Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ NΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΕΙΚΩ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΕΙΚΩ Ἀκόμα ἕνα ῥῆμα ποὺ ἔχει τόσο πολὺ ἀδικηθεῖ, καθῶς τὸ χρησιμοποιοῦμε καθημερινῶς, ἀλλὰ ἄν ῥωτήσεις κάποιον πόσο συχνὰ τὸ χρησιμοποιεῖ στὸν λόγο του, τὸ πιὸ πιθανὸν εἶναι νὰ σοῦ πεῖ <<καθόλου, αὐτὸ εἶναι ἕνα νεκρὸ ῥῆμα, εἶναι ἀρχαιοελληνικό, δὲν τὸ χρησιμοποιοῦμε πλέον…>>. Κι ὅμως! Τὸ  F είκω < εἴκω προέρχεται ἐκ τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας ἕ + ἵκω ( =φτάνω), ἐπιστρέφω στὸν ἑ-αυτόν μου, παύω νὰ εἶμαι ἐπιθετικός. Γι’αὐτὸ καὶ σημαίνει : 1.       Ὑποχωρῶ, ἐνδίδω καὶ ἁρμόζω 2.         Ὁμοιάζω [ κυρίως ὁ παρακείμενος μὲ σημασία ἐνεστῶτος ἔοικα ( =ἔχω ὑποχωρήσει, ἄρα εἶμαι σύγγνωμος, ὅμοιος)] Ὕπὸ τὴν πρώτη ἔννοιά του, παρήγαγε πολλὲς λέξεις ποὺ μέχρι καὶ σήμερα τὶς χρησιμοποιοῦμε ἀλώβητες. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρω μερικὲς ἀπ’αὐτές: Ἡ λέξις  ΝΕΙΚΟΣ ( = ἡ ἔρις, < ἀρνητικὸν μόριον νη + εἴκω) εἶναι κατὰ κυριολεξία ἡ μὴ ὑποχώρησις, γι’αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ ἔριδες λέγεται ΦΙΛΟΝΕΙΚΙΑ καὶ κάποιος ποὺ εἶναι φίλερις λέγεται καὶ  ΦΙΛΟΝΕΙΚΟΣ . Ἀπ’τὴν ἄλλ

ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ, ΟΙ ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΑ ΤΟΥ

Διαβάζοντας κάποιος τὸν τίτλο τοῦ ἄρθρου περιμένει πὼς θὰ διαβάσει κάποιο ἐπιστημονικὸν ἄρθρον ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ἐξειδικευμένους φιλολόγους μὲ πολυετῆ πεῖρα στὸν τομέα τους. Κι ὅμως οἱ λέξεις μιλοῦν ἀπὸ μόνες τους, ἡ γλῶσσα μας διέπεται ἀπὸ λογικὴ καὶ θέλω νὰ πιστεύω πὼς στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου δὲν θὰ ἀκούγονται σὰν κινέζικα ἑλληνικὲς λέξεις, ὅπως πτωτικά, συγκεκριμένα/ἀφηρημένα οὐσιαστικά, θέμα καὶ χαρακτὴρ περιττοσυλλάβων ὀδοντικολήκτων οὐσιαστικῶν κλπ. Κατ’ἀρχὴν ὅμως πρέπει νὰ διευκρινίσουμε τὸ ἑξῆς ἁπλό : Τί εἶναι οὐσιαστικὸν καὶ γιατί τὸ λέμε ἔτσι; ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΝ  ΟΝΟΜΑ ἐκ τοῦ  ὄ ν > ε ἰ μί ( =εἶμαι, ὑπάρχω), διότι χωρὶς ὄνομα δὲν ὑπάρχεις] Τὰ ὠνόμασαν οὐσιαστικά ( > οὐσία > ε ἰ μί), καθῶς δηλώνουν ὁ,τιδήποτε ὑπάρχει γύρω μας. Μποροῦν νὰ χωριστοῦν σὲ διάφορες ὑποκατηγορίες, ἀναλόγως μὲ τὸ κριτήριον διαιρέσεως ποὺ θέτει κάποιος. Χονδρικῶς ἕνα οὐσιαστικὸν μπορεῖ νὰ εἶναι: εἴτε   ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΝ , νὰ δηλώνει δηλαδή: α) ὄνομα ἐμψύχου ἤ ἀψύχου π.χ ὁ Ἡρακλῆς, ἡ Ἰόλη, ὁ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΟΝΙΝΗΜΙ

* ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΟΝΙΝΗΜΙ Ὀνίνημι ἐκ τοῦ ἀκόμα ἀρχαιοτέρου ὀνέω ( =ὠφελῶ, εὐεργετῶ, ὑποστηρίζω ἀλλὰ καὶ προξενῶ εὐχαρίστησιν, εὐφραίνω). Τὸ μεσοπαθητικὸν ὀνίναμαι σημαίνει ἔχω κέρδος, προσπορίζομαι, χαίρω βοηθείας. Ἀπ΄αὐτὸ ἔχουν μείνει στὴν γλῶσσα μας οὐκ ὀλίγες λέξεις, ἄλλες πιὸ συνηθισμένες, ἄλλες πιὸ δυσεύρετες στὸν καθημερινὸν λόγον. Σὲ κάθε περίπτωσιν ὅμως πρόκειται γιὰ ἕνα ζωντανὸ ῥῆμα ποὺ τὰ παράγωγά του τὰ χρησιμοποιοῦμε σὲ καθημερινὴ σχεδὸν βάσιν. Κατ’ἀρχάς, ἄνευ αὐτοῦ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ὀνομάσουμε τὰ  ΟΝΕΙΡΑ μας. Τὸ  ΟΝΑΡ ( τοῦ ὀνείρου) / ΟΝΕΙΑΡ (τοῦ ὀνείατος) κυριολεκτικῶς εἶναι ἡ ὠφέλεια ποὺ λαμβάνεις στὸν ὕπνον σου. Κι ἐδῶ μία μεγάλη, ἀλλὰ μὴ  ΑΝΟΝΗΤΗ ( =ἄχρηστη) παρὰ  ΟΝΗΣΙΜΗ ( =ἐπωφελής) γιὰ τὶς ἱστορικές μας γνώσεις παρένθεσις πρέπει νὰ ἀνοίξει, γιὰ νὰ διευκρινιστεῖ πὼς τὸ ὄνειρο ἦταν κάτι διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ ἐνύπνιον ( <<Ὄνειρον ἐνυπνίου διαφέρει… τῷ μὲν εἶναι σημαντικόν τῶν μελλόντων, τὸ δὲ τῶν ὄντων>>, Ἀρτεμίδωρος, Ὀνειροκριτικόν). Τὸ ὄνε

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ

Τί εἶναι τὸ χρῶμα; Καὶ γιατί τὰ βασικότερα χρώματα τὰ λέμε ἔτσι ὅπως τὰ λέμε; Ἡ δευτέρα ἐρώτησις φαίνεται δυσκολωτέρα ἀπὸ τὴν πρώτη, ἀλλὰ πιὸ δύσκολα κανεὶς ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα γιατί τὰ ἀποκαλοῦμε χρώματα, παρὰ στὸ γιατί τὸ πορτοκαλί, τὸ λέμε πορτοκαλί! Ποία εἶναι ἡ ἐτυμολογία τῶν χρωμάτων; Κατ’ἀρχάς, ἡ λέξις  ΧΡΩΜΑ προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξιν χρώς ( =τὸ δέρμα) ἀπὸ ὅπου προέρχεται καὶ ἡ χροιά (<<Πυθαγόριοι δὲ χροιὰν καὶ χρῶμα ἐκάλουν τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ σώματος>>, Γαληνός). Ἄρα λοιπὸν χρὼς εἶναι κυριολεκτικῶς ἡ ἐπιδερμίς. Κι αὐτὸ ἔρχεται ἴσως νὰ λύσει καὶ τὴν ἀπορία ποὺ προκύπτει ὅταν κάποιος μαθαίνει ὅτι τὰ βασικὰ χρώματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἦταν 4: τὸ λευκό, τὸ μαύρο, τὸ κόκκινο καὶ τὸ κίτρινο (<<Λευκόν τε καὶ μέλαν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ὠχρόν, Δημόκριτος>>, Θεόφραστος, Περὶ αἰσθήσεως, 74). Καὶ γράφω πὼς ίσως λυθεῖ ἡ ἀπορία συσχετίσεως τῆς ἐπιδερμίδος μὲ τὰ 4 βασικὰ χρώματα, καθῶς αὐτὰ εἶναι τὰ κυριώτερα χρώματα ποὺ μέχρι καὶ σήμερα περιγράφουν τὸ χρῶμα τῆ

ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 : VIDEO/ AUDIO

Σήμερα σχεδὸν κανεὶς δὲν χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις «μαγνητοσκόπησις, ταινία, ὀπτικογράφημα» ἤ «μαγνητοσκόπιο, ὀπτικογράφος» ( ἄν ἀναφερόμαστε στὴν συσκευή) καί «ἦχος» , « αὐδ ή»   ὅ ταν θέλει νὰ περιγράψει τὶς ἔννοιες video καὶ  audio . Καὶ λέω σχεδὸν κανεὶς γιατὶ ἡ λέξις «ήχος» ἴσως καὶ νὰ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ἐλάχιστες φορὲς ἀπὸ κάποιους. Καὶ καμμιὰ φορὰ ἀναρωτιέμαι τί εἶναι καταστροφικότερον γιὰ τὴν γλῶσσα μας; Τὸ νὰ χρησιμοποιοῦμε στὸν λόγον μας λέξεις ποὺ νομίζουμε γιὰ ἀλλοδαπὲς ἤ τὸ νὰ μὴ ξέρουμε πὼς δὲν εἶναι ἀλλοδαπές; Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τό «διακρίνω, βλέπω» τὸ ἔλεγον καὶ  F είδω. Τὸ δίγαμμα τὸ ὁποῖον προεφέρετο σὰν ἕνα πολὺ ἐλαφρύ, ἀνεπαίσθητον -φ/-β (συνήθως) ἦταν ἕνας τόσο λεπτὸς φθόγγος ποὺ οἱ Λατῖνοι δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν προσαρμόσουν στὴν λαλιά τους καὶ τὸ προέφεραν βαρύγδουπα [v] . Δὲν εἶναι καὶ πολὺ δύσκολον νὰ τὸ διανοηθοῦμε αὐτό , ἄ ν ἔχουμε ἀκούσει ἔστω καὶ μία φορά στὴν ζωή μας ἀλλοδαπὸν νὰ προφέρει τοὺς φθόγγους  - γ, -δ, -χ, -θ κλπ. Ἔτσι λοιπὸν τό «Ἐγώ F ε

ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Ψάχνοντας κανεὶς τὰ λήμματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν ἥλιο καταλαβαίνει πὼς πρόκειται γιὰ μία ἀτέρμονο διαδικασία. Κι αὐτὸ διότι ὁ ὀνοματοθέτης εἶχε καταλάβει τὴν σημαντικὴ ἀξία ποὺ ἔχει τὸ φῶς του καὶ ἡ θερμότης του γιὰ τὴν ζωή μας, ὁπότε ὁ,τιδήποτε καλό, ὁ,τιδήποτε σχετικὸν μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν θερμότητα συνεσχετίζετο μὲ αὐτόν. Ἐπίσης, ἕνας μελετητὴς θὰ παρατηρήσει πὼς τὸ λεξιλόγιον τοῦ ἡλίου σχετίζεται ἄμεσα μὲ αὐτὸ τῆς ἁλός. Ἀναπόφευκτον, καθῶς ὁ ἁέλιος/ἡέλιος/σέλιος/ἅλιος/ἥλιος σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ἅλα, ἐφόσον οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι εἶχον παρατηρήσει πὼς ἀπ’ αὐτὴν φαίνεται νὰ ξεπροβάλλει ὅταν ἀνατέλλει καὶ σὲ αὐτὴν φαίνεται πὼς βυθίζεται ὅταν δύει. Αὐτὰ ἐκ πρώτης ὄψεως, διότι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ἔχει ἐξερευνηθεῖ καὶ μελετηθεῖ ἐνδελεχῶς ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐπιστήμονες τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔτσι ὁ Ἐμπεδοκλῆς παρετήρησε πὼς ὁ ἥλιος εἶναι συναθροισμένον καὶ συσσωρευμένον πῦρ, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ὕδωρ εἶναι γιὰ τὴν θάλασσα ( «ὁ μὲν ἁλισθείς, μέγαν οὐρανὸν ἀμφιπολεύει» ). Ἀλλὰ ὑπῆρχαν

ΤΑ 10 ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Τί εἶναι οὐσιαστικὸν καὶ σὲ τί διαφέρει ἀπὸ τὸ ἐπίθετον; Γιατί δὲν τὸ λέμε ῥῆμα; Ἡ γνωστὴ ἐρώτησις «Τί μέρος τοῦ λόγου εἶναι ὁ/ἡ/τὸ τάδε;» ἀπὸ τοὺς ἐπιθυμοῦντες νὰ γνωρίσουν κάτι/κάποιον ἔχει βαθεῖα καὶ μακρὰ ἱστορία. Διότι γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἐγκέφαλος νὰ κατοχυρώσει μία πληροφορία, πρέπει νὰ τὴν ὁρίσει, νὰ τὴν χωρίσει σὲ μικρότερα κομμάτια ὥστε νὰ τὴν ταξινομήσει καὶ νὰ τὴν κατανείμει στὰ δικά του «κουτάκια», ἀπὸ ὅπου θὰ μπορέσει νὰ τὴν ἀνασύρει ὅποτε τὴν χρειαστεῖ. Δὲν εῖναι τυχαία ἡ ἐτυμολογικὴ σχέσις του νέμειν/μένειν μὲ τὴν μνήμη, οὔτε καὶ πὼς ἡ μήτηρ τῶν 9 Μουσῶν-προστάτιδων τῆς γνώσεως, ἐλέγετο Μνημοσύνη ( τόσα γράμματα ὅσα καὶ οἱ κόρες της). Ἔτσι κάπως λοιπὸν γιὰ τὶς λέξεις μας, γεννήθηκε ἡ «Τέχνη Γραμματική». Ἄλλωστε δὲν θὰ μποροῦσε ἡ τελειοτέρα γλῶσσα τοῦ κόσμου, ποὺ γιὰ γραμματικὴ ἔχει κανόνες μουσικῆς, μαθηματικῶν καὶ φιλοσοφίας, νὰ μὴν ἔχει βάλει σὲ τάξιν τὶς λέξεις της. Καὶ ἐπειδὴ τὸ ὄνομα εἶναι πάντα ὅμοιον τοῦ πράγματος (Πλάτων, Κρατύλος), ἡ λέξις πρέπει νὰ δηλοῖ αὐ

ΥΠΕΡ ΤΟ ΔΕΟΝ Ή ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΔΕΟΝΤΟΣ;

Ὅταν θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι κάτι ἔχει ξεπεράσει κάθε ὅριον, λέμε λανθασμένα πὼς εἶναι « ὑπὲρ τοῦ δέοντος ». Ἡ γραμματική μας, μᾶς ἐνημερώνει πὼς ἡ πρόθεσις «ὑπέρ» συντάσσεται μὲ  γενική , ὅταν μεταξὺ ἄλλων θέλουμε νὰ δηλώσουμε τὴν ὑπεράσπισιν, ὑποστήριξιν  πρὸς κάποιον/κάτι: Π.χ.1: Ὁμιλῶ ὑπέρ σου. ( = Σὲ ὑποστηρίζω) Π.χ.2: Λόγος ὑπὲρ Μαντιθέου ( = Λόγος ὑπερασπίσεως τοῦ Μαντιθέου) Π.χ.3: Ψηφίζω ὑπὲρ τῆς Ἀριάδνης γιὰ τὴν θέσιν τῆς διευθύντριας στὴν ἑταιρεία. ( =Ὑποστηρίζω τὴν ὑποψήφια Ἀριάδνη γιὰ τὴν θέσιν). Π.χ.4: Ἔγινε τηλεμαραθώνιος ὑπὲρ τῶν σεισμοπαθῶν. ( =Διεξήχθη τηλεμαραθώνιος γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς σεισμοπαθεῖς). Ἔτσι ὅταν λέμε «ὑπὲρ τοῦ δέοντος» ἐννοοῦμε πὼς τιθέμεθα, ψηφίζουμε ὑπὲρ αὐτοῦ ποὺ πρέπει. Γιὰ νὰ δηλώσει ἡ πρόθεσις «υπέρ» τὴν ὑπέρβασιν τοῦ μέτρου , τῶν ὁρίων, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ συνταχθεῖ μὲ  αἰτιατική . Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἡ φράσις «υπέρ το δέον» σημαίνει πάνω ἀπ’αὐτὸ ποὺ πρέπει, πάνω ἀπὸ τὸ ἐπιτρεπτόν/ ἀνεκτὸν ὅριον:  Π.χ.1: Ἦταν ὑπὲρ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ: ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Ἡ σημασία τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἀλλὰ καὶ τὰ σχήματα τῶν γραμμάτων δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖα. Ἐκτὸς ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων χρησιμοποιοῦμε ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ἀλφάβητο ἐδῶ καὶ χιλιετίες (βλ. ἄρθρον «περὶ φοινικικοῦ ἀλφαβήτου»). Ἀναλόγως μὲ τὴν πόλιν-κράτος παρατηροῦνται κάποιες διαφορὲς στὸν ἀριθμὸ τῶν γραμμάτων π.χ. τὸ Κορινθιακὸν καὶ τῆς Μιλήτου ἀπετελεῖτο ἀπὸ 24 γράμματα, τῆς Κύμης (Χαλκιδικό) ἀπὸ 25. Τὸ Ἰωνικὸν εἶχε 27 γράμματα (τὸ ὁποῖον καὶ υἰοθετήθηκε ὡς κοινὸν ἀλφάβητον ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἑλλαδίτες κατὰ τὸν 4ο αἰ. π.Χ) καὶ τὸ Κρητικὸν 21. Ἡ σημασία τῶν γραμμάτων καὶ ἡ ἔμπνευσις τῶν σχημάτων τους ἔχει ὡς ἑξῆς: Α:  « Παρὰ τὸ ἀλφῶ/ἀλφάνω (=εὑρίσκω), πρῶτον γὰρ τῶν ἄλλων στοιχείων εὑρέθη» (Μέγα Ἐτυμολογικόν). Βρέθηκε πρῶτον ἀπὸ ὅλα, ἐξ οὗ καὶ ἡ πρώτη θέσις ποὺ κατέχει στὸ ἀλφάβητον. Εἶναι ὁ πρῶτος φθόγγος τοῦ ἀνθρώπου, ἐφόσον τὸν φθέγγει ἀσυναίσθητα ἀπὸ τὴν γέννησίν του. Τὸ πρῶτο κλάμα του εἶναι «αα», ὅταν χτυπάει, ὅταν πονάει, ὅταν γελάει, ὅταν χαίρεται, ὅταν κλαίει ἔχει τὴν τάσιν νὰ