Η ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΙΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΤΟΥ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΟΣ Ἀναφερόμενος στὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος γράφει ὁ Νόννος στὸ ἕκτον βιβλίον τῶν «Διονυσιακῶν» του (στ. 371 κ. ἑξῆς) : «Καὶ τότε ὁ κόσμος ἄκοσμος θὰ γινόταν καὶ ὁ Αἰὼν ποὺ τρέφει τὰ πάντα θὰ διέλυε τὴν ἁρμονία τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν εἶχαν σπαρεῖ ἀκόμα· ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα θεϊκὸν νεῦμα τοῦ Διός, ὁ Κυανοχαίτης ( = ὁ Ποσειδῶν, ὡς ἔχων μαλλιὰ στὸ χρῶμα τῆς βαθείας θαλάσσης) μὲ τὴν τρίαινά του ποὺ τέμνει τὴν γῆ, ἔσκισε στὴν μέση τὴν κορυφὴ τοῦ θεσσαλικοῦ λόφου καὶ ἔχάζετο/ χύθηκε ἀπὸ ἐκεῖ τὸ λαμπερὸν νερόν. Καὶ ἡ γῆ χύνοντας τὸν ὑψικέλευθον νιφετόν, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ πάνω της καὶ ἐφάνη παλίνορσος. Τὰ ῥυάκια τραβήχθησαν σὲ βαθειὲς κοιλότητες καὶ τὰ ἀπόκρημνα βράχια προέβαλαν γυμνά. Ὁ Ἥλιος σκόρπισε τὴν διψασμένη λάμψιν του καὶ στέγνωσε τὸ ὑγρὸν μέτωπον τῆς γῆς. Καὶ κάτω ἀπὸ τὶς ἀκόμα θερμότερες ἀκτῖνες του τὸ νερὸ ἄρχισε νὰ συμπυκνώνεται καὶ ἡ λάσπη ἔγινε πάλι ξερή, ὅπως πρῶτα... Ἡ φύσις γέλασε καὶ πάλι». Καὶ ἐπιρρωνύει τὰ γραφόμενα
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης