ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΑΗΜΙ ΑΗΜΙ ἤ ἀλλοιῶς πνέω, φυσῶ. Προέρχεται ἀπὸ τὸ ἄ F ημι κι αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τὸ πρωτοελληνικὸ ῥῆμα ἄ F ω, τὸ ὁποῖον παράγεται ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς ἐκπνοῆς, τό << A ΑΑ>> + Ω (κατάληξις ποὺ δηλοῖ τὴν ὕπαρξιν, ἐξ οὗ καὶ ἡ ὑποτακτικὴ τοῦ εἰμί-> ὦ). Ἡ δὲ κατάληξις -μι στὸ τέλος δηλώνει τὸ πρόσωπον, δηλαδὴ τὸ ΕΓΩ πνέω. Γιατὶ προνόησαν οἱ προηγούμενοι ἀπὸ ἑμᾶς, ὥστε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα νὰ μὴ χρειάζεται οὔτε ἀντωνυμίες ἔμπροσθεν τῶν ῥημάτων, οὔτε διευκρινίσεις στοὺς χρόνους καὶ στὶς ἐγκλίσεις της, οὔτε τίποτα γιὰ νὰ γίνει κατανοητή (βλ. πχ. ἀγγλ. go / γαλλ. veux / γερμ. wissen , ῥώσ. есть κλπ // ἰταλ. voglia / ἰσπαν. quer í a κλπ συναφεῖς γλῶσσες, ποὺ χρειάζονται ὁπωσδήποτε διευκρίνισιν γιὰ τὸ πρόσωπον, ἀλλὰ μερικὲς ἀπ’αὐτὲς καὶ γιὰ τὸ μέρος τοῦ λόγου!). Ἡ πιὸ σημαντικὴ ἴσως ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ῥῆμα εἶναι ἡ λέξις ΑΗΡ. Ὁ ἀὴρ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ 4 στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὴν φύσιν καὶ μάλιστα τὸ βασικότερον, κατὰ τὸν Ἀνα
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης