Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ προσώπου βρίσκονται οἱ ΠΑΡΕΙΕΣ , αἰολιστὶ ΠΑΡΑΥΝΑΙ ἤ ΠΑΡΗΙΑ ( < παρὰ, διότι βρίσκονται «παραὶ τῶν ὤτων» , εὐνάζουν δίπλα στὰ αὐτιά). Ὀνομάζονται καὶ ΓΕΝΥΕΣ (σχετ. τοῦ γενείου, καθῶς σὲ αὐτὲς φύονται τὰ γένεια· ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα «joue, yanak» κ.ἄ ὁμόρριζα γιὰ τὶς γενύες). Λέγονται καὶ ΜΑΓΟΥΛΑ ( < λατ. maxilla < mando = μασῶ, mansum/ massum < μάσσω > μασῶ), ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα mejilla, masaila κοκ (τὰ «jaw, guancia, Wange, cheek» κ.ἄ ὁμόρριζα, ἐκ τοῦ γνάθος). Τὰ δὲ ΑΥΤΙΑ προέρχονται ἐκ τοῦ ὠτός, ὅπερ ἐκ τοῦ ἄFημι. Καὶ αυτὸν τὸ ἔτυμον κρύβει τὴν τεραστία ἐπιστημονικότητα τοῦ ὀνοματοθέτου, καθῶς ἡ λέξις περιγράφει τὴν διαδικασία τῆς ἴδιας τῆς ἀκοῆς. Τὸ ῥῆμα ἄFημι σημαίνει πνέω. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν πρῶτοι κατανοήσει πὼς γιὰ νὰ λειτουργήσει τὸ συγκεκριμένον ὄργανον ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκούσουμε, πρέπει νὰ περάσει μέσα του ἀήρ (ὁ ὁποῖος ἐτυμολογικῶς ἔχει τὴν ἴδια ῥίζα μὲ τὸ αὐτί, ἐκ τοῦ ἄFημι > ἄημι δηλαδή). Ἀπὸ τὸ θέμα λοιπὸν τοῦ ῥ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης