Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΦΙΛΟΝΙΚΙΑ Ή ΦΙΛΟΝΕΙΚΙΑ;

Ἡ τήρησις τῆς ὀρθογραφίας δὲν εἶναι ζήτημα κύρους ἀλλὰ ζήτημα οὐσίας, ἱστορίας καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὴν γλῶσσα μας. Διότι ἄν δὲν δηλοῖ ἡ λέξις τὸ νόημά της, τότε ἡ γλῶσσα καθίσταται ἕνα συμβατικόν, ἀσήμαντον - κυριολεκτικῶς- ὄργανον, πρᾶγμα ποὺ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἡ ὁποία διέπεται ἀπὸ λογική, μελωδία, ἁρμονία καὶ σοφία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ, ὅπως οἱ συμβατικὲς ἀλλοδαπές. Καθεμία λέξις τῆς ἑλληνικῆς αὐδῆς ὄχι ἁπλὰ δηλοῖ τὸ σημαινόμενον, ἀλλὰ τὸ δηλοῖ καὶ μὲ τεράστια ἀκρίβεια. Γι’αὐτὴν τὴν ἀκρίβεια λοιπὸν θὰ γίνει νύξις στὸ παρὸν ἄρθρο. Στὰ σχολεῖα, σὲ πολλὰ λεξικὰ ἤ σὲ μία ἁπλὴ ἀναζήτησιν στὸ διαδίκτυο ἡ <<φιλονεικία>> γράφεται <<φιλονικία>> -καθῶς ἡ δεύτερη εἶναι ἡ μόνη πλέον ἀποδεκτὴ ὡς ὀρθὴ γραφή- καὶ αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δηλοῖ μερικὲς φορὲς κάτι διαφορετικὸ ἀπ’αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ θέλει κάποιος νὰ σημάνει! Ψάχνοντας κάποιος στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία θὰ συναντήσει καὶ τὶς δύο αὐτὲς λέξεις, ἀναλόγως τοῦ νοήματος ποὺ θέλει νὰ προσδώσει ὁ συγγρα

ΚΡΕΒΒΑΤΙ Ή ΚΡΕΒΑΤΙ;

Προσφάτως διάβαζα σὲ μία φιλολογικὴ σελίδα, ἡ ὁποία ἐνημέρωνε τοὺς ἀναγνῶστες της, πὼς τὸ κρεββάτι θὰ πρέπει νὰ τὸ γράφουμε μὲ ἕνα -β, διότι εἶναι δάνεια λέξις ἀπὸ τὰ λατινικά. Προέρχεται, ἔγραφε, ἀπὸ τὸ λατινικὸν λῆμμα « grabatus»   καὶ δάνεισε στὴν ἑλληνική (-μαμά της), τὴν λέξιν «κράββατος», ὑποκοριστικῶς κραββάτιον. Συνεχίζει λέγοντας, πὼς ἐφόσον ἡ νεοελληνικὴ γραμματικὴ ἀναφέρει, πὼς ὁποιαδήποτε λέξις εἰσάγεται ἀπὸ ξένες γλῶσσες, ὑπόκειται στὸν κανόνα τῆς ἁπλοποιήσεως, ὀφείλουμε νὰ (ἀν)ὀρθογραφοῦμε! Ἡ λέξις « ΚΡΕΒΒΑΤΙ-ΚΡΑΒΒΑΤΟΣ »  δὲν εἶναι λατινικῆς προελεύσεως, ἀκόμα κι ἄν ( ὅπως συνηθίζουμε) βαπτίσουμε λατινικά, τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τὸ ἀλφάβητoν, τὰ ὁποῖα δόθηκαν στοὺς Λατίνους γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ εκφραστοῦν! Προέρχεται ἀπὸ τά   « κρεμῶ + βάσις»    καὶ εἶναι παιδὶ τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου ( «παρὰ τὸ κρεμᾶν τὰς βάσεις», ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ). Τουτ’ἔστιν εἶναι λέξις ἄκρως ἑλληνική. Οἱ Λατῖνοι λοιπόν, δὲν μποροῦσαν νὰ προφέρουν αὐτοὺς τοὺς ἐλαφρεῖς φθόγγους κ

ΠΕΛΑΣΓΟΙ, ΓΡΑΙΚΟΙ, ΕΛΛΗΝΕΣ

Ἐτυμολογικὴ ἀνάλυσις τῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων άπὸ τὴν σπουδαία φιλόλογον Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου. Διότι δὲν νοεῖται νὰ μὴ γνωρίζουμε τί σημαίνει τὸ ὄνομά μας.  https://www.youtube.com/watch?v=tRPlA5TaC_M

ΓΗ, Η ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΕΝΝΩΣΑ

Γῆ, ἐκ τοῦ γῶ ( =γεννῶ, τίκτω, δέχομαι ἀλλὰ καὶ χωρῶ). Διόλου ἀφύσικον καθῶς ἔρθεν ( =ἀπ’τὴν γῆ) γεννιοῦνται ὅλα καὶ σ’αὺτὴν ἐπιστρέφουν! Λέξις ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μόνον γράμματα. Δὲν χρειάζονται παραπάνω! Ὅπως κι ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ δύο χρειάζεται μόνον, τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα. Κι ὅπως τὸ ὑνὶ ὀργώνει τὴν γῆ καὶ σπείρεται ὁ καρπὸς κι ἀνθοφορεῖ ἔτσι καὶ ἡ δυναμένη φέρειν καρπόν (ἔρωτος) καὶ τίκτουσα «ἄνθος», λέγεται Γ-ΥΝΗ. Ἡ μήτηρ λοιπὸν  ΓΗ  ἤ  ΓΕΑ  ἤ  ΓΑΙΑ  ἤ  ΔΗ  ἤ  ΔΑ  ἤ  ΖΑ  ἔχει πάμπολλες διαφορετικὲς ὀνομασίες ἀναλόγως τὴν νοηματικὴ ἀπόχρωσιν ποῦ θέλουμε νὰ τῆς προσδώσουμε. Καὶ εἶναι ἀξιοσημείωτον τὸ γεγονός, πὼς καμμία ἀπ΄αὐτὲς τὶς συνώνυμες λέξεις της δὲν ἔχει χαθεῖ στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ ἐπιβιώνει κι ἄν ὄχι αὐτούσια, μέσω τῶν παραγώγων καὶ τῶν συνθέτων της. Ἄλλη ὀνομασία λοιπὸν τῆς γῆς εἶναι ἡ  ΑΡΟΥΡΑ . Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀρόω ποὺ σημαίνει καλλιεργῶ, ὀργώνω. Σήμερα τὴν λέμε καὶ ἀγρὸν κι ἀπ’αὐτὸ ἔχουμε δημιουργήσει χιλιάδες ἄλλε

ΟΙ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΛΟΣ

ΟΙ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΛΟΣ ( Ἡ Ἅλς < σαλς < Fαλς) Ὄνομα μαγικόν, ποὺ προφέροντάς το ἀποδεικνύεις πὼς κανένα ἔτυμον τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης δὲν εἶναι τυχαῖον, πὼς διόλου αὐθαίρετος δὲν ἦταν καὶ ὁ τρόπος ἐκφορᾶς τῶν λέξεων ἀπ’ τὸ στόμα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, αὐτῶν τῶν σπουδαίων ἀνθρώπων (ἄνθρωπος, ἐκ τοῦ ἀναθρεῖν ἅ ὄπωπε κατὰ τὸν Σωκράτη, γιατὶ κάποτε οἱ ἄνθρωποι ἐσκέπτοντο βαθέως αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔβλεπαν). Ὅσο κι ἄν βαρβαρίσαμε, ὅσο κι ἄν ὑποβαθμίσαμε τὸ εἶναι μας, ἡ λέξις «ἅλς» θὰ μᾶς θυμίζει πάντα τὴν Ἑλλάδα, τὸν κρότον τοῦ κύματος ποὺ ἀκουμπᾶ τὴν ἀμμουδιά, γιατὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἦχον πῆρε τὸ ὄνομά της! Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὶς διαλέκτους της καὶ μὲ τὴν φαντασία τῶν ὁμιλούντων της, κατάφερε νὰ ἀποδώσει καὶ τὴν παραμικρὴ διαφορὰ στὶς διαθέσεις τῆς θαλάσσης, στὴν ἔκτασίν της, στὰ πάντα της. Ἀποχρώσεις δυσνόητες γιὰ τοὺς ἀλλοθρόους παρατηρητές, οἱ ὁποῖοι ἀφ΄ἑνὸς λόγῳ ἐλλείψεως θαλάσσης κι ἀφ’ἑτέρου λόγω ἐλλείψεως πλαστικότητος τῆς γλώσσης τους, δὲν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ νὰ ἀκολουθ

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΕΝΑΣ ΙΕΡΟΣ ΘΕΣΜΟΣ

Ἡ ξενομανία ἔχει φτάσει σὲ τέτοιον βαθμόν, ὥστε πολλοὶ σήμερα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τους νὰ τὰ ἀποκαλοῦν father, mother, bro(ther), sis(ter) ( σημ.: ὅλα ἀπὸ ἑλληνικὰ ἔτυμα, ἐξηγοῦνται παρακάτω). Λίγο ἀκόμα καὶ θὰ ἀποκαλοῦμε καὶ τὴν οἰκογένεια φαμίλια. Ἔχετε σκεφτεῖ ποτέ ὅμως τί εἶχε στὸ μυαλό του ὁ ὀνοματοθέτης καὶ τὴν ὠνόμασε «οἰκογένεια» καὶ τὰ μέλη της ἔτσι ὅπως τὰ ὠνόμασε; Ἀρχικά, γιὰ νὰ ἐννοήσει κάποιος τί ἐστὶ οἰκογένεια, πρέπει νὰ μελετήσει τί σημαίνει οἶκος καὶ τί γένος. Ὁ  ΟΙΚΟΣ λοιπὸν ὀφείλει τὸ ὄνομά του στό - Ο - ποὺ σημαίνει τὸν κλειστὸν χῶρον, τό - ΙΚ - ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἵκω =φτάνω καὶ τὴν κατάληξιν - ΟΣ - ποὺ δηλοῖ σταθερότητα καὶ ὁρισμόν (Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ). Εἶναι κατὰ κυριολεξία ὁ κλειστὸς χῶρος ποὺ ἔχει ὁρίσει τὶς γιὰ νὰ φτάνει, νὰ ἐπιστρέφει, ἡ βάσις τοῦ καθενός, τὸ ἄσυλόν του, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα. Ἀπ’τὴν ἄλλη τὸ  ΓΕΝΟΣ προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «γίγνομαι» καὶ σηματοδοτεῖ τὸν γόνον σου, τὴν προέλευσίν σου, τὴν σύνδεσίν σου μὲ τοὺς προγόνους σου,

ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: HUMOUR

Ἡ λέξις humour θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς ἀνάγεται σὲ ἀγγλικὸ ἔτυμον καὶ σηματοδοτεῖ κάτι ποὺ σχετίζεται ξεκάθαρα μὲ τὸ γέλιο. Εἶναι ὅμως ἀλήθεια; Κι ἄν ὄχι, ποῦ βρίσκεται τὸ ψέμα, στὸ ὅτι δὲν εἶναι ἀγγλικὴ ἤ στὸ ὅτι δὲν σηματοδοτεῖ τὸ γέλιο; Ἡ ἀπάντησις εἶναι πὼς δὲν εἶναι ἀλήθεια καὶ γιὰ τοὺς δύο λόγους! Κι αὐτὸ διότι προέρχεται ἀπὸ ἀμιγῶς ἑλληνικὸν ἔτυμον καὶ σχετίζεται μὲ τὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ ἀτόμου. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἡ λέξις humour προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικοτάτη λέξιν «ΧΥΜΟΣ». Χυμὸς κατὰ κυριολεξία εἶναι ὁ ὑγρός ( βλ. ὑμήττιος Ζεύς = ὁ ὑγρὸς Ζεύς < ὕω=βρέχω, μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σέ «χ»). Στὸν «Κρατύλο (περὶ ὀνομάτων ὀρθότητος) » τοῦ Πλάτωνος ἀναφέρεται πὼς στὴν εὐβοϊκὴ διάλεκτο τὸ τελικό -ς προφέρεται -ρ. Αὐτὸ τὸ φαινόμενον ὀνομάζεται ῥωτακισμὸς καὶ δὲν ἦταν μόνον ἴδιον τῆς εὐβοϊκῆς διαλέκτου. Στὴν δωρικὴ Ἡλεία ἀλλὰ καὶ στὴν Λακωνία μετὰ τὸν 4ο αἰ. π.Χ εἶναι σύνηθες φαινόμενον καὶ γι’αὐτὸ καὶ στὰ κείμενα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς συναντᾶται μονίμως τό -ρ ἀντὶ τοῦ -σ στὴν κατάληξιν (

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.4: ΤΛΩ

Γιατί ὁ δεύτερος μεγαλύτερος ὠκεανὸς τῆς γῆς λέγεται Ἀτλαντικός; Τί κοινὸν ἔχει ἕνας ταλαίπωρος μὲ ἕναν ἀθλητή; Πῶς συνδέονται ἡ ἐξάρτυσις ἑνὸς φαντάρου μὲ τὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία καὶ τὸ δολλάριο μὲ τὴν Ἰταλία; Ἡ ἀπάντησις εἶναι τὸ ῥῆμα ΤΛΑΩ-ΤΛΩ ( < ταλάω < ταλάFω < τλάFω ), τὸ ὁποῖον νεοελληνικῶς σημαίνει ὑπομένω, ἀντέχω. ΑΤΛΑΣ ( < ἐπιτατικόν ἀ + τλῶ) εἶναι ὁ τὰ πάντα ὑπομένων καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖον τὸ ὄνομά του ὁμωνύμου Τιτᾶνος, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμωρηθεῖ ἀπ’τὸν Δία νὰ κουβαλάει στοὺς ὤμους του τὸν οὐράνιο θόλο. Ὁ ἴδιος πέφτοντας ἀπὸ ἕνα βουνὸ τῆς βορειοδυτικῆς Ἀφρικῆς ἔδωσε τὸ ὄνομά του σὲ ὁλόκληρη τὴν ὀροσειρά, ἡ ὁποία φέρει τὸ ὄνομά του μέχρι καὶ σήμερα, ἀλλὰ καὶ στὸν ὠκεανὸ στὸν ὁποῖον προσθαλασσώθηκε τὸν ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ . Ἀκόμα, χάριν αὐτοῦ οἱ ἰατροὶ ὀνομάζουν ἄτλαντα τὸν πρῶτον σπόνδυλον τῆς σπονδυλικῆς στήλης ἐπειδὴ εἶναι αὐτὸς ποὺ σηκώνει στούς «ὤμους» του τὸ βάρος τῆς δικῆς μας σφαῖρας, τοῦ κεφαλιοῦ. Ἀπὸ τό «τλάω» παράγεται ὅμως καὶ ὁ  ΑΘΛΗΤΗΣ ( μὲ τ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.3: ΚΥΝΩ ΚΑΙ ΚΥΩΝ

Λέξεις-παράδειγμα πὼς δύο μόνον συλλαβὲς ἀρκοῦν γιὰ νὰ συσχετίσεις τὸν πιστὸ μιᾶς θρησκείας, μὲ τὸν σκύλο, τὸν Ἀγαμέμνονα, τὸν ἀναιδῆ, τοὺς φιλοσόφους, τὶς Κανάριες Νήσους καὶ τὴν βοτανολογία! Ἀρκεῖ νὰ διαθέτεις φαντασία καὶ εὔπλαστη γλῶσσα! ΚΥΝΕΩ-ΚΥΝΩ σημαίνει φιλῶ, ἀσπάζομαι. Ἔχει ἐπιβιώσει στὴν γλῶσσα μας μέχρι σήμερα μέσω τοῦ συνθέτου τού, ΠΡΟΣΚΥΝΩ . Τὴν πρόθεσιν «πρός» ἐμπρὸς ἀπ’τὸ κυνῶ δὲν τὴν ἔθεσαν τυχαίως οἱ Ἕλληνες ἀλλὰ γιὰ νὰ διευκρινίσουν πὼς ὁ  ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ κάνει τὸν κόπον καὶ προσ-έρχεται γιὰ νὰ φιλήσει κάτι, νὰ προσ-φέρει τὴν λατρεία καὶ τὸν σεβασμόν του σὲ κάποιον θεόν. Κατὰ τὴν δημιουργία του, τὸ ἔτυμόν του δὲν περιεῖχε τὴν ἔννοια τῆς γονυκλισίας γιατὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν ἔσκυβαν ὅταν προσέφεραν λατρεία στοὺς θεούς τους ( «οὐκ εἴθισται τοῖς Ἕλλησι προσκυνέειν», Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης). Αὐτὴ ἡ σημασία, τοῦ προσεδόθη ἀργότερα ἐπειδὴ παρατηροῦσαν πὼς οἱ βάρβαροι εἶχαν ἔθιμον νὰ προσφέρουν λατρεία στὸν μεγάλον βασιλιὰ ὑποκλινόμενοι, δηλώνοντάς του ἔτσι τὴν

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.2: ΔΑΙΩ

Ἄραγε ἑσεῖς πόσο συχνὰ χρησιμοποιεῖτε τὸ ῥῆμα «δαίω» στὸν λόγον σας; …Μὴ βιαστεῖτε νὰ ἀπαντήσετε γιατὶ ἡ ἀπάντησις εἶναι λιγότερο εὔκολη ἀφ’ὅσο νομίζετε! Τὸ ῥῆμα ΔΑΙΩ ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ δεῖ καὶ μὲ «διαφορετική αμφίεσιν» στὰ κείμενα ( οἱ συνήθεις βρίσκονται ἐντὸς παρενθέσεων) ἔχει 4 διαφορετικὲς ἀλλὰ παρεμφερεῖς σημασίες: 1. Τεμαχίζω καὶ κατ’ἐπέκτασιν μοιράζω ( ΔΑΙΟΜΑΙ/ΔΑΤΕΟΜΑΙ ) 2. Καίω ( =ψήνω) καὶ κατ’ἐπέκτασιν ξηραίνω/καταστρέφω ( ΔΑΪΖΩ ) 3. Εὐωχοῦμαι [  ΔΑΙΝΥΜΙ =προσφέρω γεῦμα, ἑορτάζω, ( προφανῶς συνεκδοχικῶς μὲ τὶς 2 πρῶτες ἔννοιες, ἐπειδὴ τεμάχιζαν καὶ ἔψηναν τὰ ζῶα πρὶν τὰ φάνε)] 4.Μανθάνω ( ΔΑΩ,ΔΑΣΚΩ,ΔΙΔΑΣΚΩ ), μὲ μεταφορικὴ χροιά. Καὶ μὲ τὶς 4 σημασίες του ἐπιβιώνει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου μέχρι καὶ τὶς μέρες μας. Τὰ λήμματα ποὺ προκύπτουν ἀπ ’αὐτὸ εἶναι ἀμέτρητα ὁπότε ἐνδεικτικῶς θὰ ἀναφέρω μερικά. ΔΑΜΟΣ/ΔΗΜΟΣ σημαίνει ἀρχικῶς περιοχή. Τεμαχίζοντας τὴν χώρα σὲ μικρότερα κομμάτια προκύπτουν καὶ οἱ δῆμοι. Καὶ τοὺς δήμους φυσικὰ συνοδεύει καὶ ὁ λαός