Ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ σώματος συναντᾶ κανεὶς τρίχες. Τὰ σχετικὰ τῶν τριχῶν ἔτυμα ἀποδεικνύουν καὶ αὐτὰ μὲ τὴν σειρά τους τὸν ὑψηλὸν καὶ προχωρημένον πολιτισμὸν ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας, καθῶς συναντᾶται τρομερὴ ποικιλία λέξεων γιὰ νὰ περιγράψουν μὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια τὶς διαφορετικὲς «ἀποχρώσεις» τοῦ τριχώματος τοῦ σώματος. Ἀρχικῶς ἡ λέξις ΘΡΙΞ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ περιγράψει τὸ ἐπιμέρους στοιχεῖον κάθε εἴδους τριχώματος, ὅπως εἶναι οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς καὶ τὸ τρίχωμα τῶν ζώων. (Ἡ θρίξ, γεν. τῆς τριχός, λόγῳ τοῦ ἠχοῦντος δασέος χ στὴν γενική, τὸ δασὺ ὀδοντικὸν θ τρέπεται σὲ ψιλὸν ὀδοντικὸν τ, ὥστε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ συσσώρευσις δασέων συμφώνων καὶ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἐμμελέστερον μουσικὸν ἀποτέλεσμα· «ἵνα μὴ ἐκβαίνειν τῆς μουσικῆς ἁρμονίας» , Ποιητ., Δ', 1449,27, Ἀριστοτέλης· διότι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διέπεται ἀπὸ μουσική. «Περὶ τῆς ἐτυμολογήσεως, ποικίλαι αἱ ἐκδοχαί : α) Ἐκ τοῦ ῥήμ. θρώσκω = ἀναπηδῶ, ὡς ἐξερχόμεναι, ἀναφυόμεναι ἐκ τοῦ δέρματος. β) Τὸ Ἐτυμολογικὸν τ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης