ΒΡΕΤΤΑΝΙΑ/ΣΚΩΤΙΑ/ΙΕΡΝΗ/ΘΟΥΛΗ κ.ἄ
Λίγο πιὸ κάτω στὸ προαναφερθὲν (εἰς τὸ
3ον μέρος) ἀπόσπασμα ποὺ γράφει γιὰ τοὺς Κέλτες, ὁ Στράβων τοὺς
συγκρίνει μὲ τοὺς Βρεττανούς, δίνοντάς μας μία ἰδέα γιὰ τὸ πῶς ἦταν οἱ
Βρεττανοί (Γεωγραφικά, Δ, 5,2) :
«οἱ δὲ ἄνδρες εὐμηκέστεροι τῶν Κελτῶν
εἰσι καὶ ἧσσον ξανθότριχες͵ χαυνότεροι δὲ τοῖς σώμασι…τὰ δ΄ ἔθη τὰ μὲν ὅμοια τοῖς
Κελτοῖς τὰ δ΄ ἁπλούστερα καὶ βαρβαρώτερα͵ ὥστ΄ ἐνίους γάλακτος εὐποροῦντας μὴ
τυροποιεῖν διὰ τὴν ἀπειρίαν͵ ἀπείρους δ΄ εἶναι καὶ κηπείας καὶ ἄλλων γεωργικῶν.
δυναστεῖαι δ΄ εἰσὶ παρ΄ αὐτοῖς. πρὸς δὲ τοὺς πολέμους ἀπήναις χρῶνται τὸ πλέον͵
καθάπερ καὶ τῶν Κελτῶν ἔνιοι. πόλεις δ΄ αὐτῶν εἰσιν οἱ δρυμοί· περιφράξαντες γὰρ
δένδρεσι καταβεβλημένοις εὐρυχωρῆ κύκλον ἐνταῦθα καὶ αὐτοὶ καλυβοποιοῦνται καὶ
τὰ βοσκήματα κατασταθμεύουσιν οὐ πρὸς πολὺν χρόνον. ἔπομβροι δ΄ εἰσὶν οἱ ἀέρες
μᾶλλον ἢ νιφετώδεις· ἐν δὲ ταῖς αἰθρίαις ὁμίχλη κατέχει πολὺν χρόνον͵ ὥστε δι΄ ἡμέρας
ὅλης ἐπὶ τρεῖς μόνον ἢ τέτταρας ὥρας τὰς περὶ τὴν μεσημβρίαν ὁρᾶσθαι τὸν ἥλιον.
τοῦτο δὲ κἀν τοῖς Μορίνοις συμβαίνει καὶ τοῖς Μεναπίοις καὶ ὅσοι τούτων
πλησιόχωροι».
Συνοπτικῶς ἀναφέρει πὼς ἦταν
ψηλότεροι τῶν Κελτῶν καὶ λιγότερον ξανθότριχες καὶ ἐν συγκρίσει μὲ αὐτούς χαυνότεροι/χαλαρότεροι
στὰ σώματα. Κάποια ἔθιμά τους ἦταν ὅμοια μὲ τῶν Κελτῶν, ἀλλὰ γενικῶς ἦταν πιὸ ἁπλοϊκοὶ
καὶ βάρβαροι καὶ μάλιστα ἀπορεῖ ποὺ παρ’ὅτι εἶχαν ἄπλετον γάλα δὲν ἤξεραν νὰ
τυροποιοῦν!
(Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου εὐστόχως σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖον τῶν «Γεωγραφικῶν» τοῦ
Στράβωνος, σημειώνει πὼς ἀκόμα καὶ ὁ πανάρχαιος καὶ ἄγριος Κύκλωψ,
παρουσιάζεται στὴν Ὀδύσσεια ὄχι μόνον νὰ ξέρει νὰ τυροποιεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχει τὸ
ἄντρον του γεμάτο ταρσοὺς τυριῶν κι αὐτοὶ τόσα χρόνια μετὰ δὲν ξέρουν τί νὰ
κάνουν τὸ γάλα! ).
Γράφει ἀκόμη ὁ Στράβων πὼς ἦταν ἄπειροι τῆς γεωργίας καὶ γενικῶς κάθε τινὸς σχετικοῦ
τῶν γεωργικῶν ἐργασιῶν καὶ ὅτι σὲ αὐτοὺς ὑπῆρχαν δυναστεῖες. Ζοῦσαν σὲ δρυμοὺς ἐντὸς
καλυβῶν καὶ τὰ βοσκήματά τους δὲν τὰ κατεστάθμευαν/σταύλιζαν γιὰ πολὺ χρόνον.
Καὶ ἄν σκεφτεῖ κανεὶς πὼς ὁ Ἀππιανὸς γράφει στὰ «Ῥωμαϊκά» (7,1) :
«οἱ Κελτοί, τήν τε φύσιν ὄντες ἀκρατεῖς,
καὶ χώραν ἔχοντες, ὅτι μὴ πρὸς δημητριακοὺς καρπούς, τῶν ἄλλων ἄγονον καὶ ἀφυᾶ.
τά τε σώματα αὐτοῖς μεγάλα ὄντα καὶ τρυφηλὰ καὶ σαρκῶν ὑγρῶν μεστὰ ὑπὸ τῆς ἀδηφαγίας
καὶ μέθης ἐς ὄγκον καὶ βάρος ἐξεχεῖτο, καὶ πρὸς δρόμους καὶ πόνους ἀδύνατα
πάμπαν ἐγίγνετο: ὑπό τε ἱδρῶτος καὶ ἄσθματος, ὅπου τι δέοι κάμνειν, ἐξελύοντο
ταχέως.»
καταλαβαίνει περὶ τίνος ἀκρατείας, βαρβαρότητος,
χαυνοσύνης καὶ ἀδηφαγίας ὁμιλοῦμε γιὰ τοὺς χειροτέρους αὐτῶν!
Καὶ γράφει ὁ Στράβων πὼς βρέχει
περισσότερον, παρὰ χιονίζει στὰ μέρη τους, τὰ ὁποῖα εἶναι ὁμιχλώδη, ὥστε ὅλη τὴν
ἡμέρα τὸ φῶς τοῦ ἡλίου μποροῦν νὰ τὸ δοῦν μόνον 3-4 ὧρες τὸ μεσημέρι. Καὶ τὸ ἴδιο
συμβαίνει καὶ στοὺς κατοικοῦντες πλησίον αὐτῶν.
Προηγουμένως βεβαίως ἔχει ὁρίσει ποῦ τοποθετεῖται στὸν χάρτη ἡ Βρεττανικὴ (Α,4,2), ἐνῶ συνάμα ἀναφέρει διάφορες
περιοχὲς κοντά της, ποὺ δὲν μᾶς εἶναι μέχρι σήμερον ἄγνωστες, παρ’ὅτι τὰ ὀνόματά
τους ἔχουν εἴτε ἀλλάξει, εἴτε ἐκβαρβαριστεῖ:
«καὶ οἱ τὴν Βρεττανικὴν [καὶ] ΙΕΡΝΗΝ
ἰδόντες οὐδὲν περὶ τῆς ΘΟΥΛΗΣ λέγουσιν͵ ἄλλας νήσους λέγοντες μικρὰς περὶ τὴν
Βρεττανικήν· αὐτή τε ἡ Βρεττανικὴ τὸ μῆκος ἴσως πώς ἐστι τῆι Κελτικῆι
παρεκτεταμένη͵ τῶν πεντακισχιλίων σταδίων οὐ…ὁ δὲ πλειόνων ἢ δισμυρίων τὸ μῆκος
ἀποφαίνει τῆς νήσου͵ καὶ τὸ ΚΑΝΤΙΟΝ ἡμερῶν τινων πλοῦν ἀπέχειν τῆς Κελτικῆς
φησι».
Λέγει πὼς ἡ Βρεττανία εἶναι
παρεκτεταμένη στὴν Κελτική, καὶ δὲν εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ πέντε χιλιάδες στάδια.
Ἀναφέρει ἀκόμα τὸ Κάντιον (σημερινὸν Κέντ), τὴν παραπλήσια τῆς Βρεττανίας, ΙΕΡΝΗΝ
(Ἰρλανδία) καὶ τὴν ΘΟΥΛΗ ( < θολός, κατὰ τοὺς περισσοτέρους ἐρευνητὰς
εἶναι ἡ Ἰσλανδία «Θούλη, νῆσος μεγάλη ἐν τῷ ὠκεανῷ ὑπὸ τὰ Ὑπερβόρεια μέρη, ἔνθα
τὴν θερινὴν ἡμέραν ὡρῶν εἴκοσιν ὁ ἥλιος ἰσημερινῶν ποιεῖ, τὴν δὲ νύκτα τεσσάρων,
τὰς δὲ χειμερινὰς τοὐναντίον», Στ. Βυζάντιος, Ἐθνικά, 315).
Τὸ ποῦ βρίσκονται ἀκριβῶς οἱ
Βρεττανικὲς νῆσοι μποροῦμε νὰ τὸ μάθουμε καὶ ἀπὸ πολλοὺς παλαιοτέρους τοῦ
Στράβωνος, συγγραφεῖς, ὅπως τὸν Ἀριστοτέλη, ποὺ τὴν τοποθετεῖ στὸ «Περὶ κόσμου»
στὸν Ὡκεανόν, τὸν ἐπωνομαζόμενον ὑπὸ τοῦ Ἄτλαντος, Ἀτλαντικόν:
«Εἶτα κατ' ὀλίγον ὑπὲρ τοὺς Σκύθας
τε καὶ Κελτικὴν σφίγγει τὴν οἰκουμένην πρός τε τὸν Γαλατικὸν κόλπον καὶ τὰς
προειρημένας Ἡρακλείους στήλας, ὧν ἔξω περιρρέει τὴν γῆν ὁ Ὠκεανός. Ἐν τούτῳ γε
μὴν νῆσοι μέγι- σται τυγχάνουσιν οὖσαι δύο, Βρεττανικαὶ λεγόμεναι, Ἀλβίων καὶ Ἰέρνη,
τῶν προϊστορημένων μείζους, ὑπὲρ τοὺς Κελτοὺς κείμεναι».
Καὶ στὰ πανάρχαια «Ὀρφικὰ» (1170-1174/1186-9/1190-99)
ὅμως φαίνεται πὼς οἱ Ἕλληνες ἤξεραν πολὺ καλὰ αὐτὰ τὰ μέρη, ἀφοῦ ἡ ὁμιλοῦσα Ἀργώ
λέγει τὰ ἑξῆς:
«Νῦν γάρ δή λυγρῇ τε καί ἀλγεινῇ
κακότητι ἔξομαι, ἥν νήσοισιν Ἰερνίσιν ἆσσον ἵκωμαι.Εἰ μή γάρ μ' ἱερῇσιν ἐπιγνάμψαντες
ἄκρῃσικόλπον ἔσω γαίης τε καί ἀτρυγέτοιο θαλάσσηςἵξεσθ’ ἅμ πέλαγός κεν Ἀτλαντικόν
ἐκτός ἵκωμαι…Πάρ δ' ἄρα νῆσον ἄμειβον 'Ιερνίδα· καί (οἱ) ὄπισθεν ἷκτο καταΐγδην
δνοφερή βρομέουσα θύελλα, ἐν δ' ὀθόνας κόλπωσε· θέεν δ' ἄφαρ ὑγρόν ἐπ' οἶδμα…Λυγκεύς
εἰσενόησεν (ὅ γάρ τήλιστον ὄπωπε) νῆσον πευκήεσσαν, ἰδ' εὐρέα δώματ' ἀνάσσης
Δήμητρος· περί δ' αὖ μέγα οἱ νέφος ἐστεφάνωτο…ἤλπετο δωδεκάτη γάρ ἐπήϊεν ἠριγένεια.
Οὐδέ τίς ἔγνω ἦσιν ἐνί φρεσίν, ὀππόθ' ἄρ' ἐσμέν, εἰ μή (ἐπ’) ἐσχατιαῖς ἀκαλαρρόου
Ὠκεανοῖο.
( = Διότι θὰ πέσω σὲ ἄθλια τώρα καὶ θλιβερὰ δεινὰ
φθάνοντας κοντὰ στὶς Ἰερνίδες νήσους, ἐκτὸς ἐάν, παρακάμπτοντας τὰ ἱερά ἀκρωτήρια,
φθάσετε στὸν ἐσωτερικὸ κόλπο τῆς ξηρᾶς καί τῆς ἀδαμάστου θαλάσσης καὶ ἀνοιχτῶ ἔξω
στὸ πέλαγος τὸ Ἀτλαντικόν…Καθῶς ὁ Ἀγκαῖος κινοῦσε μὲ τέχνη τὰ πηδάλια,
παρέπλεαν τὴν Ἱερνίδα νῆσο, ἐνῶ πίσω τους ὁρμητικῶς ξεσποῦσε μὲ βροντὲς ζοφερὴ θύελλα,
ποὺ τὰ πανιά τους φούσκωνε· κι ἔτρεχε γρήγορα πάνω στὰ φουσκωμένα νερά…διότι ἔφθανε
ἤδη ἡ δωδεκάτη αὐγὴ κι οὔτε κανεὶς δὲν ἦταν σίγουρος στὸν νοῦ του γιὰ τὸ μέρος,
ὅπου βρισκόμαστε, ἄν ὁ Λυγκεύς δὲν διέκρινε στὶς ἐσχατιὲς τοῦ ἡσύχου ὠκεανοῦ τὴν
πευκόφυτη νῆσο καὶ τὰ μέγαρα τῆς ἀνάσσης Δήμητρος, στεφανωμένα μὲ πελώριον
νέφος).
Στὸ χωρίον αὐτὸ μαθαίνουμε πὼς ὄχι ἁπλῶς οἱ Ἕλληνες εἶχαν ταξιδεύσει ἐκεῖ ἀπὸ τόσον παλαιὰ, ἀλλὰ εἶχαν οἰκοδομήσει στὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ ἱερὸν τῆς Δήμητρος, πρὸ τῆς Ἀργοναυτικῆς ἐκστρατείας!
Γιὰ τὰ ταξίδια ἀπὸ ἀρχαιοτάτων
χρόνων τῶν Ἑλλήνων σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη καὶ τὴν ὀνοματοθεσία των γράφει (μεταξὺ καὶ
ἄλλων πολλῶν συγγραφέων) ὁ Στράβων, στὸ Δ’, 4,6 πὼς ὑπάρχει νῆσος κοντὰ στὴν
Βρεττανία ποὺ ἱεροποιοῦνται, ὅπως στὰ μυστήρια τῆς Δήμητρας καὶ τῆς κόρης, στὴν
Σαμοθράκη «φησὶν εἶναι νῆσον πρὸς τῆι Βρεττανικῆι͵ καθ΄ ἣν ὅμοια τοῖς ἐν
Σαμοθράικηι περὶ τὴν Δήμητρα καὶ τὴν Κόρην ἱεροποιεῖται».
Καὶ στὴν ψηφιακὴ βιβλιοθήκη τοῦ
Περσέως διαβάζουμε ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ora Maritima» (109-113) τοῦ Ἀβιήνου ποὺ λέγει τὴν Ἰέρνη, στὰ λατινικὰ «Sacra» καὶ ἀπὸ ἐκεῖ
προκύπτει σύνδεσις πὼς τὸ ὄνομα τῆς ἐδόθη ἀπὸ τὴν φράσιν Ἱερ(ὰ) νῆ(σος), θέσις
ποὺ ἐπιρρωνύει τὰ ἤδη προαναφερθέντα περὶ Ἰέρνης.
Ὕστερα, γιὰ τὶς συνήθειες τῶν
κατοίκων τῆς Ἰέρνης ὁ Στράβων λέγει τὰ ἑξῆς (Δ,5,3) :
«Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι περὶ τὴν
Βρεττανικὴν νῆσοι μικραί· μεγάλη δ΄ ἡ Ἰέρνη… περὶ ἧς οὐδὲν ἔχομεν λέγειν σαφὲς
πλὴν ὅτι ἀγριώτεροι τῶν Βρεττανῶν ὑπάρχουσιν οἱ κατοικοῦντες αὐτήν͵ ἀνθρωποφάγοι
τε ὄντες καὶ πολυφάγοι͵ τούς τε πατέρας τελευτήσαντας κατεσθίειν ἐν καλῶι
τιθέμενοι καὶ φανερῶς μίσγεσθαι ταῖς τε ἄλλαις γυναιξὶ καὶ μητράσι καὶ ἀδελφαῖς.
καὶ ταῦτα δ΄ οὕτω λέγομεν ὡς οὐκ ἔχοντες ἀξιοπίστους μάρτυρας·»
Ἐν ὀλίγοις οἱ κάτοικοι τῆς Ἰρλανδίας
ἦταν ἀγριώτεροι τῶν Βρεττανῶν, ἀνθρωποφάγοι καὶ πολυφάγοι. Ὅταν πέθαιναν οἱ
πατέρες τους τοὺς…ἔτρωγαν καὶ λέγει ἀκόμα πὼς «ἔσμιγαν» δημοσίως μὲ τὶς γυναῖκες,
ἀκόμη ὅμως καὶ μὲ τὶς ἴδιες τους τὶς μητέρες καὶ ἀδελφές!
Καὶ μιᾶς καὶ ἀνεφέρθησαν τὰ Ὑπερβόρεια
μέρη, ὁ Διόδωρος Σικελιώτης παρατηρεῖ (Β’, 47,4-5) πὼς οἱ Ὑπερβόρειοι τρέφουν
φιλικὰ αἰσθήματα πρὸς τοὺς Ἕλληνες καὶ κυρίως πρὸς τοὺς Ἀθηναίους καὶ Δηλίους
καὶ πρόκειται περὶ φιλίας ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων.
Γράφει πὼς ὑπάρχει μῦθος ( =λόγος) πὼς οἱ Ἕλληνες ἐπεσκέφθησαν τοὺς Ὑπερβορείους
καὶ ἄφησαν μάλιστα πίσω τους καὶ ἀναθήματα μὲ ἑλληνικὲς ἐπιγραφές.
Λέγει πὼς οἱ κάτοικοι ψάλλουν καὶ ἀπονέμουν τιμὲς καθημερινῶς στὸν ναὸν τοῦ Ἀπόλλωνος,
ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ, δοξάζοντας τὰ ἔργα του. Ἐπίσης, μᾶς ἐνημερώνει πὼς ἡ σελήνη ἀπὸ
ἐκεῖ φαίνεται σὰν νὰ ἀπέχει πολὺ λίγο ἀπὸ τὴν γῆ καὶ πὼς φαίνονται ἀκόμη καὶ οἱ
ἐδαφικὲς ἐξάρσεις τής!
Καὶ ἀναφέρει καὶ ἀστρονομικὰ φαινόμενα, ποὺ εἶχαν παρατηρήσει ἀπὸ ἀρχαιοτάτων
χρόνων οἱ Ἕλληνες, ὅπως ὅτι κάθε 19 ἔτη συντελεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἄστρων στὸ ἴδιο
σημεῖον τοῦ οὐρανοῦ (ἔτος Μέτωνος < Μέτων, Παυσανίου, Ἀθηναῖος μηχανικός-ἀστρονόμος-γεωμέτρης
τοῦ 5ου π.Χ αἰ. ποὺ παρετήρησε τὸ φαινόμενον) καὶ λέγει πὼς ὁ θεὸς (Ἀπόλλων),
ἐπισκέπτεται κάθε 19 χρόνια τὸ νησὶ αὐτὸ καὶ «παίζει τὴν λύρα του καὶ χορεύει ἀπὸ
τὴν ἐαρινὴ ἰσημερία μέχρι τὴν ἀνατολὴ τῶν Πλειάδων» ἐπεξηγώντας μὲ ἀλληγορικὸν
τρόπον τὸ ἀστρονομικὸν φαινόμενον.
Τώρα σχετικῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς ΒΡΕΤΤΑΝΙΑΣ
ὑπάρχουν πολλὰ νὰ εἰπωθοῦν. Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης γράφει στὴν «Ἱστορικὴ
Βιβλιοθήκη» (5, 21) ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν Γαλατία ποὺ βρέχεται ἀπὸ τὸν Ὤκεανὸν καὶ ἀπέναντι
ἀπὸ τοὺς κατὰ τὸν ἴδιον μεγαλυτέρους δρυμοὺς τῆς Εὐρώπης, τοὺς Ἐρκυνίους δρυμούς
(στοὺς ὁποίους ὁ Στράβων στὸ Ζ,1,3 γράφει πὼς κατοικοῦν τὰ ἔθνη τῶν Σοήβων «Ἐνταῦθα
δ᾽ ἐστὶν ὁ Ἑρκύνιος δρυμὸς καὶ τὰ τῶν Σοήβων ἔθνη», δηλαδὴ ἄς ποῦμε χονδρικῶς
τὰ γερμανικὰ φύλα ποὺ κατοικούσαν κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ Ἔλβα) βρίσκονται πολλὰ
νησιά, μεγαλύτερον τῶν ὁποίων εἶναι ἡ Πρεττανικὴ νῆσος. Καὶ ἐκεῖ ἔρχεται ὁ
σχολιαστὴς τοῦ Διοδώρου τοῦ Σικελιώτου, ὁ ὁποῖος δίνει τὴν ἐκδοχὴ πὼς ὁ λαὸς ποὺ
συνάντησε ὁ Καῖσαρ ἐλέγετο «Πρετανοί», ἀλλὰ γνωρίζοντας τοὺς Βρεττονοὺς τῆς
Γαλατίας ἤλλαξε τὸ ὄνομα σὲ «Βρεττανοί» καὶ μαζὶ καὶ τὴν ὀρθογραφία.
