Ποιά σχέσιν μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ γνωστὴ φράσις ἀνδρείας τοῦ Λεωνίδα «μολὼν λαβέ», ὁ μῶλος, ὁ μώλωψ, τὸ φυτὸ μανδραγόρας καὶ τὸ μουλάρι; Ἡ ἀπάντησις εἶναι ἡ ἐτυμολογία τους! Ὅλα ξεκινοῦν ἀπὸ μία μικρὴ λεξοῦλα, τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦμε μέχρι σήμερα, τὸ ΜΟΛΙΣ . Τὸ μόλις προέρχεται ἐκ τοῦ ἐπιρρήματος ΜΟΓΙΣ καὶ σημαίνει μετὰ μεγάλου κόπου, ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ. Ἀπὸ αὐτὸ προῆλθε ἡ λέξις ΜΟΓΟΣ καὶ δηλοῖ τὸν μεγάλον κόπον, τὸν ὁποῖον σήμερα παρεμβάλλοντας ἕνα θ, γιὰ νὰ δηλώσουμε τὸ ὅτι τρέχουμε ( ἀρχ. Θ-έω) πρὸς κάτι κοπιαστικό, τὸν λέμε ΜΟΧΘΟ . Σήμερα, ἡ λέξις «μόλις» ἔχει πάρει χρονικὴ χροιά, ἀλλὰ ἡ ἱστορία ἔχει μεγάλο βάθος καὶ μεγάλο ἐνδιαφέρον. Αὐτὸ τό «μόλις» σὲ σύνθεσιν μὲ τὸ ἴσκω ( διαφορετικὸς τύπος τοῦ εἶμι =ἔρχομαι) ἔδωσε τὸ ῥῆμα μολ-ίσκω ποὺ ἀποδίδεται σήμερα -περιφραστικῶς- ὡς ἔρχομαι μετὰ μεγάλου ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ κόπου. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ῥηματάκι πέρασε ἀπὸ διάφορα φθογγικὰ πάθη, ἄλλοτε διαλεκτικὰ κι ἄλλοτε λόγω εὐφωνίας, κι ἀπὸ μολίσκω κατέληξε μλώσκω. Ἡ γραμματικ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης