Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 14ον)

22. Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ ἀνελύθη σχοινοτενῶς νωρίτερα εἶναι οἱ ἀναφορὲς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων σὲ τριχοτόμησιν τοῦ θείου :

«Θεὸς οὐράνιος, φῶς τριλαμπές», Πυθία, χρησμὸς μαντείου Δελφῶν.   

«Καὶ παρὰ ταῦτα οὐκ ἔστιν ἄλλο μέγεθος διὰ τὸ τὰ τρία πάντα εἶναι καὶ τὸ τρὶς πάντῃ. Καθάπερ γάρ φασι καὶ οἱ Πυθαγόρειοι, τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα τοῖς τρισὶν ὥρισται· τελευτὴ γὰρ καὶ μέσον καὶ ἀρχὴ τὸν ἀριθμὸν ἔχει τὸν τοῦ παντός, ταῦτα δὲ τὸν τῆς τριάδος», Ἀριστοτέλης, Περὶ Οὐρανοῦ, κεφ. 1,268,α.  

«Ὅτι οἱ Στωϊκοὶ τὸν κόσμον τριχῶς εἶναι λέγουσιν», Λεξικὸν Σουΐδα, λῆμμα «Κόσμος».

«Θεὸς τὸ Ἕν, ἐξ οὗ ὁ Τριαδικὸς Νοῦς ἀπορρέει», Ἰάμβλιχος, Ὀρφικά.

«Πᾶν...τριαδικὸν ὀφείλει εἶναι», Ἑρμείας εἰς Πλάτωνος Φαῖδρον, 248.44,F.

«Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον», Ἰλιάς, Η’, 132, Ὅμηρος.

«Ζεῦ μεγαλώνυμε, χρυσολύρα τε ὃς Δῆλον ἔχεις ἱερὰν (Χρυσολύρης, γεννηθεὶς στὴν Δῆλον εἶναι ὁ Ἀπόλλων) καὶ σὺ κόρα γλαυκῶπι (γλαυκῶπις Ἀθηνᾶ) », Θεσμοφοριάζουσαι, στ. 315, Ἀριστοφάνης.

«Ὁ ἑσμὸς ( =ὅμιλος, σμῆνος) τῆς ἀρχαίας Τριαδικῆς θεότητος ἐλατρεύετο ἐπὶ τοῦ Λυκαβηττοῦ, τοῦ ὑψηλοτέρου ἐκ τῶν ἑπτὰ λόφων τῆς Ἀθήνας, ὅπου ὑπῆρχε ὁ βωμὸς τοῦ Ἀγχεσμοῦ, τῆς ἀδιαχωρίστου Τριάδος.

«...ἱερὸν Ἀπόλλωνος, ναόν τε ζάθεον Τριτωνίδος, ἀμφὶ βωμὸν Ἑρκείου», Κόιντος Σμυρναῖος, ΧΙΙΙ, 435

[ Ζεὺς Ἕρκειος, ὡς προστάτης τοῦ ἕρκους =βωμοῦ, ἑστίας. Ἀθηνᾶ Τριτωνίς, ὡς γεννηθεῖσα ἐκ τῆς τριτοῦς ( =κεφαλῆς) τοῦ Διός, ἐξ οὗ καὶ Τριτογένεια*1. Ὁ μῦθος συμβολίζει ὅτι τὸ Πνεῦμα, ὁ Νοῦς, ἐγεννήθη ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ Διὸς Πατρός. ( «τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον»)].

«Ἀθηνᾶν, μῆτιν (=σοφίαν) οὖσαν καὶ φρόνησιν, ἐκ τῆς κεφαλῆς γενέσθαι τοῦ Διός, σύμβολον εἶναι», Γαληνός, TLG Work 032, 3.8.1 

Ὁ Ἐλευσίνειος Εὐμολπίδης τραγωδὸς Αἰσχύλος, στὶς «Εὐμενίδες», καθορίζει ὅτι τὰ πάντα γίνονται ἕκατι ( =ἕνεκα) «Παλλάδος καὶ Λοξίου καὶ τοῦ πάντα κραίνοντος τρίτου Σωτῆρος» (στ. 758).

Παλλὰς = ἡ Ἀθηνᾶ
Λοξίας = ὁ Ἀπόλλων
Τρίτος Σωτὴρ = ὁ Ζεύς· μὲ τὴν ἔννοιαν ὁ ὁμοῦ μετὰ τῶν δύο ἄλλων, οἱ εἷς ἐκ τῶν τριῶν, ὁ ἐπὶ κεφαλῆς εἰς τοὺς ἄλλους δύο. Τοὐτέστιν, «σὺν τῷ τρίτῳ πάντων μεγίστῳ Ζηνί ( =Διί)».
Ἐξ οὗ καὶ ὁ Δελφικὸς τρίπους. Ἡ τριαδικὴ αὐτὴ θεότης ἐλατρεύετο ἰδιαιτέρως μὲ ἴδιον κυκλικὸν βωμόν, καὶ ἐπὶ τοῦ ὅρους Κύνθος τῆς Δήλου, τῆς ἱερᾶς νήσου τοῦ Ἀπόλλωνος. Ὁ βωμὸς αὐτός, ἐπὶ τῆς ἀκροτάτης κορυφῆς τῆς νήσου, ἦτο ἀφιερωμένος εἰς τὸν Δία Ὕψιστον Κύνθιον, εἰς τὸν Ἀπόλλωνα Κύνθιον καὶ εἰς τὴν Ἀθηνᾶν Κυνθίαν.

Ὁ δὲ Λουκιανός, εἰς τὸ ἔργον του «Φιλόπατρις» (12), ἐπεξηγεῖ :

«...ὑψιμέδοντα θεόν, μέγαν ἄμβροτον (=ἀθάνατον), οὐρανίωνα, υἱὸν πατρός, πνεῦμα ἐκ πατρὸς ἐκπορευόμενον, ἕν ἐκ τριῶν καὶ ἐξ ἑνὸς τρία, ταῦτα νόμιζε Ζῆνα ( =Δία) τόνδ’ ἡγοῦ θεόν» (Ζήν=Ζεύς).

Καὶ ὁ μεταγενέστερος Ἰωάννης Μαλάλας (Χρονικῶν, 242) διευκρινίζει:

«Ὁ δὲ αὐτὸς Ὀρφεὺς ἐξέθετο ὅτι διὰ τῶν τριῶν ὀνομάτων, μιᾶς θεότητος, τὰ πάντα ἐγένετο».

Ὁ Πλάτων ἐπιμένει ἰδιαιτέρως εἰς τὴν Ἀθηνᾶν Σοφίαν, τὸν Νοῦν‐Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ:

«ἁ θεονόα ἐστὶν αὕτη...τὴν Ἀθηνᾶν, αὐτὸν νοῦν καὶ διάνοιαν», Πλάτ.,Κρατύλος, 407 

Ἀξιοπαρατήρητον ἐπίσης ὅτι ἡ Ἀθηνᾶ, συχνά, εἴτε ἐμφανιζομένη εἴτε ἀπερχομένη, μεταμορφώνεται καὶ πετάει ὡς πτηνόν. «Ἵπτατο ὄρνις ὡς, ἀνοπαία» (Ὀδύσσεια, α 320) περιγράφει καὶ ὁ Ὅμηρος. Ἐπέταξε πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ ἔφυγε ὡς ὄρνις, ὡς πέλεια ( =περιστέρι). Πρβλ.: «...καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς...».

Τὸ κυριώτερον ὅμως, ὡς πρὸς τὴν ἀρχαιοτάτην αὐτὴν Τριάδα, εἶναι ὅτι ὁ Νοῦς‐ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἀθηνᾶ Σοφία, ἐκπορεύεται πάντοτε ἐκ τοῦ Διὸς καὶ οὐδέποτε ἐκ τοῦ Υἱοῦ‐Ἀπόλλωνος. Παγία ἀρχαιοτάτη πεποίθησις ὅτι ὁ Ἀπόλλων διερμήνευε πάντοτε τὴν θέλησιν τοῦ Διός.

«Διὸς προφήτης ἐστὶ Λοξίας, πατρός», Αἰσχ. Εὐμενίδες, 12

Ὁ κάθε χρησμὸς ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Διὸς μέσῳ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ ὁποῖος φανερώνει εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ «Διὸς τὴν βουλήν» (Ὕμνος εἰς τὸν Ἀπόλλωνα Δήλου, 132). ‐ «Διὸς φήμη ἡ μαντεία· ὁγὰρ Ἀπόλλων, ὑποφήτης τοῦ πατρός, καὶ παρ’ ἐκείνου λαμβάνει τὰς μαντείας καὶ ἐκφέρει τοῖς ἀνθρώποις». Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόλλων, σὲ πολλοὺς χρησμοὺς τονίζει «πατὴρ ἐμὸς ἀνέθηκεν», μὲ τὴν ἔννοιαν: ὁ πατέρας μου μοῦ ἀνέθεσε νὰ σᾶς πῶ.

«Ὦ Διὸς ἡδυεπὲς φάτι ( =λόγε)» τὸν προσφωνεῖ καὶ ὁ Σοφοκλῆς στὴν τραγωδία του «Οἰδίπους Τύραννος» (151) (πρβλ.: «ὁ υἱὸς καὶ λόγος τοῦ Θεοῦ»).

Ἐπίσης: στὶς «Εὐμενίδες» τοῦ Αἰσχύλου, ὁ χορὸς ἀπευθυνόμενος στὸν Ἀπόλλωνα τὸν ἐξυμνεῖ ὡς καθήμενον παραπλεύρως τοῦ Διός.

«Μέγας, παρὰ Διὸς θρόνοις» (στ. 229) (πρβλ: «ὁ καθήμενος ἐκ δεξιῶν τοῦ πατρός»). Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Ἀπόλλων, ἀπευθυνόμενος στὸν χορό, δηλώνει πὼς ὁ κάθε χρησμός του, ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Διός…

«Ἀρχηγέτις Ἀθηνᾶ ( =τὸ πνεῦμα τὸ φωτίζον) καὶ πατρῷος (πατρῷος=ὁ ἐκ τοῦ πατρός) Ἀπόλλων ἐστί», Πλούταρχος, Ἀλκιβιάδης, Β’, 6-7.

Καὶ ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν ἀρχὴ τῆς Ἰλιάδος (Ραψ. Α στ. 5‐12), σαφῶς διευκρινίζει ὅτι ὁ Ἀπόλλων ὅταν ἐθύμωσε μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα ( «βασιλῆι χολωθεὶς» ) ἐπειδὴ ὁ Ἀτρείδης ἀτίμασε τὸν ἱερέα τοῦ Ἀπόλλωνος τὸν Χρύσην, ὡς τιμωρίαν ἔρριξε κακὴ ἀσθένεια στὸ στράτευμα («νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακὴν»), ὅμως «Διὸς ἐτελείετο βουλὴ» ‐ἐτελεῖτο τὸ θέλημα τοῦ Διός. Διὸς προφήτης ἐστὶν ἄναξ Ἀπόλλων», Ἄννα Τζιροπούλου , Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν. 

Ὅπως προανεφέρθη τὸ κυνηγητὸ καὶ ἡ ποινὴ θανάτου σὲ ὅποιον τολμᾶ νὰ ξεστομίζει καὶ νὰ πιστεύει κάτι ποὺ θύμιζε «Ἕλληνες», ὡδήγησε ἀρκετοὺς «κακοὺς Ἐθνικούς, εἰδωλολάτρες» νὰ προσαρμόσουν τὰ παλαιὰ πιστεύω τους, πάνω στὶς νέες ἐπιταγὲς προκειμένου νὰ διασώσουν τὶς μνῆμες τους, δημιουργώντας ἀπ’ τὴν μία, μία ἀντίθεσιν ἐν τοῖς ὅροις (λατινιστί «contradictio in terminis», π.χ. φωτεινὸν μαῦρον, τετράγωνος κύκλος, σιδερένιο ξύλον…), καθῶς ἑλληνισμὸς καὶ ἰουδαϊσμὸς δὲν συνυπάρχουν· διότι ἡ παραμικρὴ χαραμάδα φωτὸς διαλύει τὸ ἀπόλυτον σκοτάδι. Ἀπὸ τὴν ἄλλην αὐτὴ ἡ καταναγκαστικὴ ἐνσωμάτωσις τῆς κοσμοθεωρίας τῶν Ἑλλήνων καὶ ἡ ὑποβάθμισίς της στὸ ἐξανδραποδιστικὸν καλούπι τῆς θρησκείας προκαλοῦσε ἐκφυλισμὸν στὴν Ἰδέα, ἀλλὰ διατηροῦσε τὴν βάσιν μετατρέποντας ἐν προκειμένῳ τὸ συμβολικὸν «Ζεὺς, Ἀπόλλων καὶ Ἀθηνᾶ» σὲ «Πατὴρ, υἰὸς καὶ ἅγιον πνεῦμα»!  

Τὶς παραποιημένες θέσεις τῆς τριαδικότητος, δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι τὶς διατηροῦν σήμερα μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι, μέσω τῶν Ἑλλήνων. Ἦταν καὶ ὁ πρωταρχικὸς λόγος ποὺ ὡδηγήθηκαν οἱ Χριστιανοὶ Καθολικοὶ μὲ τοὺς Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους στὸ σχῖσμα.
Οἱ μνῆμες τῶν Ἑλλήνων, ἄν καὶ ἐπικεκαλυμμένες μὲ ἀλλότριον μανδύα ( Ὁ Ἀπόλλων ἔγινε Ἰησοὺς καὶ ἡ Ἀθηνᾶ, Ἅγιον πνεῦμα) δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ συμφωνήσουν μὲ τὸ «filio que» (καὶ ἐκ τοῦ υἰοῦ ἐκπορευόμενον), σὲ σημεῖον ποὺ ὅταν τοὺς προτάθηκε ἀποστολὴ βοηθείας πρὸ τῆς Ἁλώσεως τῆς Πόλεως, ἀρκεῖ νὰ ὑποχωρήσουν στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ Πάπα, ἐκεῖνοι ἀρνήθηκαν. Οἱ προϊστορικὲς ἑλληνικὲς ἀξίες ποὺ κατάφεραν νὰ κρατήσουν, τοὺς κράτησαν ἀνυπότακτους καὶ τελικῶς πολέμησαν μόνοι τους γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀλλὰ δὲν ὑπελόγιζαν τὶς πεποιθήσεις τῶν προσκυνημένων, ποὺ πάντοτε λειτουργοῦσαν ὡς Κερκόπορτα…

Διότι ἱστορικῶς καὶ διαχρονικῶς μόνον ὅσον διετηρεῖτο ἡ ἑλληνικὴ Ἰδέα πολεμούσαμε ὄρθιοι καὶ ἀνυποχώρητοι, τὸ γονάτισμα καὶ ἡ ὑποχώρησις εἶναι βαρβαρικὸν συνήθειον, ἀλλότριον πρὸς τὸν ἑλληνισμόν. 

*1 Σχετικῶς μὲ τὸν χαρακτηρισμὸν τῆς Ἀθηνᾶς, ὡς «Τριτογένεια» γράφει ὁ Διόδωρος Σικελιώτης ( «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη», Α’, 12/ Ε’, 72) :

«ὠνομάσθαι δὲ αὐτὴν Τριτογένειαν ἀπὸ τοῦ τρὶς μεταβάλλειν αὐτῆς τὴν φύσιν κατ’ ἐνιαυτόν, ἔαρος καὶ θέρους καὶ χειμῶνος»

( = Ὠνομάσθηκε καὶ Τριτογένεια ἐπειδὴ μεταβάλλει τὴν φύσιν της τρεῖς φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου, σὲ ἄνοιξιν καὶ καλοκαίρι καὶ χειμῶνα)

«μυθολογοῦσι δὲ καὶ τὴν Ἀθηνᾶν κατὰ τὴν Κρήτην ἐκ Διὸς ἐν ταῖς πηγαῖς τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ γεννηθῆναι· διὸ καὶ Τριτογένειαν ὀνομασθῆναι»

( =Λέγουν δὲ καὶ γιὰ τὴν Ἀθηνᾶ πὼς γεννήθηκε στὴν Κρήτη ἀπὸ τὸν Δία στὶς πηγὲς τοῦ ποταμοῦ Τρίτωνος· γι’ αὐτὸ καὶ ὠνομάσθηκε Τριτογένεια). 

Ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης» (24) σχετίζει τὴν σελήνη καὶ μὲ τὴν Ἀθηνᾶ : 

«...οὔτω τὴν σελήνην, Ἀθηνᾶν λεγομένην καὶ οὖσαν...»
 
(πέραν τοῦ συσχετισμοῦ τῆς σελήνης μὲ τὴν παρθένον Ἄρτέμιν, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἑκάτη κατὰ ἄλλους). Ὀνομάζει δὲ τὴν σελήνη «Τριοδῖτιν», ἐφ' ὅσον κινεῖται ἐπὶ τοῦ ζωδιακοῦ κύκλου σὲ μῆκος, πλάτος καὶ βάθος ταυτόχρονα. 

Στὸν ὕμνον στοὺς Pap. Gr. Mag. (4, 2524) ἡ σελήνη καλεῖται ὡς «τρίκτυπος, τρίφθογγος, τρικάρανος, τρινακία, τριπρόσωπος, τριαύχενος, τριοδῖτις, τρισσοῖς ταλάροισιν ἔχουσα φλογὸς ἀκάματον πῦρ,  ἔχουσα τρεῖς μορφές» κ.ἄ παρόμοια ποὺ ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα μαζὶ μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ Πλουτάρχου στὸ προαναφερθὲν σύγγραμμα πὼς διόλου τυχαίως συνεσχετίσθη καὶ μὲ τὴν τρίμορφον φωσφόρονἝκάτη, τὴν θεά σχετικὴ τοῦ Κάτω Κόσμου, τῆς θαλάσσης... 

Ἴσως μὲ αὐτὰ δεδομένα νὰ ἐξηγεῖται καὶ τὸ προσωνύμιον τῆς Ἀθηνᾶς ὡς «γλαυκῶπις» καθῶς καὶ πάλι στὸ προαναφερθὲν σύγγραμμα τοῦ Πλουτάρχου (21) μαθαίνουμε πὼς ὅταν γίνεται ἡ ἔκλειψις τῆς σελήνης κοντὰ στὴν αὐγή, παίρνει χρῶμα γαλανὸ καὶ λαμπερόν, γι' αὐτο καὶ οἱ ποιητὲς καὶ ὁ Ἐμπεδοκλῆς τὴν χαρακτηρίζουν «γλαυκῶπιν».  




Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΗΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΙΛΙΑΔΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΜΙΝΩΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ», ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ», «DE NATURA DEORUM», ΚΙΚΕΡΩΝ, «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ», ΠΑΥΛΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΚΑΤ’ ΑΠΙΩΝΟΣ», ΙΩΣΗΠΟΣ, «ΗΘΙΚΑ, ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ, «ΧΑΡΩΝ Η’ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ», ΠΛΑΤΩΝ, «DE CONFUSIONE LINGUARUM», ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΥΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELLSCOTT», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 

Σχόλια

  1. Ο άσαρκος Θεός Υιός Λόγος είναι ο Απόλλων.
    Ο ένσαρκος Υιός Λόγος Ιησούς είναι ο Διόνυσος, που οι Τιτάνες(αμαρτωλοί) μεταλαμβάνουν το Σώμα και το Αίμα Του.
    Ολη η αρχαία Ελληνική θρησκεία και μυθολογία προεικονίζει τον Τριαδικό Θεό και την Θεία Οικονομία Του, η οποία απλοποιείται και τελειοποιείται με την Εκ-κλησ-ια του Χριστού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (