ΠΑΖΑΡΙ < ΠΕΖΟΒΑΤΩ, ΠΕΖΕΜΠΟΡΟΣ ἤ ἐκ τοῦ ΠΑΣΟΜΑΙ ( =λαμβάνω, ἀποκτῶ) ΠΑΝΤΖΟΥΡΙ < ΠΕΤΑΣΜΑ, ΠΕΤΑΥΡΟΝ ( =ἡ σανίδα) ΠΑΠΟΥΤΣΙ ( =ὑπόδημα) < ΠΑΤΟΥΤΣΙ ( < ΠΑΤΩ +ΠΟΥΣ ) ΠΑΡΑΣ ( =χρῆμα) < ΠΟΡΟΣ, βλ. ἐμ-πόριον ΠΑΣΑΣ < ΠΟΣΙΣ ( =ὁ κύριος ) ΠΑΣΟΥΜΙ < ΒΑΣΙΜΙΟΝ < ΒΑΣΙΣ ( =τὸ βῆμα) ἤ κατὰ τὸν Ἡσυχίον ἐκ τοῦ ΠΕΣΣΥΠΤΗ ( αἰολικῶς= ἡ σκυτεύρια, πεσσύγγιον =σκυτεῖον) ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ ( =ἔδεσμα ἀπὸ παστὸν κρέας) < ΠΑΣΤΟΣ, ὁ δι’ἅλατος πεπασμένος ΠΑΤΙΡΝΤΙ ( =ἀναστάτωσις, φασαρία) < ΒΑΘΥΡΡΟΘΟΣ ( = βαθύς, μεγάλος κρότος) ΠΑΤΣΑΣ < ΠΟΔΕΣ ΠΕΡΒΑΖΙ ( =πλαίσιον θύρας) < ΠΕΡΙΒΑΣΙΟΝ ἤ ἐκ τοῦ ΠΑΡΥΦΑΙΝΩ ( =συνενώνομαι κατὰ μῆκος μὲ κάτι, ἁπλώνομαι στᾶ πλάγια καὶ κατὰ μῆκος σχηματισμοῦ) ΠΕΣΚΕΣΙ < ΠΕΣΚΟΣ ( =δορὰ ζώου, περίβλημα) ΠΕΤΙΜΕΖΙ < ΠΟΤΙΜΟΣ ( «πότιμος οἶνος», ὁ ἐκ δευτέρας συνθλίψεως ) ΠΙΛΑΦΙ < ΠΙΛΗΜΑ ( =ὁ,τιδήποτε ἔχει συγκολληθεῖ μὲ συμπίεσιν) ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ < ΠΟΛΥ-ΛΗΙΣΤΙΚΟΝ ΡΑΓΙΑΣ ( =δοῦλος) < ΡΑΙΩ ( = συνθλίβω, καταστρέφω) ΡΑΦΙ < ΡΑΦΙΑΙΟΣ ( ὁ διὰ ῥαφῆς συρραπτόμ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης