*<< ΜΟΡΦΟΩ-Ω/ΜΟΡΦΩΝΩ , παρὰ τὸ μείρω, τὸ μερίζω, μορὴ καὶ μὲ πλεονασμὸν τοῦ -φ, μορφή>>, ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΜΟΡΦΟΥΜΑΙ , ὡς παθητικόν ( δηλ. ἄλλος μὲ μορφώνει) =διαμορφώνομαι, ἀποκτῶ σχῆμα/ ὡς μέσον ( δηλ. μορφώνομαι ἀπὸ μόνος μου) =καλλωπίζω, κοσμῶ τὸν ἑαυτόν μου). Ἐν ὀλίγοις, ἡ μόρφωσις ἀπαιτεῖ καὶ προσωπική, κριτικὴ σκέψιν γιὰ νὰ μὴ καταλήξει κάποιος ἀπὸ ΕΥ-ΜΟΡΦΟΣ/ΟΜΟΡΦΟΣ ,ποὺ εἶναι τὸ ζητούμενον, σὲ ΔΥΣ-ΜΟΡΦΟΝ, Α-ΜΕΡΦΗ ( =αἰσχρός, κατὰ τὸν Ἡσύχιον) καὶ σωρευτικὰ μὲ ἄλλους να σχηματίσει μίαν Α-ΜΟΡΦΗ μάζα ] ΜΟΡΦΩΣΙΣ , τὸ δίδειν μορφὴν εἰς κάτι ἀμόρφωτον καὶ ἀδιάπλαστον Καὶ γνωρίζοντας πλέον τὰ ἔτυμα θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ καταλάβει εὔκολα τὸν τίτλο, καθῶς ἡ γλῶσσα μας, προνόησε καὶ μὲ ἕνα ῥῆμα, ἔφτιαξε καὶ λεξιλόγιον ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξυψώσει τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ καὶ λεξιλόγιον ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ἰσοπεδώσει ἄν παρεκτραπεῖ καὶ παρεκκλίνει ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστον! Καὶ ἴσως ἡ εἰκόνα, ποὺ συνοδεύει τὸ ἄρθρον, ἀντικατοπτρίζει τὴν ἐντύπωσιν ποὺ ἔχουν πολλοὶ σήμερα περὶ τοῦ τί ἐστί
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης