἶναι»), διότι θεωροῦσε
πὼς ὡς ἀρχαιοτέρα, θὰ εἶναι καὶ τελειοτέρα!
9.ὁ
Ἀρχίλοχος, ὁ Βακχυλίδης καὶ ὁ Ἀριστόξενος ποὺ συνοψίζουν πὼς οἱ Ἕλληνες διὰ τοῦ
λόγου τραγουδοῦσαν καὶ διὰ τοῦ τραγουδιοῦ, μιλοῦσαν.
10.ὁ Κικέρων, ὁ ὁποῖος στὸ «Περὶ Ῥήτορος» (3, 44) παρατηρεῖ: «Οἱ Ἕλληνες λίγο ἔλειψε νὰ κάνουν στίχους καὶ τὸν πεζὸ λόγο, τόσο πολὺ τοὺς ἄρεσε ὁ ἁρμονικὸς λόγος».
11.ὁ
Ἀριστοτέλης ποὺ στὸ «Περὶ ποιητικῆς» δίνοντας τὸν ὁρισμὸν τῆς
τραγωδίας ἀναφέρεται σὲ «ἡδυσμένον λόγον» (βλ. φωτογραφίες). Τί εἴδους
γλυκὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ εἶναι σκληρὸς καὶ κοφτός; Διότι δὲν γνωρίζω πολλοὺς ποὺ
νὰ χαρακτηρίζουν γλῶσσες ἄτονες ἤ παράτονες καὶ δὴ μὲ b,d,g, γλυκές καὶ καλόηχες. Σὲ ἄλλο
σημεῖον (6,1449,35) γράφει «λέγω λέξιν μὲν αὐτὴν τὴν τῶν μέτρων
σύνθεσιν».
12. ὁ Ποσειδώνιος ποὺ λέει γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα «πᾶσιν πάντα μουσικῶς συνήρμοσε καὶ συνέδεσε».
13. ὁ Πλούταρχος ποὺ ἔλεγε γιὰ τὸν Περικλὴ πὼς ἔχει «ἁρμόζοντα λόγον, ὥσπερ ὄργανον μουσικόν».
14.ὁ
Θέων ὁ Σμυρναῖος ποὺ γράφει πὼς «φθόγγος ἐστὶν φωνῆς ἐναρμονίου
τάσις».
15.ὁ
Δημόκριτος ὁ ὁποῖος συνέγραψε ὁλόκληρον βιβλίον «Περὶ εὐφώνων καὶ
δυσφώνων γραμμάτων»
…καὶ ἄλλες πάμπολλες παραπομπές… χρόνο να’χει κανεὶς νὰ
ψάχνει!
Δεύτερον πῶς θὰ προφέρει κάποιος λέξεις/ φράσεις ὅπως «Αἰαία, ὑγιεία, ἡοίη, αἰεί, Εὐμαίοιο, Νεμειαίοιο, εὐοί εὐάν»; («Πόσος σπασμὸς σιαγόνων χρειάζεται ὥστε νὰ προφέρει τὶς ἕναν πολυδίφθογγον στίχον καὶ μάλιστα ἐνῶ βιάζεται νὰ φυλάξη καὶ τοῦ μέτρου τὸν ῥυθμόν «Αὔραις ἠοίαις εὔρε ἡδείαις πνοιαῖς»»; Κ. Οἰκονόμου ).
(Ἴσως νὰ ἦταν αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ ὁ μεγαλύτερος Γερμανός φιλόλογος τῆς Ἀναγεννήσεως, Ῥόυχλιν, κατέληξε πὼς «ὀρθὴ προφορὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ διατηρήθηκε στὰ χείλη τῶν Ἑλλήνων». Μέχρι σήμερα ἡ παραδοσιακὴ προφορὰ στὴν Εὐρώπη, ὀνομάζεται Ροϋχλιάνα –οὔτε κάν ἑλληνική- ! Ἴσως, ἀκούγοντας τέτοιες βαρβαρότητες, ὁ ἐπίσκοπος Βιντονιένσις ἀπηγόρευσε τὴν ἐρασμιακὴ προφορά, ἀπειλώντας μὲ ἀφορισμὸ ὅποιον τολμήσει νὰ τὴν χρησιμοποιήσει. Ὁ ἑλληνιστὴς Ντ’Αρτῶ, ἡ ἱταλικὴ ἐγκυκλοπαίδεια Τρεκάνι, ἡ γαλλικὴ καὶ ἡ οὐγγρικὴ Ἀκαδημία καὶ πολλοὶ ἀκόμη ἑλληνιστὲς τὴν ἀπεκήρυξαν! )
Τρίτον, ἄραγε οἱ Ἀλεξανδρινοὶ λόγιοι ποὺ ἔθεσαν τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα στὶς λέξεις, γιατί τὰ ἔθεταν στὸ δεύτερο γράμμα τῆς διφθόγγου; Μήπως γιατὶ αἰώνες πρὶν τὸν Ἔρασμο ἄκουγαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πὼς προφέρονται σὰν ἕνας φθόγγος καὶ ὄχι σπαστά; Ποιό τὸ νόημα τῶν διαλυτικῶν, ἄν ὅλες οἱ δίγθογγοι προφέρονταν διαλυμένες, ὅπως θέλει ἡ ἐράσμια κακοφωνία;
Τέταρτον, πῶς ἐξηγεῖται ἡ ἀνορθογραφία σὲ ἐπιγραφὲς τῶν λέξεων «πατὴρ καὶ ἀνήρ ὡς πατεὶρ καὶ ἀνείρ» ἄν πράγματι προφέρονταν διαλυτικά; Πῶς ἐξηγοῦνται ἡ Σαπφώ ποὺ γράφει «κῆνος» ἀντί κεῖνος καὶ μάλιστα στὸ δικό της μέτρο, τὸ ἑνδεκασύλλαβο, τὸ δακτυλικὸ ἑξάμετρο τοῦ Ὁμήρου, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπολοιπα μέτρα ποὺ χάνουν κάθε λόγον ὑπάρξεως; Πῶς στὸ καλὸ ἐξηγοῦνται οἱ κράσεις καὶ οἱ συνιζήσεις, οἱ συναιρέσεις καὶ ὅποιο ἄλλο φθογγικὸ πάθος ποὺ ἀφορὰ στὴν συναλοιφὴ δύο (2) φθόγγων σὲ μία; Γιατὶ δὲν γίνεται γραπτῶς ἔγκλισις τοῦ τόνου, ὅταν ἀκολουθεῖ ἐγκλιτικὸ λέξεως παροξυτόνου, ληγούσης σὲ δίφθογγον ἤ μακρὰ συλλαβήν; … Ἀλλὰ περισσότερον ἐνδιαφέρον ἔχει μία ἐξήγησις ἀπὸ τοὺς στηρίζοντας τὴν ἐρασμιακὴ προφορά, γιατί ὁ ἴδιος ὁ Ἐρασμος τὸ βιβλίον του «ἘγχΕΙρίδιον τοῦ χριστιανοῦ στρατιώτου» τὸ γράφει ὡς «ENCHIRIDION» καὶ ὄχι ὡς «EGCHEIRIDHION» ;
Ἔπειτα, γιατί ἐπιτρέπεται στοὺς Ἄγγλους, Γάλλους κλπ νὰ προφέρουν τὶς διφθόγγους ὡς μία (π.χ mais,chaud, air) καὶ ὄχι καὶ σὲ ἑμᾶς;
Μήπως λοιπὸν οἱ δίφθογγοι συμβολίζουν τὴν ἱστορία καὶ ἐτυμολογία μίας λέξεως ( ὅπως εἴπαμε νωρίτερα γιὰ τὸ γαλλικό -ê ) καὶ δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν προφορά; Μήπως βοηθοῦν τὰ διαφορετικὰ θέματα (βλ. ῥῆμα «λείπω», εἴρω < Ἴρις, ἔρως, ἥρως ) νὰ ἐμπλουτιστεῖ τὸ λεξιλόγιον; Μήπως ἦταν τόσο ταχεῖα ἡ ἐκφώνησίς τους ποὺ δὲν δυνάμεθα νὰ τὶς διασπάσουμε; Ἄλλωστε ἀκόμη καὶ οἱ βαρβαρόφωνοι Λατῖνοι τὴν ὀνομαστικὴ πληθυντικοῦ τους στὰ πρωτόκλιτα θηλυκά (π.χ αἱ τράπεζΑΙ) –ποὺ ΚΑΙ αὐτὴν τὴν πῆραν ἀπὸ ἑμᾶς- τὴν μετέγραψαν μὲ -ae, καὶ τὴν προέφεραν –ε (π.χ terrae [τέρε]), φαινόμενον τὸ ὁποῖον συναντᾶμε μέχρι καὶ σήμερα στὰ διάφορα Aeneas, Aegean, Önologien, œnologue κοκ. Καὶ γενικότερα ὅλες τὶς διφθόγγους τὶς ἀπέδωσαν στὴν γλῶσσα τους, ὅπως τὶς προφέρουμε μέχρι σήμερα. Γράφουν «EVAGORAS, EVANGELIUM, AESCHYLUS, AEGYPTUS» κι ἔτσι τὶς παρέλαβαν ὅλοι οἱ Εὐρωπαῖοι, οἱ ὁποῖοι μέχρι σήμερα προφέρουν τὴν Αἴγυπτο φέρ’εἰπεῖν με [ε] («EGYPTE» οἱ Γάλλοι, «EGITTO» οἱ Ἰταλοί, «EGIPTO» οἱ Ἰσπανοί, τὸ ἴδιο καὶ οἱ Γερμανοί «AEGYPTEN» κοκ ).
Κι ἄς μὴ ξεχνᾶμε τὸν Θουκυδίδη, ὁ ὁποῖος περιγράφοντας στὶς «Ἱστορίες» του τὴν τρομερὴ ἐπιδημία ποὺ χτύπησε τὴν πόλιν του, γράφει πὼς οἱ Ἀθηναῖοι θυμήθηκαν ἕναν παλαιότερο στίχο ποὺ ἔλεγε πὼς θὰ ἔρθει λοιμὸς μαζὶ μὲ τὸν δωρικὸ πόλεμο. Καὶ μάλιστα «ἐγένετο οὖν ἔρις» ὅπως γράφει γιὰ καιρὸ μεταξύ τους, γιὰ τὸ ἄν ὁ στίχος ἐννοοῦσε λΟΙμὸς ἤ λΙμός;
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Λατῖνοι λέξεις ὅπως Fοίκος, Fοίνος, τὶς μετέγραψαν ὡς VICUS, VINUS. Ἄρα καὶ αὐτοὶ ἄκουγαν τὸ -οι ὁμόηχο τοῦ -ι. Παρόμοια μαρτυρία ὑπάρχει καὶ γιὰ τὸ -αι καὶ πάλι ἀπὸ ἀρχαῖο χρησμό ( τὴν ἔκφρασιν χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀριστοτέλης στὰ Ἡθικὰ Νικομάχεια , Γ,2,6 καὶ Β,3,6 ) : «πολλὰ κενὰ πολέμου». Διχογνωμίες καὶ πάλι τῶν Ἀθηναίων γιὰ αὐτὸν τὸν χρησμό. Τί ἐννοεῖ τὸ μαντεῖον; Ἐλλείψεις (κενά) ἤ καινοφανὴ πράγματα (καινά) ;
Ἄς μὴ ξεχνᾶμε ὅμως καὶ τὸν ἀθυρόστομον Ἀριστοφάνη, ὁ ὁποῖος στὴν Λυσιστράτη ἐκχυδαΐζει μὲ χιουμοριστικὸ τρόπο τὸ ὄνομα
τοῦ Παιονίδη Κινησία, ἀφήνοντας νὰ ἐννοηθεῖ ἄν ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ «παίω» ( =χτυπῶ ) ἤ ἐκ τοῦ «πέος». Διασώζεται ἐπίσης
καὶ ἐπιγραφὴ μὲ χαιρετισμὸ πρὸς τὸν Πειραιώτη Μούνιχον, ἡ ὁποία γράφει : «ΧΕΡΕ ΜΟΥΝΙΧΕ», ἀντί «χαῖρε».
Ἔπειτα, ὡς πρὸς τὸ -ει εἶναι γνωστὸ
τὸ ὄστρακο μὲ τὸ ἄνορθόγραφα γραμμένο ὄνομα τοῦ Ἀριστείδου, τὸ «στει» μὲ ἰώτα! Προφανῶς ὁ Ἀθηναῖος πολίτης ποὺ ἤθελε τὸν ἐξοστρακισμὸν τοῦ Ἀριστείδου,
ἐφήρμοσε φωνητικὴ γραφή. Ἐπίσης ἔχουν
διασωθεῖ ἄπειρες πινακίδες γεγραμμένες ἀνορθόγραφα, ὅπως «σωτείρ, Σάρδις
( Ἡροδ. Ε, 105), ἐν τῆ πόλι (Δ, 374), αΐ ( ἀντὶ ἀεί)» κλπ. Ὅπως ἐπίσης καὶ λέξεις
μὲ -ει πέρασαν στοὺς Λατίνους μὲ -ι, διότι προφανῶς ει =ι, π.χ ἡ εἰκών
μετεγράφη ὡς ICON, ὁ
Κλεῖτος «CLITUS»,
ἡ Ἀλεξάνδρεια «ALEXANDRIA»,
ὁ Γραικός «GRAECUS».
Ἀναφέρει δὲ ὁ Σωκράτης στὸν «Κρατύλον» (426) τοῦ Πλάτωνος : «οὐ γὰρ ἦτα ἐχρώμεθα ἀλλὰ εἶ τὸ παλαιόν».
*6[ βλ. ἠθοποιὸν Ἡγέλοχον, ὁ ὁποῖος πέραν τοῦ ὅτι ἀπεδοκιμάστηκε ἐντόνως ἀπὸ τὸ κοινόν, γελοιοποιήθηκε καὶ ἀπὸ ἀρκετοὺς συγγραφεῖς μετὰ τὸ λάθος του, νὰ τοὺ ξεφύγει ὁ τόνος καὶ ἀντὶ νὰ πεῖ μὲ ὀξεῖα «γαλήν’ὁρῶ» ( =βλέπω γαλήνη/ἥρεμη θάλασσα) προέφερε περισπωμένη «γαλῆν ὁρῶ» ( =βλέπω γάτα) (Ἀριστοφάνους Βάτραχοι, 304/ Εὐριπίδου Ὀρέστης, 279) ἤ στὸ ἴδιο ἔργον τοῦ Εὐριπίδου στ. 140, ὅπου σύμφωνα μὲ τον Διονύσιο τὸν Ἀλικαρνασσέα, στὸ «Περὶ συνθέσεως ὀνοματων», (ΙΑ’, 42) ὁ Εὐριπίδης παίζει μὲ τὶς λέξεις «σίγα/σῖγα» (βλ. φωτογραφίες )] .
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΥΜΦΩΝΩΝ
«Ἡ
μετρικὴ τῆς γλώσσας ἀποτελεῖ πραγματικὸ ἐνορχηστρωτικὸ ἄθλο…τέτοια γλῶσσα
καμωμένη νὰ μιλιέται ἀπὸ θεούς, ἐκακόπαθε
στὸ στόμα τῶν ἀνθρώπων», (Διον. Ῥώμας, Περίπλους)
Ἄλλο ἕνα χαρακτηριστικὸ τῆς ἐράσμιας παραφωνίας εἶναι πὼς
οἱ Ἕλληνες τὰ μέσα ἄφωνα (β,γ,δ) δὲν τὰ προέφεραν, ὅπως τὰ κληρονομήσαμε ἑμεῖς
μέχρι σήμερα, ἀλλὰ ὅπως τὰ προφέρουν μέχρι καὶ σήμερα οἱ ἀλλόθροοι, ὡς b,d,g.
Τὰ «ἀδιάσειστα» ἐπιχειρήματά τους γι’αὐτὴν
τὴν δυσαρμονία τοῦ -β εἶναι 2 (καὶ τὸ -β προφανῶς συμπαρασύρει καὶ τὰ ὑπόλοιπα
μέσα ἄφωνα). Τὸ ἕνα εἶναι πὼς ἡ μεταγραφὴ τῶν λέξεών μας ποὺ περιέχουν -β, στοὺς
Λατίνους ἔγινε μὲ τὸ γράμμα «b». Τὸ ἄλλο εἶναι μία φράσις ἀπὸ ἕνα
ἔργο τοῦ 5ου αι. π.Χ, τὸ «Διονυσαλέξανδρος» τοῦ
Κρατίνου στὸ ὁποῖον ἀναφέρεται ἡ φράσις «ὁ δ’ἠλίθιος ὥσπερ πρόβατον βῆ,
βῆ λέγων βαδίζει».
Κάποιος λοιπὸν
πρέπει νὰ τοὺς πεῖ πὼς:
1.Οἱ Λατῖνοι μετέγραψαν τὶς ἐμπεριέχουσες τὸ -β λέξεις
μας, ὄχι μόνον μὲ τὸ -b, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ -v ( βόλω-volo, βίFω-vivo,
βαίνω-venio, βάδω-vado, ὄροβον-ervum).
Ἀκόμα, ἔτρεψαν καὶ τὸ δίγαμμά μας, αὐτὸ ποὺ ἑμεῖς στὶς διφθόγγους μας τρέψαμε σὲ
-υ (καθ’ὅτι δὲν ἦταν οὔτε –β, οὔτε –φ ), σὲ -v ( π.χ Fις-vis).
Καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Οἰκονόμου –τὸ 1833-, «Ἐκ δὲ τούτων πάντων
φαίνεται πιθανώτατον, ὅτι εἰς τὴν ἀρχαίαν λατινικήν (τὴν θυγατέρα τῆς αἰολικῆς) ἐπροφέρετο τὸ -b ὡς τὸ καθ’ἡμᾶς ἑλληνικὸν -β,
ἐν ὅσῳ ἐπεκράτει εἰς τὸ Λάτιον ἀκραιφνὴς ἡ τῶν ἀποικησάντων Αἰολέων προφορά.
Μετὰ δὲ ταῦτα, μεταδιδομένης τῆς λατινικῆς φωνῆς καὶ εἰς τοὺς ἄλλους
βαρβαροφώνους κατοίκους τῆς Ἰταλίας, ἐπετραχύνετο κατὰ τὴν τούτων προφορὰ καὶ
μετέπιπτο εἰς τὸν ἦχον τοῦ [b]. Γι’αὐτό, βλέπουμε εἰς ἀρχαίας ἐπιγραφὰς
μεταλαμβανομένον τὸ -b ἀντὶ τοῦ -v, οἶον
bixit, serbus, amabile ἀντὶ vixit, servus,
amavile. Ἴχνη φανερὰ τῆς τοιαύτης ἀρχαίας προφορὰς τοῦ -b ἔμειναν
εἰς τὴν ἰσπανικὴ καὶ στὴν γλῶσσα τῶν Γασκόνων, ΟΘΕΝ ΚΑΙ ΕΞ ΑΥΤΩΝ ΕΙΣ ΤΩΝ
ΕΡΑΣΜΙΤΩΝ, Ο ΚΕΡΑΤΙΝΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΗΝΑΓΚΑΣΘΗ ΝΑ ΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΟΤΙ Η ΑΡΧΑΙΟΤΑΤΗ ΤΟΥ
ΛΑΤΙΝΙΚΟΥ –Β ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΔΕΝ ΗΤΟ ΤΟΣΟ ΕΝΤΟΝΟΣ ΚΑΙ ΒΟΜΒΗΡΑ, ΟΠΩΣ ΠΡΟΦΕΡΕΤΑΙ ΤΩΡΑ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΕΩΤΕΡΟΥΣ»!
…Ἐπὶ δὲ τοῦ Νουμά, γράφει ὁ Πλούταρχος, «ΤΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΗΣΑΝ ΜΑΛΛΟΝ Ἠ ΑΝΑΚΕΚΡΑΜΜΕΝΑ ΤΟΙΣ ΛΑΤΙΝΟΙΣ…ΕΠΕΧΥΘΗΣΑΝ ΔΕ ΕΙΣ
ΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΚΗΝ ΚΑΙ ΒΑΡΒΑΡΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ, ΔΙΑ ΤΟΥΤΟΝ ΚΑΙ Ο ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ
ΕΙΠΕ ΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΚΗΝ ΟΥΤΕ ΑΚΡΩΣ ΒΑΡΒΑΡΟΝ ΟΥΤ’ΑΠΗΡΤΗΣΜΕΝΩΣ ΕΛΛΑΔΑΝ ΦΩΝΗΝ, ΜΙΚΤΗΝ
ΔΕ ΤΙΝΑ ΕΞ ΑΜΦΟΙΝ, ΕΙΣ ΕΣΤΙΝ Η ΠΛΕΙΩΝ ΑΙΟΛΙΣ».
Οἱ Ἰσπανοὶ μέχρι σήμερα κρατοῦν αὐτὴν τὴν ἐλαφρὰ
δάσυνσιν τοῦ -β καὶ λένε bestia, bacca (βεστία, βάκα), οἱ
Τεύτονες χρησιμοποιοῦν ἐλαφρὺ -w ἀντὶ -b ( wringen
-bringen).
Ὁ Κικέρων γράφει «ini» τὸ «βίνει», θέλοντας νὰ τὸ παραβάλει μὲ τὰ «πίνει» καί «φθίνει».
2.Οἱ Λατῖνοι μεταγράφουν καὶ τὸ άκόμη ψιλότερο «π» μὲ τὸ -b ( ἀπὸ-ab, ὑπὸ-sub, πυξός-buxus,
πυρρός- burrus, παττῶ-batto ), ἀλλὰ καὶ τὸ δασύτατο -φ
( ἀλφός-albus, νεφέλη-nebula, νύφω-nubo ).
Διότι δὲν ἐννόησαν οἱ μεμειχθέντες βάρβαροι αὐτὸ ποὺ
γράφει ὁ Διονύσιος ὁ Θρᾶξ στὴν «Τέχνη Γραμματική» ( 2ος
αι. π. Χ) του : «ἄφωνα δέ ἐστιν ἐννέα· β γ δ
κ π τ θ φ χ. ἄφωνα δὲ λέγεται, ὅτι μᾶλλον τῶν ἄλλων ἐστὶν κακόφωνα, ὥσπερ ἄφωνον
λέγομεν τὸν τραγῳδὸν τὸν κακόφωνον. τούτων ψιλὰ μέν ἐστι τρία, κ π τ, δασέα
τρία, θ φ χ, μέσα δὲ τούτων τρία, β γ δ. μέσα δὲ εἴρηται, ὅτι τῶν μὲν ψιλῶν ἐστι
δασύτερα, τῶν δὲ δασέων ψιλώτερα. καὶ ἔστι τὸ μὲν β μέσον τοῦ π καὶ φ, τὸ δὲ γ
μέσον τοῦ κ καὶ χ, τὸ δὲ δ μέσον τοῦ θ καὶ τ. ἀντιστοιχεῖ δὲ τὰ δασέα τοῖς ψιλοῖς,
τῷ μὲν π τὸ φ, οὕτως».
ἤ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀλικαρνασσεὺς ( Κ.Οἰκονόμου) «π,β,φ ἐκφωνοῦνται ὁμοίω τῶ σχήματι, ὅταν δὲ στόματος πιεσθέντος, τὸ
προβαλλόμενον ἐκ τῆς άρτηρίας πνεῦμα λύση τὸν δεσμὸν αὐτοῦ…δασὺ μὲν τὸ «φ», μέσον δὲ ἄμφοιν τὸ «β», τοῦ μὲν γὰρ ψιλώτερον ἔστι
τοῦ δὲ «π» δασύτερον, ὥστε τὸ - b μένει μήτε δασὺ ὡς τὸ «φ», μήτε μέσον ὡς τὸ «β», ἀλλὰ ψιλὸν ὡς τὸ «π» καὶ ἐν αὐτῶ συνεφθαρμένον μετὰ τοῦ μάλιστα καὶ αὐτοῦ τὰ χείλη
συνθλίβοντος -μ».
Τὸ δὲ
-γ προφέρεται «ἀνισταμένης κατὰ τὸν οὐρανὸν καὶ τῆς ἀρτηρίας ( =τραχείας)
ὑπηχούσης τῶ πνεύματι, οὔτε ψιλῶς ὡς τὸ -κ , οὔτε δασέως ὡς τὸ -χ, ἀλλὰ μετρίως
καὶ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΤΩΝ». «Τὸ -δ ἠχεῖ μήτε ψιλῶς ὡς -τ , μήτε δασέως ὡς
-θ καὶ τὸ μαρτυρεῖ αὐτὸ ὁ τοῦ -ζ γλυκύτατος φθόγγος, ὅστις δὲν δύναται νὰ
σχηματιστεῖ ἑλληνικῶς, ἄν τὸ -δ προεφέρετο ὡς -d».
3.Γιατί οἱ Ἐρασμῖτες δὲν ἀναγκάζουν καὶ τοὺς γνησίους ἀπογόνους
τῶν Λατίνων, τοὺς Ἰταλούς, νὰ προφέρουν «ὀρθῶς» -σύμφωνα μὲ τὴν «λογικήν τους» - λέξεις ὅπως «tavola, favola,
cavallus» ὡς «tabula, fabula, caballus» ;
Γιατί δὲν ἀναγκάζουν
τοὺς Ἄγγλους, Γερμανοὺς καὶ λοιποὺς νὰ λένε π.χ. τὸ δικό μας «βέδυ», «bader, Basser» ἀλλὰ τοὺς ἐπιτρέπουν
νὰ τὸ φθέγγουν δασύτερα ὡς «water, Wasser» ; Ἠ τὴν «γυναῖκα» νὰ τὴν λένε ἀντί «woman, Weib», «goman, Geib» ;
Γιατί δὲν τολμοῦν νὰ «διορθώσουν» τοὺς Γάλλους ποὺ τολμοῦν νὰ
φθέγγουν τὸ «βόλομαι», ὡς «vouloir» κι ὄχι «bouloir». Τὸ ἴδιο γιατί δὲν τὸ πράττουν καὶ μὲ τοὺς Ἰταλούς, Ἰσπανούς,
Σλάβους κλπ;
4.Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΔΕΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΘΟΓΓΟΥΣ
Οἱ συγχορδίες, τὶς ὁποῖες κάποιοι Ἐρασμῖτες ἐκμεταλλεύονται
γιὰ νὰ καταδείξουν τὴν βαρβαροφωνία ποὺ ὑπερασπίζονται δὲν προεφέροντο ΠΟΤΕ
βαρβαρικῶς. Ἀπόδειξις αὐτοῦ πὼς
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΞΙΣ -ΑΝΕΥ ΠΑΡΑΦΘΟΡΑΣ-
ΠΟΥ ΝΑ ΞΕΚΙΝΑ ΑΠΟ ΜΠ,ΝΤ,ΓΚ,ΤΖ,ΤΖ.
ΟΥΔΕΜΙΑ
Καὶ ἄν κάποιος βρεῖ κάποια σήμερα, θὰ πρέπει νὰ ξέρει πὼς
αὐτὸ ἡ ἑλληνικὴ ἁρμονία δὲν τὸ καταδέχεται, γι’αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ ψάξει ποῦ
χάλασε στὸν χρόνο, ποία ἡ παραφθορά της. Ἐνδεικτικῶς αναφέρω μερικὲς ποὺ ἔρχονται
στὸ μυαλὸ συνήθως :
ΜΠ: μπαίνω < ἐν+βαίνω, Μπαμπάς < πάππας
ΝΤ: ντύνομαι < ἐν +δύ(ν)ομαι, ντόπιος < ἐν+τόπιος,
ΓΚ: γκουβερνάντα < κυβερνήτης, γκαρύζω < γαρύω
ΤΣ: τσιγγάνος < ἀθίγγανος, τσάντα < κανθήλια
ΤΖ: τζάμπα < εἰσεμβαίνω, τζατζίκι < λατ. caseum < ἑλλ. κεάζω =κόπτω
Ὅσον ἀφορὰ στὶς λέξεις ποὺ ἔχουν αὐτοὺς τοὺς φθόγγους στὸ μέσον (συγγραφεύς, ἔμπρακτος, ἀντίθεσις) ἤ τοὺς σχηματίζουν φαινομενικῶς κατὰ τὴν ἐκφορὰ δύο λέξεων (τὴν κοπέλα, τὸν πίνακα) πρέπει νὰ εἰπωθεῖ πὼς ΟΥΔΕΠΟΤΕ οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι ΔΕΝ ΚΑΚΟΜΕΤΑΧΕΙΡΙΖΟΝΤΟ οὐτωσὶ τὴν γλῶσσα μας καὶ τοὺς προέφεραν ἐλαφρῶς, ὡς μία συγχορδία. ΓΙ’ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΕΦΕΥΡΕΙ ΕΠΙΠΛΑΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΕΛΙΚΟΥ –Ν! Καὶ ἑμεῖς μέχρι σήμερα δὲν λέμε συgραφέας, ἀλλὰ συν-γραφέας, δὲν λέμε ἔbρακτος, ἄgghος, ἀλλὰ ἔν-πρακτος, ἄν-χος, δὲν ζητοῦμε συgνώμη, ἀλλὰ συν-γνώμη ( καὶ δυστυχῶς μερικοὶ κατέληξαν «τυφλοὶ τὰ τ’ὤτα» καὶ πλέον ζητοῦν «συγνώμη» μἐ ἕνα -γ).
Εὐτυχῶς ὑπάρχουν ἀκόμη Ἕλληνες ποὺ κρατοῦν ζωντανὴ αὐτὴν τὴν συγχορδία (συν-χορδία κι ὄχι συgghορδία) πάντα καὶ παντοῦ παρὰ τοὺς νεοσύστατους γλωσσικοὺς «κανόνες» ποὺ θέλουν βαρβαροφωνίες καὶ παρὰ τοὺς βαπτίζοντες τὴν ἄρσιν χασμωδίας ποὺ διέπει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ...«ἰδιορρυθμία», ὅταν πράττουν τὸ ΟΡΘΟΝ (βλ. Μπαμπινιώτη https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=1023993711437942&id=100014819679993 ).
Οἱ Κύπριοι καὶ
μερικοί «χωριᾶτες» ὅπως τοὺς λένε οἱ πολλοί, διατηροῦν τὴν
συγχορδία καὶ τῶν διφθόγγων, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τοῦ τελικοῦ -ν τόσο ζωντανὴ καὶ ἀλώβητη
(βλ. κουμ-πάρε, τομ πίνακάν, την κοπέλαν του, εἶπεν του, τομ βάρβαρον*7,
ἔμ-πορος, εν-τελῶς, εν-καλῶ, εμ πάσι περιπτώσει, τομ πατέρα κλπ) , ποὺ σκάει σὰν
βόμβα σὲ ὅσους θέλουν τοὺς Ἕλληνας νὰ βαβάζουν κακοφώνως. Καὶ πρέπει νὰ εἰπωθεῖ
πὼς καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Ἐρασμῖτες, μὴ δυνάμενοι νὰ προφέρουν λέξεις ὅπως ἄγχος,
Αγχίσης, ἔλεγχος, καταλήγουν νὰ συμφωνήσουν πὼς τὸ -γ προφέρεται ὡς -ν πρὸ -κ
καὶ -χ!
5. Πῶς ἐξηγοῦν οἱ Ἐρασμῖτες ἀντιδάνειες λέξεις ὅπως «galette, galon, gelée, gluten, Balkan, doctor, dictateur», οἱ ὁποῖες πέρασαν
σὲ ἑμᾶς ὡς «γαλέτα, γαλόνι,ζελέ, γλουτένη, Βαλκάνια, δόκτωρ, δικτάτωρ». Καὶ γιατί εἶναι
λογικὸν νὰ λεπτύνουμε ἑμεῖς τοὺς φθόγγους τους σήμερα, ἀλλὰ παράλογον νὰ
σκλήρυναν αὐτοὶ τοὺς φθόγγους μας τότε; Ἐδῶ ὁρισμένοι λαοὶ κατάφεραν νὰ ἐκβαρβαρίσουν
ἀκόμη καὶ τὰ πνεύματὰ μας προφέροντάς τὰ σκληρὰ ὡς -g (π.χ ὄρος -> Ῥωσ. Гора,
Ὁλλανδός -> Голландский )
6.Σχετικὰ μὲ τὸ βέλασμα (καὶ ὄχι μπέλασμα) τῶν προβάτων
εἶναι ἁπλὴ ἡ ἐξήγησις. Πῶς νὰ τὸν γράψει ὁ δυστυχὴς ὁ Κρατῖνος τὸν ἦχο τοῦ βελάσματος,
ὅταν ἡ καλλιέπεια τῆς γλώσσης μας ΔΕΝ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ χρησιμοποιήσει φθόγγους
τραχεῖς, βομβώδεις καὶ βαρβάρους καὶ δὴ στὴν ἀρχὴ τὴς λέξεως; Πῶς νὰ
χρησιμοποιήσει ἀκόμα καὶ τὰ ἐλαφρὰ μ-πη/μ-βη στὴν ἀρχή τῆς λέξεως, ἀφοῦ ΔΕΝ
ΥΠΗΡΧΕ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΛΕΞΙΣ ποὺ ν’αρχίζει ἀπὸ αὐτά;
Τὸ ἴδιο πρόβλημα ἀντιμετώπισε καὶ ὁ Ἀριστοφάνης ὅταν ἐπιχείρησε
νὰ περιγράψει τὸν ἦχο ποὺ βγάζουν τὰ γουρούνια κι ἔγραψε «κόι,
κόι» ἀντὶ «γκόι, γκόι», διότι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ΔΕΝ
γνωρίζει τέτοιους ἤχους.
«Ὁ δ’αὐτὸς ὁ Ἀριστοφάνης ἔγραψε μιμητικῶς καὶ
τὸν ψόφον τῶν βατράχων «βρεκεκέξ» (Βάτραχοι, 209). Μήπως οἱ
βάτραχοι κοάζουσι brekekeks. Ὅταν ἡ γλαῦξ κικκαβίζει τὸ «κικκαβαῦ» (Ὄρνιθες, 261) μήπως άκούουσι οἱ Ἐρασμῖται
προφερόμενον ἐκ τοῦ ῥάμφους της τὸν πάταγον τοῦ -b;
Καὶ «τιτικομπροῦ» γράφει ὁ Ἀριστοφάνης τὸν ἦχον τῶν ὀρνίθων, μήπως ἔγραψε –bru, ἀντὶ
μ-πρου; Ἀλλὰ καὶ τὴν ἄναρθρον φωνὴν τῶν διψώντων παιδαρίων ἐξέφρασε διὰ τοῦ «βρῦν» (Νεφέλαι, 1382) [τὸ βαβάλισμα ποὺ λέγαμε νωρίτερα καὶ ὄχι
μπαμπάλισμα]. Μήπως ἄρα τὰ βρέφη προφέρουσι «brun»;… Ἀκόμα καὶ στὴν λέξιν «βάρβαρος» οἱ Ἕλληνες ἦσαν εὔφωνοι καὶ χαρίεντες» (Κων/νος
Οἰκονόμου).
Ἀκόμα, ποῖος ἐκ τῶν ἐρασμιτῶν ἔχει τὰ διαπιστευτήρια πὼς
τὸ πρόβατον βελάζει «be, be»; Καὶ ἐφόσον γιὰ τὰ
φωνήεντά μας ξέρουν νὰ λένε πὼς εἶναι ἄλλο τὸ προβατίσιο «μηκῶμαι» καὶ ἄλλο τὸ ἀγελαδίσιο «μυκῶμαι», γιατί δὲν ἀναλογίζονται μήπως τὸ
πρόβατο ἀκούγεται ὡς «μιι» ἤ ἀκόμα καὶ ἐρασμικῶς χονδροειδῶς «με.ε» ; Γιατί δὲν πηγαίνουν νὰ διορθώσουν τοὺς Ἄγγλους, ποὺ ὅταν θέλουν νὰ γράψουν τὸν
ψόφον του προβάτου , τὸν ἀποτυπώνουν ὡς «baa, maa», τοὺς Κινέζους ποὺ
τὸν ἀποτυπώνουν ὡς [mie], τοὺς Ἰάπωνες ποὺ τὸν γράφουν [meh] ;
Γιατί δὲν πηγαίνουν στοὺς Κορεάτες νὰ τοὺς μάθουν πὼς οἱ
σκύλοι δὲν γαυγίζουν [meong], οἱ βάτραχοι δὲν κάνουν [gae kol]
κοκ; Καταντᾶ γελοῖον…
Σχετικὰ τώρα μὲ τὰ δασέα μας ἄφωνα (χ,φ,θ) τί νὰ ἐξηγήσει
κανεὶς παραπάνω ἀπὸ ὅσα ἤδη ἀνεφέρθησαν ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἄνωθεν. Ἀπὸ ὅσα ἤδη
γνωρίζει οἱοσδήποτε κληρονόμησε τὴν ἑλληνίδα φωνή; Πῶς νὰ καταλάβει τις
χρησιμοποιῶν καρβάνα φωνή, τὴν δίεσιν τῆς νότας, ὅταν τὴν δασύτητα τὴν ἔμαθε στὴν
γλῶσσαν του ὡς αποβολὴ ἀέρος, ὡς πράττομεν ἑμεῖς ὅταν θέλουμε νὰ ζεστάνουμε τὰ
χέρια μας ἤ νὰ φυσήξουμε κάτι;
Πῶς νὰ καταλάβει τις βαρβαρόστομος τὴν διαφορὰ
τοῦ πνεύματος καὶ τῆς συνεργίας τοῦ πνεύματος μετὰ τῆς γλώσσης, τῶν ὀδόντων, τοῦ
οὐρανίσκου καὶ τῶν χειλιῶν. Ἀκόμη καὶ οἱ
ἴδιοι οἱ στηρίζοντες τὴν ἐράσμια ἀηδία δὲν δύνανται νὰ προφέρουν λέξεις, ὅπως «Σαπφώ, Βάκχος, Ἄτθις, ἑκατόγχειρ». Πῶς νὰ τὶς ποῦν «Σαπ-πχό-ο, Μπά-α-κ-κχος, Ἄτ-τχις, χεκατό-οg-gχε-ιρ» ;
Τὴν ἐράσμια παρωδία περὶ δασέων, τὴν ἔχει καταρρίψει ἤδη
ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὁ Ἀριστοφάνης, ὁ ὁποῖος στὸ ἔργον του «Θεσμοφοριάζουσαι» βάζει ἕναν ἡθοποιὸ νᾶ ὑποδυθεῖ ἕναν Σκύθη
τοξότη. Ὁ βαρυηχής, τραχύφωνος Σκύθης ἀδυνατώντας νὰ προφέρει σωστᾶ τοὺς ἐκλεπτυσμένους
ἑλληνικοὺς φθόγγους, δὲν κατορθώνει νὰ γίνει κατανοητός. Ὁ Ἀριστοφάνης
διακωμωδεῖ τὴν κατάστασιν μὲ ἕναν τρόπο ποὺ δὲν μᾶς εἶναι καθὀλου ἄγνωστος ἑως
καὶ σήμερα, ὅταν ἀκοῦμε τοὺς ἐκλεπτυσμένως δασεῖς φθόγγους μας στὰ στόματα ἀλλοθρόων.
Ἀντὶ γιὰ «αἰθρία» ὁ Σκύθης προφέρει «αἰτρία», ἀντὶ
γιὰ «φέρε» λέει «πέρε», ἀντὶ «φαίνεται,
φυλάξει, χαίρω ποὺ φεύγεις» προφέρει «παίνεται, πυλάξει, καίρω
πεύγεις». Ἡ κεφαλή, ἡ παρθένα, τὸ σφόδρα ἀκούγονται κεπαλή, παρτένα,
σπόντρα. Ὁ ἐλαφρὺς καταντᾶ ἐλαπρύς, τὸ ὀρχήσει, ὀρκήσει, τὸ φιλήσει, πιλήσει. Τὸ
ἀποκορύφωμα ὅμως εἶναι ὅταν ὁ Σκύθης θέλει νὰ ῥωτήσει «ἀπὸ ποῦ ἔρχεται ἡ
φωνή;» καὶ ἀντὶ νὰ πεῖ «πόθεν ἡ φωνή;» λέει «πότε τὸ
πονεῖ;», τὸ ὁποῖον ἐκλαμβάνεται ὡς «πότε πονάει;».