Ὁ Διόδωρος γράφει ἀκόμα πὼς τὸ νησὶ
αὐτὸ εἶναι πλούσιον σὲ κασσίτερον καὶ ἔχει σχῆμα τριγωνικὸν. Ἐκτείνεται λοξὰ σὲ
σχέσιν μὲ τὶς ακτὲς τῆς Εὐρώπης καὶ ἐκεῖνος λέγει πὼς τὸ ἀκρωτήριον, ποὺ ἀπέχει
λιγότερον ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ χώρα, τὸ ΚΑΝΤΙΟΝ (Κέντ) ἀπέχει ἀπὸ τὴν
στεριὰ περίπου ἑκατὸ στάδια, ἐνῶ τὸ Βελ(λ)έριον ἀπέχει τέσσερεις μέρες ταξίδι ἀπὸ
τὴν ἠπειρωτικὴ χώρα καὶ τὸ τρίτο, ποὺ ὀνομάζεται Ὄρκα/Ὀρκάδες, ἐκτείνεται πρὸς
τὸ ἀνοιχτὸν πέλαγος. Τὸ ΒΕΛΛΕΡΙΟΝ λέγεται πὼς τὸ ὠνόμασε ἔτσι ὁ Πυθεὺς ὁ
Μασσαλιώτης καὶ εἶναι τὸ σημερινὸν Cap land’s end, κατὰ τὸν πλοῦν του στὴν Βρεττανία, ὅπου καὶ μελέτησε τὰ
παλιρροϊκὰ φαινόμενα, γιὰ νὰ καταλήξει πὼς ὀφείλονται στὴν ἑλκτικὴ δύναμιν τῆς
σελήνης ( «Πυθέας ὁ Μασσαλιώτης τῇ πληρώσει τῆς σελήνης τὰς πλημμύρας
γίνεσθαι τῇ δὲ μειώσει τὰς ἀμπώτιδας», Περὶ τῶν ἀρεσκόντων τοῖς φιλοσόφοις φυσ.
δογμ, ΙΖ’, 897b, Πλούταρχος), ἐνῶ οἱ ΟΡΚΑΔΕΣ κατέληξαν…Orkney!
Σὲ κάθε περίπτωσιν καὶ ὁ Διόδωρος ἐπιρρωνύει
τὰ γραφόμενα τοῦ Στράβωνος (5,21), ἀφοῦ ἀναφέρει πὼς οἱ κατοικίες τῶν Βρεττανῶν
εἶναι εὐτελεῖς, φτιαγμένες ἀπὸ καλάμια καὶ ξύλα. Γράφει ἀκόμη πὼς τὸ κλῖμα τους
εἶναι κατεψυγμένο, πὼς τὰ ἤθη τους εἶναι ἁπλοϊκὰ καὶ δὲν ἔχουν καμμία σχέσιν μὲ
τὴν ἀγχίνοια/ὀξύνοια τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του. Στὴν ἀναφορά ποὺ κάνει (5,22)
γιὰ τὰ κοιτάσματα κασσιτέρου ἀναφέρει καὶ μία νησίδα μὲ τὸ ὄνομα ΙΚΤΙΣ, ἡ
ὁποία ἔγινε Vectis ἀπὸ τοὺς Λατίνους (οἱ μεταγενέστεροι
τὴν λέγουν Οὐηκτίς) καὶ κατέληξε σήμερα νὰ λέγεται (Isle of) Wight.
Γιὰ τὴν ἐναλλαγὴ π/β στὴν
Πρεττανία/Βρεττανία κάνει ἀναφορὰ καὶ ὁ Στέφανιος Βυζάντιος :
«εἰσὶ καὶ Βρεττανίδες νῆσοι ἐν τῷ ὠκεανῷ, ὧν τὸ ἐθνικὸν Βρεττανοί. Διονύσιος
ὑφελὼν τὸ ἓν τ ἔφη ὠκεανοῦ κέχυται ψυχρὸς ῥόος, ἔνθα Βρετανοί. καὶ ἄλλοι οὕτως
διὰ π Πρετανίδες νῆσοι, ὡς Μαρκιανὸς καὶ Πτολεμαῖος.
Βρέττος, πόλις Τυρρηνῶν, ἀπὸ Βρέττου τοῦ Ἡρακλέους καὶ
Βαλητίας τῆς Βαλήτου. οἱ οἰκοῦντες Βρέττιοι, καὶ ἡ χώρα Βρεττία καὶ ἡ γλῶσσα», Ἐθνικά, 185-6
Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου
ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκδοχὴ τοῦ υἰοῦ τοῦ Ἡρακλέους, Βρεττοῦ ποὺ ἀναφέρει ὁ Στ.
Βυζάντιος, δίνει καὶ ἄλλες ἐκδοχὲς τῆς ὀνοματοθεσίας τῆς Βρεττανικῆς στὸ
βιβλίον καθηγητοῦ τοῦ Γ’ κύκλου σπουδῶν τῶν μαθημάτων ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Ἡ μία
προέρχεται ἀπὸ τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα ποὺ λέγει πὼς οἱ Βρεττανοὶ εἶναι ἔθνος
ποὺ ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν πατέρα τῆς Κελτοῦς, Βρεττανό («Βρεττανοί, ἔθνος ἀπὸ τῆς Κελτοῦς τῆς Βρεττανοῦ θυγατρός.
Βρεττία ἡ νῆσος ἐν τῷ Ἀδρίᾳ…Εἰσὶ καὶ Βρεττανίδες νῆσοι…Τὸ ἐθνικὸν Βρεντανοί» ) καὶ ἡ ἄλλη προέρχεται ἀπὸ τὸ
λεξικὸν τοῦ Ἡσυχίου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει πὼς βρέττανα εἶναι τὰ φοβερά.
Πολλὲς φορὲς
ἡ Βρεττανία ἀναφέρεται καὶ ὡς Γηραιὰ ΑΛΒΙΩΝΑ καὶ ἄλλοι τὴν ὀνομάζουν χονδρικῶς ΑΓΓΛΙΑ («Βρεττανία. Οἱ Ῥωμαῖοι ὠνόμαζον οὕτω τὴν εἰς τὸν Ὠκεανὸν μεγάλην νῆσον,
ἥτις περιλαμβάνει τὴν σήμερον τὴν Ἀγγλίαν καὶ τὴν Σκωτίαν· ἐκάλουν δὲ αὐτὴν καὶ
Ἄλβιον. Τὸ βόρειον μέρος, χωρισθὲν ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τοῦ λοιποῦ διὰ χάνδακος
καὶ τείχους, ἐκαλεῖτο Καληδονία, καὶ τοῦτο τὸ μέρος εἶναι ἡ σημερινὴ Σκωτία»,
Γεωγρ. Στοιχ., 319, Ἰ. Κοκκώνης). Δὲν θὰ σταθῶ στὶς γεωπολιτικὲς
διαφοροποιήσεις (βλ. κεντρικὴ εἰκόνα), παρὰ στὴν ἐτυμολογία τῶν ὀνομάτων.
Ἀλεβιὼν ὠνομάζετο ὁ υἰὸς τοῦ Ποσειδῶνος, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ καὶ τὂ
ὄνομά του προέρχεται ἐκ τοῦ ἀλφός ( =λευκός). Ἡ δὲ ὀνομασία «Ἀγγλία» περιγράφει
ἐναργῶς τὸ σχῆμα της, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀγκυλον, δηλαδὴ σχηματίζει γωνία ὡς ὁ ἀγκών
μας (βλ. ἀγκόλαι=ἀγκῶνες, ἀγκλόν=σκολιὸν κατὰ τὸν Ἡσύχιον, ἐξ οὗ καὶ angulus στὰ λατινικὰ εἶναι ἡ γωνία, βλ. καὶ angle, angolo, triangle κοκ). Γι’αὐτὸ καὶ οἱ ἀλλοδαποὶ τὴν
λέγουν «ἀγκλή λανία/λάνδη, ἤτοι σκολιὰ γῆ» (Angle-terre < τέρσα/τέρρα= ξηρὰ γῆ, Eng-land, Inghil-terra, Ingla-terra κοκ).
Σχετικὰ μὲ
τὴν ΣΚΟΤΙΑ καὶ μὲ μεταγραφὴ ἀπὸ τὸ ἐκβαρβαρισμένον
λατινικόν λῆμμα/ἀντιδάνειον, «ΣΚΩΤΙΑ» ποὺ ἀναφέρεται καὶ ὡς ΚΑΛΗΔΟΝΙΑ ἔχουν γραφτεῖ πολλά. Γιὰ ὅσους λέγουν πὼς τὸ -ω τῆς Σκωτίας δὲν
δικαιολογεῖ τὴν ἐτυμολογία της ἐκ τῆς ἐλληνικῆς λέξεως «σκότος», ὡς ἀνήλια καὶ ὁμιχλώδης
χώρα ποὺ εἶναι, μπορεῖ νὰ καταρριφθεῖ τὸ ἐπιχείρημα, ἀπὸ τὸ ὅτι λέξεις μας
μεταναστεύουν, ἐκβαρβαρίζονται καὶ ὅταν ἐπιστρέψουν ἀκολουθοῦν ὀρθογραφία, ἡ ὁποία
πρὸ τῆς γλωσσικῆς ἁπλοποιήσεως, ἀπαιτοῦσε γιὰ τὶς «δάνειες» λέξεις διατήρησιν τῶν
μακρῶν φωνηέντων.
Δεδομένου πὼς ὅταν ἕπεται φωνήεντος διπλὸ σύμφωνον ἤ τουλάχιστον δύο σύμφωνα ἀκόμα
καὶ τὰ φύσει βραχέα, γίνονται θέσει μακρά, θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ αὐτὴ ἡ
μεταγραφή. Ἔτσι λοιπὸν οἱ Scotti, ποὺ ἀργότερα μὲ ἁπλοποιημένη γραφὴ ἔγιναν Scoti, ἀπὸ ὅπου ἀντιδανειστήκαμε τὸ ὄνομα
τῆς χώρας, διατήρησαν τὸ -ο αὐτὸ θέσει μακρόν. Καὶ γι’αὐτὸ καὶ στὸ λατινικὸν λῆμμα,
προσδιορίζεται ἡ μακρότης τοῦ -o. Καὶ οἱ προσθαφαιρέσεις αὐτὲς ἐκ τῆς βαρβαρικῆς πλευρᾶς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντιμετώπισις
τῆς λέξεως ὡς ἀλλογενοῦς καὶ ὄχι ἑλληνικῆς, δημιουργεῖ τεράστια σύγχυσιν. Ἔτσι ὑπάρχουν
ἀκόμη λαοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἁπλοποιήσει τὴν γραφὴ καὶ τὴν γράφουν ἀκόμη μὲ δύο -τ,
ἤ -σ, κρατώντας τὶς μνῆμες τῆς γλώσσης μας, ποὺ τοὺς ἔδωσε λαλιὰ καὶ τῆς ἐναλλαγῆς
μεταξὺ διαλέκτων ττ/σσ (πράττω-πράσσω).
Καὶ ἔτσι βλέπεις τὸν Γάλλον νὰ γράφει Écosse, τὸν Γερμανὸ Schottland, τὸν Νορβηγὸ Skottland κοκ. Καὶ μὲ τὸν ἴδιον τρόπον ὑπάρχουν
καὶ λαοὶ ποὺ ἀποκαλοῦν τὴν σκοτεινὴ αὐτὴ λάνδη μὲ μακρὸν μὲν [ο], ἀλλὰ μὲ τὴν
μεταγενεστέρα ἁπλοποιημένη ὀρθογραφία τοῦ λατινικοῦ λήμματος (Scoti), ποὺ πάρ’αὐτα εἶναι ἴδια, ὡς πρὸς
τὴν ὄψιν (διότι τὸ δικό μας -ο στὸ «σκότος» δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θέσει μακρόν) μὲ
τὴν λέξιν «σκότος». Ἐξ οὗ καὶ «Σκωτία, Scotland, Scotia, Schotland, Scotija κλπ».
Σχετικῶς τώρα
μὲ τὴν Καληδονία σὲ ἀναζήτησιν σὲ λεξικὰ (ὅπως τὸ LSJ) τοῦ ὀνόματος Caledonicus βρίσκεις δύο μεταφράσεις. Ἡ μία εἶναι ὁ σχετικὸς μὲ τὰ δάση, τὴν ὕλη (καὶ
πῶς ἀλλοιῶς ἐφ’ὅσον κᾶλον= ξύλον, τὸ ἐξ ὕλης δηλαδή καὶ ἡ βόρειος Σκωτία-Καληδονία
εἶναι γνωστὴ καὶ γιὰ τὸ Καληδόνιον δάσος της) καὶ ἡ ἄλλη τὸν μεταφράζει ὡς ἄγκυλον
(βλ. Ἀγγλία)!
Σὲ κάθε
περίπτωσιν, ὅ,τι καὶ ἄν ἰσχύει κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὰ ἀμέτρητα
τοπωνύμια ἑλληνικῆς προελεύσεως στὴν εὑρύτερη περιοχὴ καὶ τῆς Σκωτίας, ἀλλὰ καὶ
τῆς Βρεττανικῆς νήσου γενικότερα, οὔτε καὶ τὶς ἀμέτρητες ἀναφορὲς ἀπὸ τὴν ἀρχαία
γραμματεία γιὰ τὰ ταξίδια τῶν Ἑλλήνων στὸν βορρά. Μέχρι καὶ σήμερα ἐπιβιώνουν ἀπὸ
πάρα πολὺ παλαιὰ, ὀνόματα ὅπως Μυκῆνες (στὰ νησιὰ Φερόες, βορείως τῆς Σκωτίας),
νησίδες ὅπως Γιοῦρα (στὸ Ἡνωμένο Βασίλειο, ὅπως καὶ ἡ ὁμώνυμη περιοχὴ στὴν Ἁλόννησον),
Γίγα (Gigha), Iona (βλ. Ἴωνα), Achill (στὴν Ἰρλανδία, βλ. Ἀχιλλέα), Kirkisbowl (βλ. Κίρκη), Limnu, Easdale (βλ. Αἴαντα), Helensburg (βλ. Ἑλένη), Troon (βλ. Τρῶες), Arisaig (βλ. Ἄρης), Port Ellen, Thursos ( < θυρσός), καὶ ἄλλα ἀναρίθμητα,
ποὺ μᾶς δίνουν νὰ καταλάβουμε πὼς οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἀναμφισβήτητα ἀφήσει τὸ
στίγμα τους στὴν περιοχὴ.
Ἄλλωστε καὶ ὁ Λατῖνος χρονογράφος Σολίνος γράφει πὼς ὑπῆρχαν ἴχνη τοῦ Ὀδυσσέως στὴν Σκωτία καὶ μάλιστα ὑπῆρχε καὶ ὕπαρξις βωμοῦ μὲ ἑλληνικὴ ἐπιγραφή («in quo recessu Ulyxem Caledoniae appulsum manifestat ara Graecis litteris scripta votum», Collectanea Rerum Memorabilium, 22, 1-12). Καὶ ὁ ἱστορικὸς Πολύβιος ἰσχυρίζεται πὼς ὁ Πυθεὺς ὁ Μασσαλιώτης ἐπεσκέφθη τὴν Βρεττανία καὶ κατάφερε νὰ μετρήσει τὴν περίμετρόν της.
Ἡ Ἄννα
Τζιροπούλου-Εὐσταθίου στὸν «Ἕλληνα Λόγον» κάνει ἀναφορὰ σὲ μυκηναϊκὰ θραύσματα
καὶ κοσμήματα ποὺ βρέθηκαν στὴν περιοχὴ τοῦ Οὐέσσεξ.
