Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ. 13: ΚΕΙΡΩ

{ Ὁ Ἀ πόλλων τοῦ Kassel. Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ παρατσούκλια τοῦ Ἀπόλλωνος εἶναι  ΑΚΕΡΣΟΚΟΜΗΣ , διότι δὲν κείρει τὴν κόμην του ( <<ἀπενθὴς γὰρ ὁ θεός>>, Μ.Ε. κι αὐτὸ διότι συνηθίζετο νὰ κόβουν τὰ μαλλιά τους κοντὰ ὡς ἔνδειξιν πένθους. Ὁ Ἀπόλλων ὡς θεός τοῦ φωτὸς ἀπεχθάνεται τὸ σκότος τοῦ θανάτου καὶ εἶναι πάντα νηπενθής ). Τὸ ὄνομά του ὀφείλεται στὴν πόλιν Kassel τῆς Γερμανίας, ὅπου βρίσκεται τὸ πληρέστερα σωζόμενο ἀντίγραφο. Εἶναι προφανές ὅτι τὸ ἄγαλμα εἰκονίζει τὸν θεὸν Ἀπόλλωνα, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὰ νεανικά του χαρακτηριστικὰ καὶ τὰ μακριὰ μαλλιά του. Ἡ φαρέτρα, τὴν ὁποία ὁ ἀντιγραφεὺς ἀπεικόνισε στὸ ἀναγκαῖο στήριγμα τοῦ μαρμάρινου ἀντιγράφου, ἐπιτρέπει καὶ αὐτὴ νὰ ταυτίσουμε τὸν τοξότη θεό. Στὸ δεξιὸν χέρι ὁ Ἀπόλλων εἶχε τόξο καὶ βέλος· τί κρατοῦσε στὸ ἀριστερὸ δὲν γνωρίζουμε μὲ βεβαιότητα, εἶναι ὅμως πιθανὸν ἀπὸ τὴν θέσιν τῶν δαχτύλων ὅτι ἦταν ἕνα μικρὸ ἔντομο, μιὰ ἀκρίδα. Ἄν εἶναι ἔτσι τὸ ἄγαλμα εἰκονίζει τὸν Ἀπόλλωνα Παρνόπιο  [ ἐπίθετο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν λέ

ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ, ΧΑΡΙΣ ΣΕ , ΕΝΕΚΑ/ΕΝΕΚΕΝ Ή ΛΟΓΩ;

  ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ, ΧΑΡΙΣ ΣΕ, ΕΝΕΚΑ/ΕΝΕΚΕΝ Ή ΛΟΓΩι; Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συνηθισμένα λάθη ποὺ γίνονται ὅταν θέλουμε νὰ ὑποδείξουμε ποιός/τί εἶναι ὑπεύθυνος/ο γιὰ κάτι ποὺ συμβαίνει εἶναι ἡ ἐσφαλμένη χρῆσις τῶν λέξεων τοῦ τίτλου. Ἀναλυτικότερα, τὸ ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ( > ἐκ +αἰτία) + γενική , ὑποδηλώνει τὴν αἰτία ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ συμβεῖ κάτι ἀρνητικόν, κάτι δυσάρεστον καὶ ἀνεπιθύμητον. Π.χ. 1.: Λιποθύμησε ἐξ αἰτίας τῆς πολλῆς ζέστης. Π.χ. 2.: Ἔχασε τὴν περιουσία του ἐξ αἰτίας τοῦ ἐθισμού του στὸν τζόγο. Τὸ ἀρνητικὸν ἐννοιολογικόν του φορτίον δὲν τὸ ἀπέκτησε τυχαίως, ἐπειδὴ ἔτσι συμβατικῶς συνεννοήθηκαν οἱ συνδιαλεγόμενοι μεταξύ τῶν, ἀλλὰ ἐπειδὴ κρύβει μέσα του τὴν λέξιν ΑΙΤΙΑ. Ἄλλωστε τὸ ὑποδηλοῖ σαφέστατα: ΕΚ τῆς τάδε ΑΙΤΙΑΣ συνέβη κάτι. Τί σημαίνει αἰτία; Ἡ αἰτία κυριολεκτικῶς εἶναι ἡ ἀπαίτησις, ἡ αποζήτησις αὐτοῦ ποὺ σοῦ ἀναλογεῖ καὶ συνεκδοχικῶς πῆρε καὶ τὴν ἔννοια τῆς κατηγορίας, τῆς ζήλειας, τοῦ φθόνου καὶ τῆς χαιρεκακίας, ἐξ ἧς καὶ τὸ ῥῆμα αἰτιῶμαι ( =κατηγορῶ, μέμφομαι ἐπειδὴ ἔχω ἀδικηθε

ΛΥΤΟΣ, ΛΕΙΤΟΣ, ΛΟΙΤΟΣ, ΛΥΤΤΟΣ Ή ΛΙΤΟΣ;

Κι ὅμως εἶναι ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦμε ἄμέτρητες φορὲς στὴν καθημερινότητά μας! Ἀκούγονται τὸ ἴδιο, ἀλλὰ τί γίνεται ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νὰ τὶς γράψουμε; Τί γίνεται ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νὰ ἀποτυπώσουμε στὸ χαρτὶ αὐτὸ ποὺ ἀκριβῶς ἐν-νοήσαμε; Διότι μπορεῖ κάποιος νὰ θέλῃ νὰ πῇ γιὰ κάποιον ἄλλον πὼς εἶναι π.χ κοινωνικὸς λειτουργός, ἀλλὰ ὅταν τὸν γράψει <<λιτουργό>> ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ ἐκτελεί ἔργον γιὰ τὸν λαόν, τὸν καθιστᾶ, ἐλλείψει αὐτοῦ τοῦ -ε-, πανοῦργον καὶ κακοῦργον! Ποιά ἡ διαφορὰ μεταξύ τῶν ὁμωνύμων; Κατ’ἀρχὰς ὁ  ΛΥΤΟΣ εἶναι ἴσως ὁ πιὸ εὐκολονόητος ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, διότι τὸ θέμα του μᾶς θυμίζει ἀμέσως τὸ ῥῆμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ῥῆμα   <<λύω>>. Οἱ σημασίες τοῦ λύειν εἶναι ἀρκετές, μὲ ἀρχικὴ σημασία του νὰ εἶναι αὐτὴ τοῦ χαλαρώνω,λύνω, διαλύω. Συνήθως τὸν λυτό, τὸν συναντᾶμε μὲ διάφορες προθέσεις μπροστά τοῦ, ὅπως ΔΙΑΛΥΤΟΣ, ΑΝΑΛΥΤΟΣ, ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ, ΑΠΟΛΥΤΟΣ κοκ. Ἕπειτα, ἔχουμε καὶ τὸν ὁμόηχόν του ΛΕΙΤΟΝ . Ὁ λειτὸς εἶνα

ΛΗΜΜΑ, ΛΥΜΑ, ΛΙΜΑ, ΛΗΜΑ Η΄ΛΕΙΜΜΑ; ΛΥΜΗ Η’ ΛΗΜΗ; ΛΙΜΟΣ Η΄ΛΟΙΜΟΣ;

ΛΗΜΜΑ, ΛΥΜΑ, ΛΙΜΑ, ΛΗΜΑ Η΄ΛΕΙΜΜΑ; ΛΥΜΗ Η’ ΛΗΜΗ; ΛΙΜΟΣ Η΄ΛΟΙΜΟΣ; Εἶναι καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁμώνυμα/παρώνυμα ποὺ βασανίζουν δυστυχῶς πολλούς, ὅταν χρειαστεῖ νὰ τὰ γράψουν. Καὶ γράφω δυστυχῶς, διότι ἡ ἀνορθογραφία δὲν ὑποδεικνύει ἕναν <<κακὸν μαθητή>> , ὅπως πολλοὶ σκέφτονται, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι καὶ αὐτὴ μία ἀπόδειξις τῆς μὴ συνδέσεως τῆς διανοίας μὲ τὴν ἔκφρασιν ( ἡ ὁποία ἰσχύει καὶ γιὰ πολλοὺς ὀρθογράφους πλέον). Ὅταν τὸ σημαῖνον χάσει τὸν εἰρμό, τὴν σύνδεσιν μὲ τὸ σημαινόμενον, ἡ γλῶσσα ἀπὸ μέσο προγραμματισμοῦ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἀπὸ τρόπος σκέψεως καθίσταται ἕνας ἁπλὸς κώδικας ἐπικοινωνίας. Ἐν ὀλίγοις, ἄν χάσουν καὶ οἱ λέξεις τὴν ἱστορία τους καὶ τὴν οὐσία τους, ἡ ἑλληνικὴ ἀπὸ ἐννοιολογικὴ θὰ καταντήσει ἀκόμη μία συμβατικὴ γλῶσσα, ὅπως οἱ ἀλλοδαπές. Καὶ τὸ βάρος ποὺ καλούμαστε νὰ σηκώσουμε ἑμεῖς εἶναι μεγαλύτερο, διότι ἄν οἱ ἀλλόθροοι ἀνορθογραφώντας, θὰ λέγαμε πὼς ΥΠΟΒΑΘΜΙΖΟΥΝ τὴν γλῶσσα τους, ἑμεῖς τὴν ΕΚΦΥΛΙΖΟΥΜΕ! Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ὁμώνυμα εἶναι ἡ λέξις ΛΗΜΜΑ , ἡ ὁ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: ΣΚΕΛΛΩ

ΣΚΕΛΛΩ/ΣΚΕΛΛΟΜΑΙ ἐκ τοῦ σκλῶ = ( σκληραίνω) σημαίνει κι αὐτὸ σκληραίνω, ἀλλὰ κυρίως ξηραίνω, ἀφαιρῶ τοὺς χυμούς, στεγνώνω, (ἀπο)σχίζω καὶ συνεκδοχικῶς καίω, ἀδυνατίζω, κυρτώνω, στραβώνω. Ἐν ὀλίγοις, ὅλες του οἰ ἔννοιες εἶναι ἡ μία λογικὴ ἀπόρροια τῆς ἄλλης, καθῶς ὅταν κάτι στεγνώνει/ ξηραίνεται, γίνεται ἄκαμπτο, σκληρό, ἀδύναμο κοκ. Κι ἀπ’αὐτὸ τὸ μονοσύλλαβο πρωτοελληνικὸ ῥῆμα <<σκλῶ>> καὶ τὸ τέκνον του <<σκέλλω>>, γεννήθηκε ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς λέξεων ποὺ παραμένουν γιὰ χιλιάδες χρόνια ἀναλλοίωτες στὸν χρόνο. Ἀρχικά, ἔχουμε τὸν ΑΣΚΛΗΠΙΟΝ ( > ὁ τὰ ἀσκελῆ ποιῶν ἤπια), ποὺ ἐθεωρεῖτο ὁ θεὸς τῆς ἱατρικῆς καὶ τῆς ὑγιείας. Ἦταν υἱός τοῦ ἰατροῦ τῶν θεῶν, Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κορωνίδος καὶ μαθητής τοῦ Κενταύρου Χείρωνος. Ἀξιοσημείωτον εἶναι πὼς καὶ ὁ πατὴρ τῆς ἰατρικῆς, Ἰπποκράτης ἦταν ἀπόγονος τοῦ Άσκληπιοῦ! Μάλιστα τὰ πρῶτα νοσοκομεῖα/ἀνακλιντήρια ἐλέγοντο ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΑ , ἐξ οὗ καὶ ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΕΣ λέγονται οἱ ἰατροὶ ὡς καὶ σήμερα (σημ.: οἱ Γάλλοι μέχρι σήμερα τοὺς ἐπαγγελμ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: ΜΕΛΩ, ΜΕΛΛΩ, ΜΕΙΛΙΣΣΩ, ΜΕΛΙΖΩ, ΜΕΛΠΩ

Τὰ δύο πρῶτα ῥήματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναλυθοῦν καὶ στὸ κεφάλαιον <<ΟΜΩΝΥΜΑ>> καθῶς ἀρκετὲς φορὲς δημιουργεῖται σύγχυσις ὡς πρὸς τὴν ὀρθὴν γραφήν τους. Παρ’ὅλ’αὐτά, πρόκειται γιὰ ῥήματα-παράγωγα τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου καὶ μὲ ἄρρηκτη σχέσιν μεταξύ τους. Κατ’αρχάς, τὸ ῥῆμα ΜΕΛΩ , τὸ ὁποῖον συναντᾶται καὶ ὡς ΜΕΛΟΜΑΙ παράγεται ἐκ τῶν μονοσυλλάβων ῥημάτων μῶ ( =ζητῶ) καὶ λῶ ( =θέλω) καὶ σημαίνει φροντίζω, ΕΠΙΜΕΛΟΥΜΑΙ ἤ νοιάζομαι γιὰ κάτι ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει, ποὺ ἐπιζητῶ καὶ θέλω, ἀλλὰ καὶ εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος κάποιου. Σχεδὸν πάντα συναντᾶται στὸ γ’ἑνικὸ πρόσωπο, ὡς ἀπρόσωπο <<μέλει>> καὶ τὸ πρόσωπο στὸ ὁποῖον ἀποδίδεται ἡ φροντίς, ἡ ἔγνοια αὐτή, τίθεται σὲ αἰτιατική ( π.χ. μὴ ΣΕ μέλει τί κάνω ἐγώ ). Ἀπὸ αὐτὸ παράγονται πολλὲς λέξεις, ὅπως ἡ ΜΕΛΗΔΩΝ ( = φροντίς, ἡ μέριμνα), ἀλλὰ καὶ ὁ ΜΕΛΕΔΩΝ ( =ὁ φροντιστής), ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ὀνόματα ποὺ εἶχε ὁ βασιλεὺς στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, καθ'ὅτι ἔργον του εἶναι νὰ μέλει, νὰ φροντίζει γιὰ τὴν εὐημερία τοῦ λαοῦ του. ΜΕΛΕΤ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: ΕΙΡΩ

Εἴρω, ἐκ τοῦ (σ)ε(ί)ρω < Fε(ί)ρω, δηλαδὴ συνδέω, (συμ)πλέκω καὶ συνεκδοχικῶς ὁμιλῶ, λέγω, ἐξ οὗ καὶ ὁ μέλλων χρόνος τοῦ λέγειν εἶναι ἐρῶ, διότι διὰ τοῦ λόγου συνδεόμεθα καὶ διὰ τῆς ὁμιλίας ( < ὄμιλος =συναθροισμένον πλῆθος). Ἄπειρες λέξεις ἔχει χαρίσει στὴν γλῶσσα μας αὐτὸ τὸ ῥῆμα καὶ ἀμέτρητες ἄλλες ἔχει χαρίσει ἁπλόχερα στὶς ἀλλοδαπές. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρω: Ἡ λέξις ΕΙΡΗΝΗ εἶναι ἴσως ἡ πρώτη ποὺ ἔρχεται στὸ μυαλὸ ὅσων ἀκοῦν αὐτὸ τὸ ῥῆμα. Εἰρήνη κυριολεκτικῶς εἶναι ἡ σύνδεσις διὰ λόγου, ἡ παῦσις ἐχθροπραξιῶν ποὺ εἴρει τοὺς πολεμίους καὶ συμφιλιώνει τοὺς ἐχθρούς. Τὸ ῥῆμα ε(ἴ)ρω καὶ μάλιστα μὲ τό -σ ἔμπροσθέν του πῆραν οἱ Λατῖνοι καὶ δημιούργησαν τὸ δικόν τους ἀντίστοιχον ῥῆμα, τὸ ὁποῖον καὶ ὀνόμασαν sero . Κι ἀπ’αὐτὸ δημιουργήθηκαν σὲ ὅλες τὶς ἀλλοδαπὲς σχεδὸν γλῶσσες, λέξεις ποὺ ὑποδηλώνουν τὴν γαλήνη, τὴν ἡρεμία ποὺ προκύπτει ὅταν ἐπικρατοῦν συνθήκες εἰρήνης, ὅπως serenity ( =γαλήνη), sérénité , serenidad , serenità , serein ( =ἥρεμος), sereno , serene κλπ. Κι ἀπ’αὐτὸ πρω