Τὸ ἀρχεῖον ἐδῶ : ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ΜΕΡΟΣ 3ον, στ. 254-386) ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΑΝΤΡΕΣ ΩΣ ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕΙΝΕΙ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΒΛΕΠΟΥΝ ΝΑ ΕΚΤΥΛΙΣΣΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥΣ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟΝ ΤΗΣ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗΣ. ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΤΙΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΞΥΛΑ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΥΝ ΣΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΚΑΝΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΥΡ ΝΑ ΚΑΤΕΒΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΒΡΑΧΟΝ ΚΑΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ Η ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ, ΑΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΛΟ ΣΧΕΔΙΟΝ. Ο ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΤΟΝ ΧΟΡΟΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, ΚΥΡΙΩΣ ΓΡΑΙΩΝ, ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΝ ΚΑΙ ΥΔΡΟΦΟΡΟΥΝ... Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΧΑΡΙΖΕΙ ΓΙΑ ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΕΙΡΟΥ ΓΕΛΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΘΕΑΤΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΤΟΝ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ. ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ (Λυσιστράτη ὀλίγον αὐτῶν μοι μέλει. οὐ γὰρ τοσαύτας οὔτ᾽ ἀπειλὰς οὔτε πῦρ ἥξουσ᾽ ἔχοντες ὥστ᾽ ἀνοῖξαι τὰς πύλας 250 ταύτας, ἐὰν μὴ ᾽φ᾽ οἷσιν ἡμεῖς εἴπομεν. Καλονίκη μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐδέποτέ γ᾽· ἄλλως γὰρ ἂν ἄμαχ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης