ΛΑΓΟΥΜΙ ( =βόθρος, ὑπόνομος) > ΛΑΚΚΟΣ ΛΑΚΕΡΝΤΙ ( =φλυαρία) > ΛΑΚΕΡΥΖΟΣ ( =φλύαρος), προσωνύμιον τοῦ Σατύρου ΛΑΠΑΣ ( =χυλός) > ΛΑΠΑΣΣΩ ( = μαλακώνω, καταπραΰνω) ΛΕΒΕΝΤΗΣ ( =ναύτης, πλήρωμα ἀπὸ τὴν ἀνατολή) > λατ. LEVANTE ( =ἀνατολή) > LEVIS [ =ἐλαφρύς, βλ. lever ( =αἴρω) , l é ger ( =ἐλαφρύς), lift ( ἀγγλ. =ἀνυψώνω) , Luft ( γερμ. =ἀήρ), διότι ὅτι εἶναι ἐλαφρὺ αἴρεται εὐκολα )] > ΕΛΑΦΡΥΣ ΛΕΛΕΚΙ ( = πελαργός) > ΛΕΛΕΓΕΣ ( βλ. Πελασγός-Πελαργός ) ΛΕΦΟΥΣΙ ( =σμῆνος ἀδηφάγων, πλῆθος ἐπικίνδυνον, πολὺς καὶ ἄτακτος στρατός) > ΛΑΦΥΣΣΩ ( =καταβροχθίζω) ἤ ἐκ τοῦ ΛΕFΩΣ ( = ὁ λεώς/λαός) ΛΗΜΕΡΙ ( =τὸ κρησφύγετον) > ΛΑΜΙΑ ( =χάσματα) ΛΟΥΚΙ ( =φωταγωγός, ὑδρορροή) > ΛΥΚΗ ( =φῶς) ἤ ἐκ τοῦ ΑΛΟΚΟΣ ( =αὐλάκι) ΛΟΥΚΟΥΜΙ > ΛΟΥΚΑ ( =ῥόφημα ἀπὸ λευκὰ ἄλευρα), «ῥόφημα ἐξ ἀλφίτων ὡς Καύκωνες», Ἡσύχιος ΛΟΥΦΕΣ, ΕΛΦΕΣ ( =μισθός, κέρδος) > ΑΛΦΗ ( = κέρδος, ἀμοιβή) ΜΑΓΑΖΙ ( κατάστημα, μέσω ἀραβ. machzen ) > ΜΑΓΑΣ, ΜΕΓΑΣ (βλ. ὑπεραγορά) ΜΑΓΚΑΛΙ ( =πύραυνον) >