Ὁ Ἡρόδοτος ἴσως ἔχει δώσει τὸν καλλίτερον ὁρισμὸν γιὰ τὴν
βάξιν τῶν βαρβάρων : «Οἱ βάρβαροι τετρίγασι κατάπερ νυκτερίδες…διότι
βάρβαροι ἦσαν, ἐδόκεον ὁμοίως ὄρνισι φθέγγεσθαι».
Πρέπει λοιπὸν κάποια στιγμὴ νὰ σταματήσει αὐτὸς ὁ
πολυεπίπεδος βιασμός, τὸν ὁποῖον ὑφίσταται ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ
μάλιστα μὲ τὶς εὐλογίες καὶ ἐγχώριων «εἰδημόνων».
Βαφτίσαμε τὴν κουφαμάρα καὶ τὴν ἄγνοια μουσικῆς ἀντιλήψεως καὶ προσωδίας, σωστὴ προφορά. Ὀνομάσαμε τὴν ἀδιαφορία μας γιὰ τὴν αὐδή ( < ἀείδω=τραγουδῶ) μας, ἐξέλιξιν καὶ πρόοδο. Καὶ τὸν «στρουθοκαμηλισμό» μας ἤ τὴν ἄκριτη πίστιν στὶς αὐθεντίες, τὴν ἔχει πληρώσει πολλάκις ἡ γλῶσσα μας στὸ παρελθόν [βλ. νεοελληνικὴ γραμματικὴ (μὲ ἁπλοποιημένους κανόνες, ἐπικύρωσιν ὀρθογραφικῶν λαθῶν κλπ) ἀπὸ ἐντεταλμένους ὑπὸ τὸν Ἐλ. Βενιζέλο γλωσσολόγους (Τριανταφυλλίδης, Δελμοῦζος, Γληνός https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=186782503011624&id=100050396273890 )- , βλ. ἐπίσης κατάργηση πολυτονικοῦ, τὸ ὁποῖον ἀπεδείχθη ἀπαραίτητον γιὰ τὴν ἀντιστοίχισιν σημαίνοντος-σημαινομένου στοὺς συγχρόνους Ἕλληνας, βλ. σταδιακὴ κατάργησιν ἀρχαίων -ἄλλωστε ἄλλη μία αὐθεντία τῆς γλωσσολογίας, ὁ Κριαράς, δήλωνε πὼς ἡ καθαρεύουσα εἶναι μοῦχλα (17:05) https://www.youtube.com/watch?v=p1YGG1UAB0k καὶ πὼς ἡ ἐκμάθησις ἀρχαίων στὸ γυμνάσιον θάβει τὴν ἑλληνική, ἐφόσον τὰ ἀρχαῖα καὶ τὰ νέα εἶναι δύο διαφορετικὲς γλῶσσες https://www.youtube.com/watch?v=1ZRXxaHOeRg , βλ. προσπάθεια βαρβαροποιήσεως τῆς γλώσσης μὲ εἰσαγωγὴ λέξεων ὅπως μπασιά, δρομιὰ, τοπωσιὰ ἀντὶ εἴσοδος, διεύθυνσις, διάστημα ἀντιστοίχως (Ψυχάρης, σελ. 61 βιβλίου Α’ἔτους ἑλληνικῆς ἀγωγῆς , ἀπόσπασμα στὶς φωτογραφίες), βλ. ἰνδοευρωπαϊκὴ θεωρία, φοινικικὸ ψεῦδος (δὲν χωροῦν σ’ἕνα ἄρθρο οἱ παραπομπές τῶν γλωσσολόγων-ὑποστηρικτῶν της)].
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ΜΙΑ, ΣΥΝΕΧΗΣ καὶ ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΗ. Εἶναι ἡ συνέχεια μας ὡς ἔθνος καὶ ἡ σκυτάλη ποὺ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΑΜΕ καὶ ὀφείλουμε νὰ ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΣΟΥΜΕ.
*7«ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΤΟΜ ΒΑΡΒΑΡΟΝ», ἀναγραφεῖσα φράσις στὴν στήλη τῆς Τροιζῆνος, ὑπερτονίζουσα τὸ τελικὸν -ν. Σὰν νὰ ἤξερε αὐτὸς ποὺ τὴν χάραξε τὴν βαρβαροφροσύνη ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε...).
Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Α’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΠΡΟΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ>>, ΚΩΝ/ΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (Ο ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ), <<ΠΟΛΙΤΕΙΑ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΠΟΙΗΤΙΚΗ>>, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, <<ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΙΠΠΗΣ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΟΡΕΣΤΗΣ>>, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, <<ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ>>, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, <<ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΒΑΤΡΑΧΟΙ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΙΣΤΟΡΙΑΙ>>, ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, <<ΤΕΧΝΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ>>, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΘΡΑΞ, <<ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΠΕΡΙ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ>>, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, <<ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL- SCOTT>>, <<ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ>>, ΑΛ. ΡΙΖΟΣ-ΡΑΓΚΑΒΗΣ, <<ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΑΙΛΙΟΥ ΗΡΩΔΙΑΝΟΥ <<ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΠΡΟΣΩΔΙΑ>> : HERODIANI TECHNICI RELIQUIAE, ΠΕΡΙ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΠΡΟΣΩΔΙΑΣ>>, A. LUDWICH, εκδ. 1867, <<ΜΟΥΣΙΚΑ>>, ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ καὶ ἀπὸ τὴν διαδικτυακὴ σελίδα <<Η ΠΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ -> ΣΑΠΦΩ >>
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου