Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2021

Η ΠΕΛΑΣΓΙΚΗ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΣΙΑ

 

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 5ο/ Τ-Ω )

ΤΑΒΑΝΙ ( =ἡ ὀροφή) < λατ.  tabula  <  ΤΗΛΙΑ/ΤΑ F ΛΙΑ ( =σανίς) ΤΑΜΠΛΑΣ < ΤΗΛΙΑ/ΤΑ F ΛΙΑ ΤΑΜΠΟΥΡΑΣ < ΠΑΝΔΟΥΡΙΣ ΤΑΜΠΟΥΡΗ ( =χαράκωμα) < ΑΠΟΤΑΦΡΕΥΩ ( =ὀχυρώνω) ΤΑΡΑΜΑΣ < ΤΑΡΑΓΜΑ ( βλ. αὐγοτάραχον ) ΤΑΡΣΑΝΑΣ ( =ναυπηγεῖον ) < ΤΑΡΣΩΜΑ ( = ἡ κωπηλασία) < ΤΕΡΣΑΙΝΩ ( = ξηραίνω)· ταρσανὰς εἶναι κυριολεκτικῶς ὁ τόπος ξηράνσεως ξύλων πρὸς παρασκευὴν πλοίων.  ΤΑΧΙΝΙ < ΤΑΓΙΝΙ ( =σιτηρέσιον ) ΤΑΨΙ < πρὸς Το ἘΨΕΙΝ ΤΕΚΕΣ < ΤΕΓΟΣ ( =πᾶν ἐστεγασμένον, καταγώγιον ) ΤΕΜΕΝΑΣ ( =προσκύνημα) < ΤΕΜΕΝΙΖΩ ( =ἀφιερώνω) ΤΕΦΤΕΡΙ < ΔΙΦΘΕΡΑ ΤΖΑΚΙ ( οὐτζάκι =μαγειρεῖον) < ΕΣΤΙΑ/ΕΣΤΑΚΙΟΝ ΤΖΑΜΙ < ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ ( κυριολ. =ἀκάθαρτος, νόθος καὶ ἐπέστρεψε ὡς δύστροπος, πονηρούλης) < ΑΓΝΑΠΤΟΣ [ =ὁ ἄξεστος, ὁ ἀκαθαρτος, ὁ ἄπλυτος < στερ. ἀ + γνάπτω ( =ξένω μαλλὶ, λευκαίνω ὕφασμα καὶ μεταφ. κατασπαράζω)] ΤΖΑΤΖΙΚΙ ( <  casik   =πηκτὸν παρασκεύασμα μὲ γιαούρτι, ἤτοι πεπηγμένο γάλα) < ΚΕΑΖΩ ( =κόπτω, βλ.  cheese , Κä se  ) ΤΖΕΡΕΜΕΣ ( =ζημιά) < ΚΕΙΡΩ, ΚΗΡΑΙΝΩ ( =κα

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 4ο/ Π-Σ )

ΠΑΖΑΡΙ < ΠΕΖΟΒΑΤΩ, ΠΕΖΕΜΠΟΡΟΣ ἤ ἐκ τοῦ ΠΑΣΟΜΑΙ ( =λαμβάνω, ἀποκτῶ) ΠΑΝΤΖΟΥΡΙ < ΠΕΤΑΣΜΑ, ΠΕΤΑΥΡΟΝ ( =ἡ σανίδα) ΠΑΠΟΥΤΣΙ ( =ὑπόδημα) < ΠΑΤΟΥΤΣΙ (  < ΠΑΤΩ +ΠΟΥΣ )  ΠΑΡΑΣ ( =χρῆμα) < ΠΟΡΟΣ, βλ. ἐμ-πόριον ΠΑΣΑΣ < ΠΟΣΙΣ ( =ὁ κύριος ) ΠΑΣΟΥΜΙ < ΒΑΣΙΜΙΟΝ < ΒΑΣΙΣ ( =τὸ βῆμα) ἤ κατὰ τὸν Ἡσυχίον ἐκ τοῦ ΠΕΣΣΥΠΤΗ ( αἰολικῶς=  ἡ σκυτεύρια, πεσσύγγιον =σκυτεῖον)  ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ ( =ἔδεσμα ἀπὸ παστὸν κρέας) < ΠΑΣΤΟΣ, ὁ δι’ἅλατος πεπασμένος  ΠΑΤΙΡΝΤΙ ( =ἀναστάτωσις, φασαρία) < ΒΑΘΥΡΡΟΘΟΣ ( = βαθύς, μεγάλος κρότος) ΠΑΤΣΑΣ < ΠΟΔΕΣ ΠΕΡΒΑΖΙ ( =πλαίσιον θύρας)  < ΠΕΡΙΒΑΣΙΟΝ ἤ ἐκ τοῦ ΠΑΡΥΦΑΙΝΩ ( =συνενώνομαι κατὰ μῆκος μὲ κάτι, ἁπλώνομαι στᾶ πλάγια καὶ κατὰ μῆκος σχηματισμοῦ)  ΠΕΣΚΕΣΙ < ΠΕΣΚΟΣ ( =δορὰ ζώου, περίβλημα) ΠΕΤΙΜΕΖΙ < ΠΟΤΙΜΟΣ ( «πότιμος οἶνος», ὁ ἐκ δευτέρας συνθλίψεως ) ΠΙΛΑΦΙ < ΠΙΛΗΜΑ ( =ὁ,τιδήποτε ἔχει συγκολληθεῖ μὲ συμπίεσιν) ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ < ΠΟΛΥ-ΛΗΙΣΤΙΚΟΝ   ΡΑΓΙΑΣ ( =δοῦλος)  < ΡΑΙΩ ( = συνθλίβω, καταστρέφω) ΡΑΦΙ < ΡΑΦΙΑΙΟΣ ( ὁ διὰ ῥαφῆς συρραπτόμ

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 3ο/ Λ-Ο )

ΛΑΓΟΥΜΙ ( =βόθρος, ὑπόνομος) > ΛΑΚΚΟΣ  ΛΑΚΕΡΝΤΙ ( =φλυαρία) > ΛΑΚΕΡΥΖΟΣ ( =φλύαρος), προσωνύμιον τοῦ Σατύρου ΛΑΠΑΣ ( =χυλός) > ΛΑΠΑΣΣΩ ( = μαλακώνω, καταπραΰνω) ΛΕΒΕΝΤΗΣ ( =ναύτης, πλήρωμα ἀπὸ τὴν ἀνατολή) > λατ.  LEVANTE  ( =ἀνατολή) >  LEVIS  [ =ἐλαφρύς, βλ.  lever  ( =αἴρω) ,  l é ger  ( =ἐλαφρύς),  lift  ( ἀγγλ. =ἀνυψώνω) ,  Luft  ( γερμ. =ἀήρ),  διότι ὅτι εἶναι ἐλαφρὺ αἴρεται εὐκολα )] > ΕΛΑΦΡΥΣ ΛΕΛΕΚΙ ( = πελαργός) > ΛΕΛΕΓΕΣ ( βλ. Πελασγός-Πελαργός )   ΛΕΦΟΥΣΙ ( =σμῆνος ἀδηφάγων, πλῆθος ἐπικίνδυνον, πολὺς καὶ ἄτακτος στρατός) > ΛΑΦΥΣΣΩ ( =καταβροχθίζω) ἤ ἐκ τοῦ ΛΕFΩΣ ( = ὁ λεώς/λαός)  ΛΗΜΕΡΙ ( =τὸ κρησφύγετον) > ΛΑΜΙΑ ( =χάσματα) ΛΟΥΚΙ ( =φωταγωγός, ὑδρορροή) > ΛΥΚΗ ( =φῶς) ἤ ἐκ τοῦ ΑΛΟΚΟΣ ( =αὐλάκι)  ΛΟΥΚΟΥΜΙ > ΛΟΥΚΑ ( =ῥόφημα ἀπὸ λευκὰ ἄλευρα), «ῥόφημα ἐξ ἀλφίτων ὡς Καύκωνες», Ἡσύχιος ΛΟΥΦΕΣ, ΕΛΦΕΣ ( =μισθός, κέρδος) > ΑΛΦΗ ( = κέρδος, ἀμοιβή) ΜΑΓΑΖΙ ( κατάστημα, μέσω ἀραβ.  machzen ) > ΜΑΓΑΣ, ΜΕΓΑΣ (βλ. ὑπεραγορά) ΜΑΓΚΑΛΙ ( =πύραυνον) >

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 2ο/ Δ-Κ )

ΔΕΛΗΣ/ΝΤΕΛΗΣ ( =τρελός) > ΔΗΛΕΟΜΑΙ ( =βλάπτω, βλ. βλαμμένος) ΔΕΡΒΕΝΙ ( =στενὴ δίοδος σὲ βουνό, ἡ στενοπορία) > ΔΙΑΒΑΙΝΩ, ἐξ οὗ και ΔΕΡΒΕΝΑΓΑΣ ( βλ. ἀγάς, ὁ ἀγὸς στὰ δερβένια, ὁ ἀρχηγὸς σώματος ἐνόπλων γενικότερα). Κατὰ ἄλλους ἀπὸ τὴν λέξιν ΔΕΙΡΑΣ ( =ῥάχη βουνοῦ) + ΒΑΙΝΩ.   ΔΟΒΛΕΤΙ ( = κυβέρνησις, δυναστεία) > ΔΙΟΒΛΗΣ/ ΔΙΟΒΛΗΤΟΣ ( > Ζεῦς +βάλλω, ὁ ἐκ τοῦ Διός ῥιφθείς) ΔΡΑΜΙ > ΔΡΑΧΜΗ, ΔΡΑΓΜΑ ΕΜΙΡΗΣ/ΑΜΙΡΑΣ ( =ὁ ἀξιωματοῦχος) > μέσω  AMIRAL  ( =ναύαρχος) > ΜΥΡΑ ( =ἡ θάλασσα) ΕΡΓΕΝΗΣ > ΕΡΗΜΟΓΕΝΗΣ ΖΑΜΑΝΙ ( =μεγάλο χρονικὸ διάστημα) > ΔΙΑΜΕΝΩ ( =διαρκῶ, παραμένω, ἐξακολουθῶ) ΖΑΦΤΙ ( =καταβάλλω, δαμάζω) > ΚΑΠΤΩ ( = ἀρπάζω, αἰχμαλωτίζω, βλ.  capture ) ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ > ΖΕΥ ΒΑΚΧΕ ( ἀναφώνησις διονυσιακή) ΖΟΡΙ ( =καταναγκασμός, βία, σύρσις) > μέσω περσικοῦ ζούρ > ΣΥΡΩ δια τῆς βίας ΖΟΡΜΠΑΣ ( = ἄτακτος ὁπλοφόρος ἐκτρεπόμενος σὲ λεηλασίες καὶ ἁρπαγές ) > ΔΙΑΡΠΑΖΩ   ΘΕΡΙΑΚΛΗΣ ( =ὀπιομανής, ὁ μανιώδης μὲ κάτι)  > ΘΗΡΙΑΚΗ ( = ἀντίδοτον δηλητηρίου) ΙΜΑΜΗΣ > ΙΜΑ

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 1ο/ Α-Γ )

Κατὰ καιροὺς εἴτε ἀκούω, εἴτε διαβάζω ( καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀσχολοῦνται μὲ τὴν γλῶσσα) γιὰ τὶς δάνειες λέξεις ποὺ πῆρε ἡ γλῶσσα μας ἐκ διαφόρων γλωσσῶν, ἐν προκειμένῳ ἐκ τῆς τουρκικῆς. Μάλιστα πολλοὶ ἐξαίρουν καὶ τὴν σημασία ποὺ εἶχαν τὰ «δάνεια» αὐτά, γιατὶ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἀλλοιῶς!! Θαρρεῖς καὶ περιμέναμε μερικοὺς νομάδες ( « Νομάδες δὲ καλοῦνται, ὅτι οὐκ ἔστι σφί ( =εἰς αὐτούς) οἰκήματα, ἀλλά ἐν ἁμάξαις οἰκοῦσι»,   Ἱ πποκρ. Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων, 93) , χωρὶς γλῶσσα καὶ ἀλφάβητον γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε λεξιλογικὸν πλοῦτον. Καὶ γιὰ νὰ μὴ παρεξηγηθῶ, ἕνας μικρὸς πρόλογος, ὅπως καταγράφεται στὸ βιβλίον «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ» εἶναι ἀπαραίτητος : «Ἡ τουρκικὴ γλῶσσα εἶναι ἕνα συνονθύλευμα λέξεων ἐκ τῆς ἀραβικῆς, περσικῆς, ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς γλώσσης. Πoλλὲς ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς λέξεις εἰσῆλθον στὴν τουρκικὴ μέσω τῆς ἀραβοπερσικῆς ὁδοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνιζούσης ἀρμενικῆς. Ἡ τουρκικὴ γλῶσσα ἐδανείσθη ἀκόμη λέξεις μέσω τῆς φρυγικῆς, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κούρτ