Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

  ΤΟ ΑΡΜΑ ΤΟΥ ΦΑΕΘΟΝΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΑΣΤΡΑ ΕΚΙΝΟΥΝΤΟ ΜΕ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΦΟΡΑ   Στοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους «Τίμαιος» καὶ «Κριτίας» συναντῶμεν πληροφορίες σχετικῶς μὲ μία πολιτεία ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς τῶν Ἡρακλείων στηλῶν μὲ μέγεθος ὅσον ἡ Ἀφρικὴ καὶ ἡ Ἀσία μαζί, τὴν Ἀτλαντίδα καὶ ἡ ὁποία λόγῳ μεγάλων φυσικῶν καταστροφῶν μαθαίνουμε πὼς βυθίστηκε ὁλόκληρη (ὁ Πλάτων, καὶ ὡς πρὸς τὸ ΜΕΓΕΘΟΣ τῆς νήσου-ἠπείρου Ἀτλαντίδος καὶ ὡς πρὸς τὴν θέσιν της ΕΚΤΟΣ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν, εἶναι ξεκάθαρος καὶ τὸ ἀναφέρει μάλιστα πολλάκις, ὁπότε εἶναι ἄτοπον νὰ ὑπάρχουν τοποθετήσεις τῆς Ἀτλαντίδος ὁπουδήποτε ἐντὸς τῶν Ἡρακλείων στηλῶν καὶ ἀναφορὲς σὲ νῆσον ποὺ οὔτε κὰν πλησιάζουν στὸ ἐλάχιστον τὶς διαστάσεις ποὺ δίδονται ἀπὸ τὸν Πλάτωνα). Προτοῦ παρατεθοῦν τὰ ἀποσπάσματα τῶν προαναφερθέντων ἔργων σχετικῶς μὲ τὴν Ἀτλαντίδα καὶ ἄλλα κοσμοϊστορικὰ γεγονότα, φρόνιμον θὰ ἦταν νὰ ἀναφερθοῦν λίγες σχετικὲς τῶν διαλόγων πληροφορίες, ὅπως ἡ θεματολογία τους καὶ τὰ καταγραφόμενα ὡς ἐμπλεκόμενα π

«AEOLICA RATIONE EST SERMO NOSTER SIMILIBUS…EX GRAECO TRANSFERENTES IN LATINUM»

«AEOLICA RATIONE EST SERMO NOSTER SIMILIBUS…EX GRAECO TRANSFERENTES IN LATINUM*» , Μάρκος Φάβιος Κοϊντιλιανός Ἔχοντας λοιπὸν σημειώσει χονδρικῶς τὰ βασικότερα διακριτικὰ τῶν διαλέκτων (βλ. ἀντίστοιχα ἄρθρα μὲ τὰ βασικότερα χαρακτηριστικὰ τῶν ἑλληνικῶν διαλέκτων) , πλέον δὲν προκαλεῖ καμμία ἐντύπωσις πὼς ἡ λατινικὴ γλῶσσα ( καὶ κατ ’ ἐπέκτασιν καὶ οἱ δημιουργηθεῖσες μέσῳ αὐτῆς ποὺ σπεύδουν πολλοὶ νὰ μάθουν ) εἶναι μία - αἰολοδωρική - παραφθορᾶ τῆς ἑλληνικῆς . Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καθίσταται πλέον δυνατὸν καὶ σὲ κάποιον ποὺ γνωρίζει μόνον ἑλληνικά, νὰ κατανοήσει ὁποιαδήποτε βαρβαρικὴ «γλῶσσα». Καθῶς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναλυθοῦν ὅλα τὰ λήμματα, ὅλων τῶν γλωσσῶν, ἄς σημειωθοῦν λίγες βασικὲς ἁλλοιώσεις ποὺ συναντῶνται μεταξὺ τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς «λατινικῆς», οἱ ὁποῖες πλέον μέσῳ τῶν χαρακτηριστικῶν τῶν ἑλληνικῶν διαλέκτων εἶναι πλήρως κατανοητές. Ἡ δασεῖα στὴν λατινικὴ συνήθως σημειώνεται ὡς h ἤ s (ὑπέρ- super - hyper ) ἤ καὶ μὲ ἄλλα γράμματα (π.χ

ΤΑ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

  https://www.youtube.com/watch?v=h3x2An-5Od8 Ὁ Ἕλλην ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς υἰοὺς Αἴολον καὶ Δῶρον ποὺ ὠνόμασαν τὶς προαναφερθεῖσες διαλέκτους εἶχε καὶ ἐγγονὸν τὸν Ἴωνα, -ἀπὸ τὸν ἄλλον του υἰόν, τὸν Ξοῦθον-, ὁ ὁποῖος ὠνόμασε τὴν Ἰωνική διάλεκτον. Θεωρεῖται ἑνιαία διάλεκτος -καὶ ὄχι ἀδίκως- μὲ τὴν Ἀτθική/Ἀττική ( < Ἀτθίς, κόρη τοῦ Κραναοῦ). Ὅλες οἱ διάλεκτοι τῆς ἑλληνικῆς εἶχαν ἐλάχιστες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν κατανοητὲς ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἕλληνες, ὅπως μέχρι σήμερα π.χ. ὁ Κρὴς θὰ καταλάβει καὶ τὸν Λέσβιον καὶ τὸν Μακεδόνα καὶ τὸν Σπαρτιάτη καὶ τὸν Πόντιον καὶ τὸν Κύπριον καὶ τὸν Ἀθηναῖον κλπ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν διεσπάσθηκαν σὲ ἐπιμέρους γλῶσσες, ὅπως οἱ «λατινογενεῖς», οἱ «σλαυικές» κλπ. Ἐπιπλέον ὅπως συμβαίνει μέχρι καὶ σήμερα οἱ διάλεκτοί μας βοηθοῦν στὴν ποικιλία τοῦ λεξιλογίου, στὴν λεξιπλασία καὶ στὶς διαφορετικὲς ἀποχρώσεις-ἔννοιες. Ἡ ἰωνικὴ-ἀττικὴ διάλεκτος φέρει γνωρίσματα καὶ τῶν ἄλλων ἀναφορικὰ μὲ τὶς ἰδιαιτερότητές της. Καὶ αὐτὴ γονιμοποίησε συνδυαστικῶς κ

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΩΡΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

  https://www.youtube.com/watch?v=2QIsiqEPLus ΤΑ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΩΡΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ Οἱ διαφοροποιήσεις τῆς αἰολικῆς διαλέκτου εἶναι σχεδὸν ἴδιες μὲ τῆς δωρικῆς ( < Δῶρος, ἀδελφὸς τοῦ Αἰόλου). Ἡ αἰολοδωρικὴ διάλεκτος εἶναι αὐτὴ ποὺ -τουλάχιστον- πρὶν ἀπὸ πολλὲς χιλιετίες γέννησε τὴν λατινικὴ γλῶσσα (βλ. προϊστορικὲς ἀποικίες στὴν Δύσιν, Οἴνωτρος, Τυρρηνοί, Ἀρκὰς Εὔανδρος καὶ ἀλφάβητον). Ἡ «λατινικὴ γλῶσσα» λοιπὸν δὲν εἶναι τίποτε περισσότερον ἀπὸ ἕνας ἐκβαρβαρισμὸς καὶ παραφθορὰ τῆς αἰολοδωρικῆς διαλέκτου. Ἔχοντας ἀναφέρει τὰ βασικότερα χαρακτηριστικὰ τῆς αἰολικῆς διαλέκτου, ἄς ἀναφερθοῦν καὶ τὰ κυριώτερα τῆς δωρικῆς, ἡ ὁποία σὲ γενικὲς γραμμὲς ὡμιλεῖτο στὴν Πελοπόννησον, στὴν Μακεδονία, στὴν Ἥπειρον, στὴν Κρήτη, στὰ νησιὰ τοῦ νοτίου Αἰγαίου καὶ στὰ ἀπέναντι παράλια τῆς Ἰωνίας, στὰ δυτικὰ τῆς σημερινῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, στὴν Κύπρον -ἀρκαδοκυπριακή-,στὴν Μεγάλη Ἑλλάδα, στὸν Ἑλλήποντον -βλ. Τσάκωνες < Λάκωνες-, στὴν βόρειον Ἀφρική). Αὐτὰ εἶναι : Α ἀντὶ Ε (ἱαρός ἀντὶ ἱερό

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

https://www.youtube.com/watch?v=R4w5_7bbaZo Μὲ ἀφορμὴ τὴν μαγνητοσκόπησιν τῆς Τζιροπούλου, ἄς γραφτοῦν κάποια πράγματα. Πρῶτον, πὼς εἰδικότερα οἱ Ἕλληνες ποὺ κρατοῦν τὴν καθαρὴ ἐντοπιολαλιά τους, φυλάττουν πραγματικῶς Θερμοπύλες καὶ πρέπει ὑπερήφανοι νὰ στέκονται ὡς ἄλλοι πολεμιστὲς ἀπέναντι στὴν ἰσοπέδωσιν ποὺ -καὶ μὲ τὶς εὐλογίες τῶν «ἐγκρίτων»- ἀπειλεῖ τὴν γλῶσσα μας. Διότι ἀφ’ ἑνὸς κρατοῦν ἐν ζωῇ λήμματα καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἔννοιες ποὺ χάνονται [π.χ. ὅταν κάποιος λέγει στὴν διάλεκτόν του «ἀζουδιά» τὴν κακοτυχία ( < στερ. ἀ + ζώδιον), συγκρατεῖ ζωντανὴ στὴν συλλογικὴ μνήμη τὴν ἀρχαία παράδοσιν καὶ ἐπιστημονικότητα τῶν Ἑλλήνων, τῶν οἰωνοσκόπων ποὺ παρετήρουν καὶ συνελογίζοντο κυττώντας τὸν οὐρανόν. Ὅταν λέγει «ἔδωκα, ηὗρα, εἴμι, ἔξηψα, ἐτσιδά-ἐτσά, δά ( =γῆ), χώλωσα, τσοῦπρα ( < κύπρις), κοτάω » ἀντὶ «ἔδωσα, βρῆκα, εἴμαι, κάηκα, ἔτσι ὅπως ἐδῶ -στὴν δᾶ, νευρίασα, κορίτσι, ὁργίζομαι» κ.ἄ παρόμοια κρατεῖ ζωντανὲς μνῆμες καὶ μάλιστα ὁμηρικές. Ὅταν χτυπᾶ το διπλό τ σὲ λέξεις ποὺ τὸ π

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 18ον)

  26. Ἔπειτα τελετουργικὰ ἀπὸ τὰ Ἐλευσίνεια καὶ τὰ Καβείρια μυστήρια φαίνεται πὼς ἔφτασαν καὶ αὐτὰ ὑπὸ ἀλλότριον μανδύα στὶς μέρες μας. Ὡς μῦστες τῶν Καβειρίων μυστηρίων μᾶς ἀντελάμβανον οἱ νομάδες ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀσίας, Τουρκαλβανοὶ καὶ ὅταν ἐγκατεστάθησαν στὴν εὑρύτερη περιοχὴ, ἐπειδὴ θεωροῦσαν τοὺς Ἕλληνες ἀπίστους στὸν Μωαμεθανισμὸν τὸν ὁποῖον οἱ ἴδιοι ἠσπάζοντο, ἔδωσαν τὸ προσωνύμιον «Γκιαούρης» στοὺς ἐχθρούς των, Ἕλληνες (Καβείρια > ἀραβ. Γκαβίρ > Γκιαΰρ > Γκιαούρ), ὁ ὁποῖος συνυφάνθη μὲ τοὺς πιστοὺς τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ἡ ὁποία θρησκεία εἶχε ἤδη ἐπιβληθεῖ στὴν Ἑλλάδα, τὴν ἐποχὴ ποὺ αὐτοὶ ξεκίνησαν τὴν ἀπόβασίν τους ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀσίας στὰ  πατρογονικὰ  ἐδάφη μας. … «Διὰ τὸ μυστήριον τῆς ἐξομολογήσεως λ.χ., ὁ Decharme στὴν «Μυθολογία τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος» γράφει: «Ὁ ἠθικὸς χαρακτὴρ τοῦ καθαρμοῦ τούτου ‐τῆς ἐξομολογήσεως‐ ἐκφράζεται σαφῶς ἐν τοῖς μυστηρίοις τῆς Σαμοθράκης ‐Καβείρια‐, ἐν οἷς ἱερεὺς εἰδικός, ὄνομα Κόης ( < κοῶ= ἀκούω, νοῶ, βλ. Λαοκόων, ἐξ ο