Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)

  ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ Γράφει ὁ Παυσανίας στὸ «Ἑλλάδος Περιήγησις, Ἡλειακά, Α: «Διὸς δὲ τεχθέντος ἐπιτρέψαι Ῥέαν τοῦ παιδὸς τὴν φρουρὰν τοῖς  Ἰδαίοις Δακτύλοις, καλουμένοις δὲ τοῖς αὐτοῖς τούτοις καὶ Κούρησιν: ἀφικέσθαι δὲ αὐτοὺς ἐξ  Ἴδης τῆς Κρητικῆς, [πρὸς] Ἡρακλέα καὶ Παιωναῖον καὶ Ἐπιμήδην καὶ Ἰάσιόν τε καὶ Ἴδαν:  τὸν δὲ Ἡρακλέα παίζοντα--εἶναι γὰρ δὴ αὐτὸν πρεσβύτατον ἡλικίᾳ--συμβαλεῖν τοὺς ἀδελφοὺς ἐς ἅμιλλαν δρόμου καὶ τὸν νικήσαντα ἐξ αὐτῶν κλάδῳ στεφανῶσαι κοτίνου: παρεῖναι δὲ αὐτοῖς πολὺν δή τι οὕτω τὸν κότινον ὡς τὰ χλωρὰ ἔτι τῶν φύλλων ὑπεστρῶσθαι σφᾶς καθεύδοντας. κομισθῆναι δὲ ἐκ τῆς Ὑπερβορέων γῆς τὸν κότινόν φασιν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους ἐς  Ἕλληνας, εἶναι δὲ ἀνθρώπους οἳ ὑπὲρ τὸν ἄνεμον οἰκοῦσι τὸν Βορέαν.» Συνοπτικῶς μᾶς ἐνημερώνει δηλαδὴ πὼς ὅταν γέννησε ἡ Ῥέα τὸν Δία ἐμπιστεύτηκε τὴν ἀνατροφή του, ἀλλὰ καὶ τὴν προστασία του στοὺς Κουρῆτες (κατὰ τὸν Στράβωνα ἦταν νέοι σὲ ἡλικία, λατρεύοντες τὸν Δία δι’ἐνόπλων ὀρχήσεων (βλ. πυρρίχιος) καὶ κρότων διαφ

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

  ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ  Ἤ περὶ τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων, γιατὶ ὅπως ἔχει ξαναγραφτεῖ ( βλ. ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ. 4 ο ΤΛΑΩ-ΤΛΩ) ὁ ΑΘΛΟΣ προέρχεται ἐκ τοῦ τλῶ ( =ὑπομένω) σὲ συνδυασμὸν μὲ τὸ ἐπιτατικὸν -ἀ. Ὁ ΑΘΛΗΤΗΣ ὑπομένει τὰ πάντα γιὰ νὰ πάρει τὸ ΑΘΛΟΝ ( =βραβεῖον), τὸ ὁποῖον ( ὅπως λέει ὁ Σόλων κατὰ τὸν Λουκιανὸν στὸ «Ἀνάχαρσις ἤ Περὶ Γυμνασίων», 9): Α) στὰ Νέμεα ἦταν ἕνα στεφάνι ἀπὸ σέλινον , Β) στὰ Ἴσθμια στὴν Κόρινθον (πρὸς τιμὴν τοῦ Ποσειδῶνος) ἕνα στεφάνι ἀπὸ πεῦκον ( διότι ἡ Κόρινθος τότε εἶχε πολλὰ πεῦκα, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πινδάρου ἦταν ἀπὸ σέλινον), Γ) στὰ Πύθια στοὺς Δελφοὺς ἦταν ΜΗΛΑ [ =πρόβατα > μέλω ( =φροντίζω), διότι τὰ πρόβατα θέλουν φροντίδα γιὰ νὰ σοῦ δώσουν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ ΜΑΛΛΙ ] ἀπὸ τὰ ἱερὰ μῆλα τοῦ θεοῦ ( ἀργότερα ἔγινε στεφάνι απὸ τὸ ἱερὸν φυτὸν τοῦ θεοῦ, Ἀπόλλωνος, τὴν δάφνην ), Δ) στὰ Παναθήναια ( τὰ ὁποῖα ἐγίνοντο πρὸς τιμὴν τῆς Ἀθηνᾶς) λάδι ἀπὸ τὴν ἱερὰ ἐλαία,  ΜΟΡΙΑ  [ > μόρος ( =θάνατος), διότι ἄν ἔκοβες τὴν ἱερὰ

Η ΠΕΛΑΣΓΙΚΗ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΣΙΑ

 

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 5ο/ Τ-Ω )

ΤΑΒΑΝΙ ( =ἡ ὀροφή) < λατ.  tabula  <  ΤΗΛΙΑ/ΤΑ F ΛΙΑ ( =σανίς) ΤΑΜΠΛΑΣ < ΤΗΛΙΑ/ΤΑ F ΛΙΑ ΤΑΜΠΟΥΡΑΣ < ΠΑΝΔΟΥΡΙΣ ΤΑΜΠΟΥΡΗ ( =χαράκωμα) < ΑΠΟΤΑΦΡΕΥΩ ( =ὀχυρώνω) ΤΑΡΑΜΑΣ < ΤΑΡΑΓΜΑ ( βλ. αὐγοτάραχον ) ΤΑΡΣΑΝΑΣ ( =ναυπηγεῖον ) < ΤΑΡΣΩΜΑ ( = ἡ κωπηλασία) < ΤΕΡΣΑΙΝΩ ( = ξηραίνω)· ταρσανὰς εἶναι κυριολεκτικῶς ὁ τόπος ξηράνσεως ξύλων πρὸς παρασκευὴν πλοίων.  ΤΑΧΙΝΙ < ΤΑΓΙΝΙ ( =σιτηρέσιον ) ΤΑΨΙ < πρὸς Το ἘΨΕΙΝ ΤΕΚΕΣ < ΤΕΓΟΣ ( =πᾶν ἐστεγασμένον, καταγώγιον ) ΤΕΜΕΝΑΣ ( =προσκύνημα) < ΤΕΜΕΝΙΖΩ ( =ἀφιερώνω) ΤΕΦΤΕΡΙ < ΔΙΦΘΕΡΑ ΤΖΑΚΙ ( οὐτζάκι =μαγειρεῖον) < ΕΣΤΙΑ/ΕΣΤΑΚΙΟΝ ΤΖΑΜΙ < ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ ( κυριολ. =ἀκάθαρτος, νόθος καὶ ἐπέστρεψε ὡς δύστροπος, πονηρούλης) < ΑΓΝΑΠΤΟΣ [ =ὁ ἄξεστος, ὁ ἀκαθαρτος, ὁ ἄπλυτος < στερ. ἀ + γνάπτω ( =ξένω μαλλὶ, λευκαίνω ὕφασμα καὶ μεταφ. κατασπαράζω)] ΤΖΑΤΖΙΚΙ ( <  casik   =πηκτὸν παρασκεύασμα μὲ γιαούρτι, ἤτοι πεπηγμένο γάλα) < ΚΕΑΖΩ ( =κόπτω, βλ.  cheese , Κä se  ) ΤΖΕΡΕΜΕΣ ( =ζημιά) < ΚΕΙΡΩ, ΚΗΡΑΙΝΩ ( =κα

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 4ο/ Π-Σ )

ΠΑΖΑΡΙ < ΠΕΖΟΒΑΤΩ, ΠΕΖΕΜΠΟΡΟΣ ἤ ἐκ τοῦ ΠΑΣΟΜΑΙ ( =λαμβάνω, ἀποκτῶ) ΠΑΝΤΖΟΥΡΙ < ΠΕΤΑΣΜΑ, ΠΕΤΑΥΡΟΝ ( =ἡ σανίδα) ΠΑΠΟΥΤΣΙ ( =ὑπόδημα) < ΠΑΤΟΥΤΣΙ (  < ΠΑΤΩ +ΠΟΥΣ )  ΠΑΡΑΣ ( =χρῆμα) < ΠΟΡΟΣ, βλ. ἐμ-πόριον ΠΑΣΑΣ < ΠΟΣΙΣ ( =ὁ κύριος ) ΠΑΣΟΥΜΙ < ΒΑΣΙΜΙΟΝ < ΒΑΣΙΣ ( =τὸ βῆμα) ἤ κατὰ τὸν Ἡσυχίον ἐκ τοῦ ΠΕΣΣΥΠΤΗ ( αἰολικῶς=  ἡ σκυτεύρια, πεσσύγγιον =σκυτεῖον)  ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ ( =ἔδεσμα ἀπὸ παστὸν κρέας) < ΠΑΣΤΟΣ, ὁ δι’ἅλατος πεπασμένος  ΠΑΤΙΡΝΤΙ ( =ἀναστάτωσις, φασαρία) < ΒΑΘΥΡΡΟΘΟΣ ( = βαθύς, μεγάλος κρότος) ΠΑΤΣΑΣ < ΠΟΔΕΣ ΠΕΡΒΑΖΙ ( =πλαίσιον θύρας)  < ΠΕΡΙΒΑΣΙΟΝ ἤ ἐκ τοῦ ΠΑΡΥΦΑΙΝΩ ( =συνενώνομαι κατὰ μῆκος μὲ κάτι, ἁπλώνομαι στᾶ πλάγια καὶ κατὰ μῆκος σχηματισμοῦ)  ΠΕΣΚΕΣΙ < ΠΕΣΚΟΣ ( =δορὰ ζώου, περίβλημα) ΠΕΤΙΜΕΖΙ < ΠΟΤΙΜΟΣ ( «πότιμος οἶνος», ὁ ἐκ δευτέρας συνθλίψεως ) ΠΙΛΑΦΙ < ΠΙΛΗΜΑ ( =ὁ,τιδήποτε ἔχει συγκολληθεῖ μὲ συμπίεσιν) ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ < ΠΟΛΥ-ΛΗΙΣΤΙΚΟΝ   ΡΑΓΙΑΣ ( =δοῦλος)  < ΡΑΙΩ ( = συνθλίβω, καταστρέφω) ΡΑΦΙ < ΡΑΦΙΑΙΟΣ ( ὁ διὰ ῥαφῆς συρραπτόμ

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 3ο/ Λ-Ο )

ΛΑΓΟΥΜΙ ( =βόθρος, ὑπόνομος) > ΛΑΚΚΟΣ  ΛΑΚΕΡΝΤΙ ( =φλυαρία) > ΛΑΚΕΡΥΖΟΣ ( =φλύαρος), προσωνύμιον τοῦ Σατύρου ΛΑΠΑΣ ( =χυλός) > ΛΑΠΑΣΣΩ ( = μαλακώνω, καταπραΰνω) ΛΕΒΕΝΤΗΣ ( =ναύτης, πλήρωμα ἀπὸ τὴν ἀνατολή) > λατ.  LEVANTE  ( =ἀνατολή) >  LEVIS  [ =ἐλαφρύς, βλ.  lever  ( =αἴρω) ,  l é ger  ( =ἐλαφρύς),  lift  ( ἀγγλ. =ἀνυψώνω) ,  Luft  ( γερμ. =ἀήρ),  διότι ὅτι εἶναι ἐλαφρὺ αἴρεται εὐκολα )] > ΕΛΑΦΡΥΣ ΛΕΛΕΚΙ ( = πελαργός) > ΛΕΛΕΓΕΣ ( βλ. Πελασγός-Πελαργός )   ΛΕΦΟΥΣΙ ( =σμῆνος ἀδηφάγων, πλῆθος ἐπικίνδυνον, πολὺς καὶ ἄτακτος στρατός) > ΛΑΦΥΣΣΩ ( =καταβροχθίζω) ἤ ἐκ τοῦ ΛΕFΩΣ ( = ὁ λεώς/λαός)  ΛΗΜΕΡΙ ( =τὸ κρησφύγετον) > ΛΑΜΙΑ ( =χάσματα) ΛΟΥΚΙ ( =φωταγωγός, ὑδρορροή) > ΛΥΚΗ ( =φῶς) ἤ ἐκ τοῦ ΑΛΟΚΟΣ ( =αὐλάκι)  ΛΟΥΚΟΥΜΙ > ΛΟΥΚΑ ( =ῥόφημα ἀπὸ λευκὰ ἄλευρα), «ῥόφημα ἐξ ἀλφίτων ὡς Καύκωνες», Ἡσύχιος ΛΟΥΦΕΣ, ΕΛΦΕΣ ( =μισθός, κέρδος) > ΑΛΦΗ ( = κέρδος, ἀμοιβή) ΜΑΓΑΖΙ ( κατάστημα, μέσω ἀραβ.  machzen ) > ΜΑΓΑΣ, ΜΕΓΑΣ (βλ. ὑπεραγορά) ΜΑΓΚΑΛΙ ( =πύραυνον) >

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 2ο/ Δ-Κ )

ΔΕΛΗΣ/ΝΤΕΛΗΣ ( =τρελός) > ΔΗΛΕΟΜΑΙ ( =βλάπτω, βλ. βλαμμένος) ΔΕΡΒΕΝΙ ( =στενὴ δίοδος σὲ βουνό, ἡ στενοπορία) > ΔΙΑΒΑΙΝΩ, ἐξ οὗ και ΔΕΡΒΕΝΑΓΑΣ ( βλ. ἀγάς, ὁ ἀγὸς στὰ δερβένια, ὁ ἀρχηγὸς σώματος ἐνόπλων γενικότερα). Κατὰ ἄλλους ἀπὸ τὴν λέξιν ΔΕΙΡΑΣ ( =ῥάχη βουνοῦ) + ΒΑΙΝΩ.   ΔΟΒΛΕΤΙ ( = κυβέρνησις, δυναστεία) > ΔΙΟΒΛΗΣ/ ΔΙΟΒΛΗΤΟΣ ( > Ζεῦς +βάλλω, ὁ ἐκ τοῦ Διός ῥιφθείς) ΔΡΑΜΙ > ΔΡΑΧΜΗ, ΔΡΑΓΜΑ ΕΜΙΡΗΣ/ΑΜΙΡΑΣ ( =ὁ ἀξιωματοῦχος) > μέσω  AMIRAL  ( =ναύαρχος) > ΜΥΡΑ ( =ἡ θάλασσα) ΕΡΓΕΝΗΣ > ΕΡΗΜΟΓΕΝΗΣ ΖΑΜΑΝΙ ( =μεγάλο χρονικὸ διάστημα) > ΔΙΑΜΕΝΩ ( =διαρκῶ, παραμένω, ἐξακολουθῶ) ΖΑΦΤΙ ( =καταβάλλω, δαμάζω) > ΚΑΠΤΩ ( = ἀρπάζω, αἰχμαλωτίζω, βλ.  capture ) ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ > ΖΕΥ ΒΑΚΧΕ ( ἀναφώνησις διονυσιακή) ΖΟΡΙ ( =καταναγκασμός, βία, σύρσις) > μέσω περσικοῦ ζούρ > ΣΥΡΩ δια τῆς βίας ΖΟΡΜΠΑΣ ( = ἄτακτος ὁπλοφόρος ἐκτρεπόμενος σὲ λεηλασίες καὶ ἁρπαγές ) > ΔΙΑΡΠΑΖΩ   ΘΕΡΙΑΚΛΗΣ ( =ὀπιομανής, ὁ μανιώδης μὲ κάτι)  > ΘΗΡΙΑΚΗ ( = ἀντίδοτον δηλητηρίου) ΙΜΑΜΗΣ > ΙΜΑ

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 1ο/ Α-Γ )

Κατὰ καιροὺς εἴτε ἀκούω, εἴτε διαβάζω ( καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀσχολοῦνται μὲ τὴν γλῶσσα) γιὰ τὶς δάνειες λέξεις ποὺ πῆρε ἡ γλῶσσα μας ἐκ διαφόρων γλωσσῶν, ἐν προκειμένῳ ἐκ τῆς τουρκικῆς. Μάλιστα πολλοὶ ἐξαίρουν καὶ τὴν σημασία ποὺ εἶχαν τὰ «δάνεια» αὐτά, γιατὶ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἀλλοιῶς!! Θαρρεῖς καὶ περιμέναμε μερικοὺς νομάδες ( « Νομάδες δὲ καλοῦνται, ὅτι οὐκ ἔστι σφί ( =εἰς αὐτούς) οἰκήματα, ἀλλά ἐν ἁμάξαις οἰκοῦσι»,   Ἱ πποκρ. Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων, 93) , χωρὶς γλῶσσα καὶ ἀλφάβητον γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε λεξιλογικὸν πλοῦτον. Καὶ γιὰ νὰ μὴ παρεξηγηθῶ, ἕνας μικρὸς πρόλογος, ὅπως καταγράφεται στὸ βιβλίον «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ» εἶναι ἀπαραίτητος : «Ἡ τουρκικὴ γλῶσσα εἶναι ἕνα συνονθύλευμα λέξεων ἐκ τῆς ἀραβικῆς, περσικῆς, ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς γλώσσης. Πoλλὲς ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς λέξεις εἰσῆλθον στὴν τουρκικὴ μέσω τῆς ἀραβοπερσικῆς ὁδοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνιζούσης ἀρμενικῆς. Ἡ τουρκικὴ γλῶσσα ἐδανείσθη ἀκόμη λέξεις μέσω τῆς φρυγικῆς, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κούρτ

ΠΕΡΙ ΔΑΣΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΑΣΥΤΗΤΟΣ

  Δυστυχῶς μὲ τὴν γραμματικὴ ποὺ διδάσκονται σήμερα τὰ ἑλληνόπουλα, ὄχι μόνον δὲν μαθαίνουν νὰ προφέρουν καὶ νὰ γράφουν σωστὰ τὴν γλῶσσα μας, ὄχι μόνον δὲν μποροῦν νὰ βροῦν τὴν ἐτυμολογία μίας λέξεως, ὥστε νὰ καταλάβουν τί σημαίνουν ἀκόμη καὶ ἄγνωστες ἐκ πρώτης ὄψεως λέξεις,  ἀλλὰ κατὰ τὴν σύνθεσιν τῶν λέξεων ἤ κατὰ τὴν ἔκθλιψιν συνήθως ἀκούγονται κάτι παραφωνίες καὶ κάτι βαρβαρομυθίες ποὺ εἶναι νὰ τραβᾶς τὰ μαλλιά σου! Καὶ τὸ χειρότερον ὅλων εἶναι ὅτι πλέον αὐτὴ ἡ παραφωνία ὄχι ἁπλῶς δὲν διορθώνεται ἀλλὰ συμπεριλαμβάνεται καὶ στὶς νεοελληνικὲς «γραμματικές», διδάσκεται ἀπὸ τοὺς ἑκουσίως/ἀκουσίως συγκατανεύοντες «δασκάλους» ποὺ κυττάζουν ἄπραγοι τοὺς ἐγκρίτους νὰ παραποιοῦν τὴν γλῶσσα, ὑπὸ τὸν φόβον τῆς ἀνεργίας καὶ περνάει στὰ ψιλὰ ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους Ἕλληνες, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε ὑπὸ τὴν δικαιολογία ὅτι πιέζονται τὰ παιδιὰ νὰ ἀποστηθίζουν κανόνες! Καὶ ἔτσι καταλήξαμε νὰ βαρβαροφωνοῦμε, νὰ μὴ ξέρουμε τί λέμε, νὰ παράγουμε ἕνα ἀκαλαίσθητον λεξιλόγιον, νὰ ἔχει χαθεῖ κάθε λογικὴ στ