Ὁ Ἰ. Κοκκώνης στὴν «Γεωγραφία στοιχειώδη»
(Α’,3,320-340) ἔχει συνοψίσει τὶς διάφορες ἀναφορὲς στὴν γραμματεία μας, σχετικῶς
μὲ τὶς ὀνομασίες τῶν ἐκεῖ τοπονυμίων ἐλληνιστὶ καὶ ἀναφέρει μερικὲς ἀπὸ αὐτές :
«Αἰ ἐπισημότεραι πόλεις ἦσαν ΛΟΝΔΡΑ/ΛΟΝΔΙΝΙΟΝ
(Londinium, Londres, Augusta Trinobantum) Δ(Ο)ΥΡΟΒΕΡΝΟΝ (Durovernum, Douvres, Canterbury), ΚΑΜΕΛΟΔΟΥΝΟΝ (Colchester)…ΕΥΟΡΑΚΟΝ (Evoracum > York…Ποτ. ὀνομαστὸς τοῦ τόπου ὁ
Τάμισις (Tamise < ΙΑΜΙΣΑ, βλ. καὶ (ε)ἰαμενή
=λιβάδι σὲ ὑγρὸν τόπον, παραποτάμιον ἕλος ἤ κατὰ τὸν ἴδιον «ἐκ δύο ποταμίων
συνιστάμενος, τοῦ Τάμη καὶ Ἴση»)…Ἡ Ἰρλανδία…ἐκαλεῖτο ΙΒΕΡΝΙΑ (ὁ
Κοῦμας τὴν ὀνομάζει καὶ Ἰουβέρνη, Ἰέρνη, Ἴρις, «Σύνοψ. παλ. γεωγρ). Πόλις
σημαντική ΕΒΛΑΝΗ (Evlana, Dublin). Αἰ
λοιπαὶ νῆσοι ὠνομάζοντο ΚΑΣΣΙΤΕΡΙΔΕΣ (Sorlingues)…ΟΥΗΚΤΙΣ (Ἰκτίς > Wight)…ΜΟΝΟΒΙΑ
(Man), ΕΒΟΥΔΕΣ (ΕΒΡΙΔΕΣ, Westernes, Hebrides)…Τὸ Μεσημβρινὸν μέρος αὐτῆς κατέχει ἡ Ἀγγλία (Angleterre)
συγκείμενον ἐκ τοῦ μέρους τοῦ λεγομένου κυρίως Ἀγγλία καὶ τοῦ Πριγγιπάτου τῆς
ΓΑΛΛΗΣ ἢ Οὐάλλης (Οὐαλλίας)…ΛΙΒΕΡΠΟΥΛΗ, μία τῶν ἐμπορικωτάτων
ΜΑΓΧΕΣΤΕΡΗ (Μάντσεστερ)… καὶ ΒΙΡΜΙΓΧΑΜΗ (Μπίρμιγχαμ)…ΒΡΙΣΤΟΛΗ
(Μπρίστολ)…ΓΡΗΝΟΥΪΣΙΟΝ (Γκρίνουιτς)…ὀνομαστὴ πόλις διὰ τὸ Ἀστεροσκοπεῖόν
της, ὅθεν λαμβάνεται καὶ ὁ πρῶτος Μεσημβρινὸς τῶν Ἄγγλων…ΦΑΛΜΟΥΘΗ (Φάλμαουθ),
ὁ δυτικώτατος λιμὴν τῆς Ἀγγλίας· πλησίον αὐτῆς ΕΞΕΤΕΡΗ (Ἔξετερ)…ΠΛΥΜΟΥΘΗ
(Πλύμουθ) ΚΑΝΤΑΒΡΙΓΙΑ (Cambridge)… καὶ ΟΞΦΟΡΔΗ…ΔΟΒΕΡ ἢ
ΔΟΥΒΡΗ…Ἡ Σκωτία…Κυριώτεραι πόλεις· ΕΔΙΜΒΟΥΡΓΗ…ΓΛΑΣΚΟΒΗ…ΠΕΡΘΗ… ΑΒΕΡΔΗΝΗ (Aberdeen)…Ἡ Ἰρλανδία (Ἰβερνία) χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἀγγλίαν
διὰ τοῦ πορθμοῦ… Μεταξὺ δὲ πολλῶν περιέργων θεαμάτων τῆς φύσεως παρατηρεῖται ἡ
Κρηπὶς τῶν Γιγάντων, ἥτις εἶναι παμμεγέθης ὄγκος βασαλτικῶν λίθων…Κυριώτεραι
πόλεις. ΔΟΥΒΛΙΝΟΝ…ΚΟΡΚΗ (Κόρκ)… Λιμέρικα (Λίμερικ)…ΚΙΛΚΕΝΙ…ΑΡΜΑΓΗ
(Armagh)…
Αἱ μικραὶ νῆσοι εἶναι…αἱ κυριώτεραι
εἶναι ἡ ΑΕΥΣ, ἡ ΣΚΙΗ/ΣΚΙΑ, ΜΥΛΛΗ…αἱ νῆσοι ΜΑΝΗ καὶ ΑΓΓΛΕΣΗ…»
Καὶ ὁ Κοῦμας στὸ «Σύνοψις τῆς παλαιᾶς
Γεωγραφίας» προσθέτει καὶ ἄλλα τοπωνύμια τῶν έκεῖ περιοχῶν, ὅπως τὸν κόλπον τῆς
ΒΟΔΟΤΡΙΑΣ (Firth of Forth) καὶ ΓΛΟΤΑΣ (Firth of Clyde), τὶς πόλεις ΜΑΓΝΟΣ ΠΟΡΤΟΣ (Portsmouth, μέχρι καὶ σήμερα δικαιολογεῖ τὸ ὄνομά της, καθῶς θεωρεῖται μεγάλη
πόλις-λιμάνι/πέρασμα), ΜΕΝΑΠΙΑ (Waterford), τὶς νησίδες ΜΟΝΑΒΙΑ (Man) κ.ἄ…
Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ
ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>> ΑΝΝΑ
ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ
ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΑΓΩΓΗ, << ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ
ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, <<ΕΘΝΙΚΑ>>, ΣΤΕΦΑΝΟΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΡΩΜΥΛΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΓΕΡΜΑΝΙΑ>>,
ΤΑΚΙΤΟΣ, <<ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ>> ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, <<ΜΕΓΑ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>,
<<ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ>>, <<ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ>>, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ
ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΠΟΤΑΜΩΝ»,
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΝΙΒΑ>>, ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΝΕΠΩΣ, <<DICTIONNAIRE
ÉTYMOLOGIQUE DE LA LANGUE LATINE>>,
ERNOUT- MEILLET, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ», ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΚΚΩΝΗ, «ΣΥΝΟΨΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ», Κ. Μ. ΚΟΥΜΑ, «ETYMOLOGICA», ΙΣΙΔΩΡΟΣ
ΣΕΒΙΛΛΗΣ, «GEOGRAPHI GRAECI MINORES»,
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΠΟΜΠΗΙΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΡΩΜΑΪΚΑ»,
ΑΠΠΙΑΝΟΣ, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «DEEL»,
«ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΟΡΦΕΩΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», (σύγχρονη ἀπόδοσις Σωτήρη
Σοφιᾶ), «PERSEUS DIGITAL LIBRARY»
Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφή