Εἶναι κι αὐτὸ μία ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ ἡ ὀρθογραφία της μᾶς ἀπασχολεῖ τελευταίως ἀδίκως. Καὶ λέω ἀδίκως, διότι ψάχνοντας τὸ ἔτυμόν της εἶναι ξεκάθαρον πὼς γράφεται ὅπως τὸ ἔγραφαν οἱ πρόγονοί μας τόσα χρόνια, δηλαδὴ αὐτί ! Τὸ οὐσιαστικὸν αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἄ F ημι ποὺ σημαίνει πνέω. Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες εἶχαν πρῶτοι κατανοήσει πὼς γιὰ νὰ λειτουργήσει τὸ συγκεκριμένον ὄργανον ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκούσουμε, πρέπει νὰ περάσει μέσα του ἀήρ*1 (ὁ ὁποῖος ἐτυμολογικῶς ἔχει τὴν ἴδια ῥίζα μὲ τὸ αὐτί, ἐκ τοῦ ἄFημι > ἄημι δηλαδή). Ἀπὸ τὸ θέμα λοιπὸν τοῦ ῥήματος, α F - οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες δημιούργησαν τὸ ὄργανον καὶ τὸ εἶπαν ἄ F -ς. Ὁ ἐπικὸς τύπος τοὺ οὐσιαστικοῦ αὐτοῦ, τὸν ὁποῖον μαθαίναμε στὸ σχολεῖον ἦταν οὖς, οὖας καὶ στὴν δωρικὴ διάλεκτον ἐλέγετο καὶ ὦς (ἐξ οὗ καὶ οἱ πλάγιες πτώσεις του, στὶς ὁποῖες τό -ου τρέπεται σέ -ω)*2. Καὶ ὅπως ἡ να F ς ἔγινε ναῦς (ὅταν ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὴν γλῶσσα μας τὸ δίγαμμα τὸ 403 π.Χ ἀπὸ τὸν Εὐκλείδη), ἔτσι καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἄFς ἔγινε αὖς. Κ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης