Ἐπειδὴ συναντᾶται συχνᾶ στὴν νεοταξικὴ ἐποχή μας, τῆς ἐνοχοποιήσεως τῶν ὑγιῶν ὀργανισμῶν καὶ τῆς ὑπερασπίσεως τῶν παρασίτων, οἱ ἄνευ λογικῆς καὶ νοήματος χαρακτηρισμοὶ «φασίστας, φασισμός, ῥατσισμός, ξενοφοβία κοκ» γιὰ ὁτιδήποτε καὶ ὁποιονδήποτε ὑπερασπίζεται τὸ γένος του, τὴν πατρίδα του, τὴν ἱστορία του, τὸ αἷμα καὶ τὰ κόκκαλα τῶν ἡρώων προγόνων του, καιρὸς εἶναι κάποια στιγμὴ νὰ ξεκαθαριστεῖ τὸ ἐννοιολογικὸν περιεχόμενον αὐτῶν τῶν ὅρων, ὥστε ἀφ' ἑνὸς νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ ἐννοιολογικὴ ἀπάτη, ὥστε νὰ παύσει νὰ γίνεται ἄστοχος χρῆσις τῶν ὅρων καὶ ἀφ' ἑτέρου νὰ γίνει κατανοητὸν τὸ πόσον ἀνιστόρητοι, ἀστοιχείωτοι, ὑπνωτισμένοι καὶ γιὰ γέλια εἶναι οἱ νομίζοντες πὼς μέμφουν τὸ ἦθος κάποιου, ὅταν ἐξαπολύουν τέτοιου εἴδους χαρακτηρισμούς. Ὁ ὅρος «ῥατσισμός» δὲν εἶναι τίποτα περισσότερον ἀπὸ μία ἑβραιοκομμουνιστοτροτσκικὴ ἀνακάλυψιν τοῦ τελευταίου αἰῶνος ποὺ ἤνθισε τὶς τελευταῖες δεκαετίες, ὅπως καὶ ἡ «πολιτικὴ ὀρθότης» -καὶ ἄλλες νέες τάσεις καὶ κενοὶ νοήματος ὅροι-, πρὸς εὐκολωτέρα
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης