ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ Ἤ περὶ τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων, γιατὶ ὅπως ἔχει ξαναγραφτεῖ ( βλ. ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ. 4 ο ΤΛΑΩ-ΤΛΩ) ὁ ΑΘΛΟΣ προέρχεται ἐκ τοῦ τλῶ ( =ὑπομένω) σὲ συνδυασμὸν μὲ τὸ ἐπιτατικὸν -ἀ. Ὁ ΑΘΛΗΤΗΣ ὑπομένει τὰ πάντα γιὰ νὰ πάρει τὸ ΑΘΛΟΝ ( =βραβεῖον), τὸ ὁποῖον ( ὅπως λέει ὁ Σόλων κατὰ τὸν Λουκιανὸν στὸ «Ἀνάχαρσις ἤ Περὶ Γυμνασίων», 9): Α) στὰ Νέμεα ἦταν ἕνα στεφάνι ἀπὸ σέλινον , Β) στὰ Ἴσθμια στὴν Κόρινθον (πρὸς τιμὴν τοῦ Ποσειδῶνος) ἕνα στεφάνι ἀπὸ πεῦκον ( διότι ἡ Κόρινθος τότε εἶχε πολλὰ πεῦκα, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πινδάρου ἦταν ἀπὸ σέλινον), Γ) στὰ Πύθια στοὺς Δελφοὺς ἦταν ΜΗΛΑ [ =πρόβατα > μέλω ( =φροντίζω), διότι τὰ πρόβατα θέλουν φροντίδα γιὰ νὰ σοῦ δώσουν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ ΜΑΛΛΙ ] ἀπὸ τὰ ἱερὰ μῆλα τοῦ θεοῦ ( ἀργότερα ἔγινε στεφάνι απὸ τὸ ἱερὸν φυτὸν τοῦ θεοῦ, Ἀπόλλωνος, τὴν δάφνην ), Δ) στὰ Παναθήναια ( τὰ ὁποῖα ἐγίνοντο πρὸς τιμὴν τῆς Ἀθηνᾶς) λάδι ἀπὸ τὴν ἱερὰ ἐλαία, ΜΟΡΙΑ [ > μόρος ( =θάνατος), διότι ἄν ἔκοβες τὴν ἱερὰ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης