Δυστυχῶς μὲ τὴν γραμματικὴ ποὺ διδάσκονται σήμερα τὰ ἑλληνόπουλα, ὄχι μόνον δὲν μαθαίνουν νὰ προφέρουν καὶ νὰ γράφουν σωστὰ τὴν γλῶσσα μας, ὄχι μόνον δὲν μποροῦν νὰ βροῦν τὴν ἐτυμολογία μίας λέξεως, ὥστε νὰ καταλάβουν τί σημαίνουν ἀκόμη καὶ ἄγνωστες ἐκ πρώτης ὄψεως λέξεις, ἀλλὰ κατὰ τὴν σύνθεσιν τῶν λέξεων ἤ κατὰ τὴν ἔκθλιψιν συνήθως ἀκούγονται κάτι παραφωνίες καὶ κάτι βαρβαρομυθίες ποὺ εἶναι νὰ τραβᾶς τὰ μαλλιά σου! Καὶ τὸ χειρότερον ὅλων εἶναι ὅτι πλέον αὐτὴ ἡ παραφωνία ὄχι ἁπλῶς δὲν διορθώνεται ἀλλὰ συμπεριλαμβάνεται καὶ στὶς νεοελληνικὲς «γραμματικές», διδάσκεται ἀπὸ τοὺς ἑκουσίως/ἀκουσίως συγκατανεύοντες «δασκάλους» ποὺ κυττάζουν ἄπραγοι τοὺς ἐγκρίτους νὰ παραποιοῦν τὴν γλῶσσα, ὑπὸ τὸν φόβον τῆς ἀνεργίας καὶ περνάει στὰ ψιλὰ ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους Ἕλληνες, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε ὑπὸ τὴν δικαιολογία ὅτι πιέζονται τὰ παιδιὰ νὰ ἀποστηθίζουν κανόνες! Καὶ ἔτσι καταλήξαμε νὰ βαρβαροφωνοῦμε, νὰ μὴ ξέρουμε τί λέμε, νὰ παράγουμε ἕνα ἀκαλαίσθητον λεξιλόγιον, νὰ ἔχει χαθεῖ κάθε λογικὴ στ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης