Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 5ον)

Η ΚΑΤΑΡΡΙΨΙΣ ΤΩΝ ΨΕΥΔΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΛΟΧΟΝ ΤΩΝ ΘΗΒΩΝ Τὰ φανταστικὰ σενάρια κάποιων περὶ κιναίδων ἐραστῶν καὶ ἐρωμένων φτάνουν μέχρι καὶ τὸν Ἱερὸν Λόχον τῶν Θηβῶν! Οἱ κορυφαῖες πολεμικὲς μονάδες τῶν Θηβῶν ποὺ ἀπαρτίζονταν ἀπὸ 150 ζεύγη Θηβαίων ὁπλιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μεταξύ τους σχέσιν ἐραστοῦ-ἐρωμένου, ἀμαυρώνονται ἤδη ἀπὸ πάρα πολὺ παλαιά!  Γράφει ὁ Πλούταρχος στὸν Βίον τοῦ Πελοπίδος (18,2) πὼς «κάποιοι λένε πὼς τὸ σύστημα αὐτὸ (ὁ Ἱερὸς Λόχος) ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἐραστὲς καὶ ἐρωμένους (δηλ. τῶν στενὰ συνδεδεμένων διὰ δεσμοῦ φιλίας, σύγχ. ἀποδ. Ῥαγκαβή)». Αὐτὴ ἡ φράσις ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ συστηματικῶς ἀπὸ ὅσους, εἴτε δὲν ἐννοοῦν τὰ ὅσα προηγουμένως ἐξηγήθηκαν γιὰ τὴν σχέσιν ἐραστοῦ-ἐρωμένου καὶ τὴν σημασία τῶν ἐτύμων, εἴτε προσποιοῦνται πὼς δὲν ἐννοοῦν… Μισὴ γραμμὴ πιὸ κάτω (Βίοι Παραλλ., Πελοπ.,18) συνεχίζει γράφοντας :  «…τακτικὸν εἶναι τὸν Ὁμήρου Νέστορα, κελεύοντα κατὰ φῦλα καὶ φρήτρας συλλοχίζεσθαι τοὺς Ἕλληνας, ὡς φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ, φῦλα δὲ φύλοις (Ἰλιάς, Β, 363)  δ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 4ον)

Σὲ μερικοὺς δεν φτάνει ἡ λέξις «κίναιδος» ( =ὁ κινῶν τὴν αἰδώ), οὔτε ὅσες συνώνυμές της προανεφέρθησαν γιὰ την γνώμη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιὰ τοὺς καταπύγονες. Δὲν τοὺς ἀρκεῖ οὔτε ἡ τότε νομοθεσία κατὰ τῆς κιναιδείας, οὔτε τὸ σημασιολογικὸν φορτίον τοῦ ἐραστοῦ καὶ τοῦ ἐρωμένου, οὔτε τίποτε…Καὶ προχωροῦν ἀκόμα ἕνα βῆμα παρακάτω… Παρερμηνεύουν τὰ ἀρχαῖα μας κείμενα, εἰκάζουν ἀορίστως μὲ σκοπὸν νὰ γεννήσουν ἐπιχειρήματα ἐπὶ τῶν ἀβασίμων θεωριῶν τους καὶ νὰ ἀποδείξουν πὼς ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν ἕνα ξέφραγο ἀμπέλι ἀρσενοκοιτῶν, ἐκπεπορνευμένων καὶ λακκοπρώκτων. Πολλοὶ λένε πὼς ὁ Σωκράτης ἦταν ἀρσενοκοίτης, ἄλλοι ψελλίζουν κάτι γιὰ τὸ ἔργον τοῦ Πλάτωνος, «Συμπόσιον» (ἀσχέτως ποὺ οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν, ὄχι ἁπλῶς δὲν έχουν καταλάβει τί ἐστί Πάνδημος καὶ τί Οὐρανία Ἀφροδίτη, ἀλλὰ δὲν ἔχουν πιάσει κὰν τὸ βιβλίον στὰ χέρια τους νὰ διαβάσουν μία σελίδα!) καὶ μάλιστα γεννοῦν καὶ σενάρια γιὰ τὴν παιδεραστία στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα (ἐξηγεῖται παρακάτω), συνδέοντάς την μὲ τὴν σημερινὴ ἀπολύτως διεστραμμέ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 3ον)

Παρακάτω στὸ ἴδιο σύγγραμμα (Κατὰ Τιμάρχου, 185), ὁ Αἰσχίνης λέγει στοὺς δικαστές: «τὸν Τίμαρχον τὸν ἔνοχο γιὰ αἴσχιστα ἐπιτηδεύματα θὰ ἀφήσετε; Τὸν ἄνδρα μὲ ἀρσενικὸν σῶμα, τὸν ἡμαρτηκότα ἀπὸ γυναικεῖα ἁμαρτήματα; (ὑπονοώντας πὼς εἶναι θηλύδριον)… -ποιός θὰ- πάρει σύμβουλόν του αὐτὸν ποὺ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΤΟΥ, ΠΑΡΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ;» Ἐπιπλέον γιὰ νὰ διεγείρει κι ἄλλο τὸ αἴσθημα αἰδοῦς τῶν δικαστῶν καὶ ἔτσι νὰ δώσει περαιτέρω ἔμφασιν στὴν βαρύτητα τοῦ ὅρου «κίναιδος» καὶ νὰ ἀποτρέψει τὴν ἰσχὺν τῆς μηνύσεως κατά του, τοὺς θέτει συνεχῶς ῥητορικὲς ἐρωτήσεις τοῦ τύπου «δεῖτε ποιοί μὲ κατηγοροῦν γιὰ δωροδοκία, ἐπιλήψιμοι πολῖτες, κίναιδοι». Ἀλλοῦ (30) διαχωρίζει μὲν τὸν ἐκπεπορνευμένον (ἐπὶ πληρωμῇ) μὲ τὸν ἡταιρηκότα (ἀπὸ ἡδονή), ὡς πρὸς τὰ κίνητρα, ἀλλὰ καταλήγει στὸ ἴδιο συμπέρασμα (ποὺ μᾶς δίνει νὰ καταλάβουμε γιὰ ἀκόμη μιὰ φορὰ καὶ τὴν γνώμη τους γιὰ τοὺς κιναίδους, ἀλλὰ καὶ γιατί δὲν τοὺς ἐπέτρεπαν νὰ ἐμπλέκονται μὲ τὰ πολιτικά): « -Αὐτὸς- ποὺ πουλᾶ καὶ ἐξευτελίζ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 2ον)

Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ Ἤδη εἴδαμε ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα περὶ τῆς ἀποψεως τοῦ Πλάτωνος γιὰ τὴν κιναιδεία στὸ πρῶτον μέρος τοῦ ἄρθρου. Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία βρίθει τέτοιων ἀναφορῶν, ποὺ δὲν ἀφήνουν περιθώριον παρεξηγήσεων (περισσότερες ἀναφορὲς καὶ ἀποσπάσματα στὴν συνέχεια). Ὅμως, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν ἔμειναν μόνον στὸν λεκτικὸν στιγματισμὸν τῶν ἐκφυλιστικῶν συμπεριφορῶν, ἀλλὰ φρόντισαν καὶ γιὰ τὶς νομικὲς ἐκτάσεις αὐτοῦ τοῦ φαινομένου. Ἔτσι ὑπῆρχαν σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα θεσπισμένοι νόμοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς πρωτεύοντα στόχον νὰ ἐξαλείψουν τὴν ἄκρατη ἐλευθερία τῶν ἀνεξελέγκτων λακκοπρώκτων. Διότι ἡ ἀδιαφορία γιὰ μία κατάστασιν, ὅσο κακῆς ποιότητος κι ἄν εἶναι, ἄν δὲν ὁριοθετηθεῖ καὶ ἐπισήμως -τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ στὸν κοινὸν βίον, τὸν δημόσιον, τῶν μελῶν ποὺ συγκροτοῦν μία κοινωνία- , δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ γίνει μία κακὴ συνήθεια. Καὶ οἱ νοῦν ἔχοντες κατανοοῦν καὶ ἀντιλαμβάνονται πὼς διὰ τῆς συνηθείας, ὅσον σοκαριστικὰ ἐκμαυλιστικὴ κι ἄν εἶνα

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (