Ὅταν κάποιος ἐρωτᾶται πόσες γλῶσσες ὁμιλεῖ, ἡ ἀπάντησις στὴν πραγματικότητα εἶναι περιττή, καθῶς δὲν ὑπάρχει ἄλλη γλῶσσα πέραν τῆς ἑλληνικῆς. Οἱ βαρβαροποιημένες υποδιάλεκτοί της εἶναι καὶ πάλι ἑλληνικά, ἁπλῶς βαρβαροποιημένα, παρεφθαρμένα· ἄλλοτε περισσότερον (ὅπως οἱ ὑποδιάλεκτοι τῶν Ἀνατολιτῶν ἤ τῶν βορειοευρωπαίων) καὶ ἄλλοτε λιγότερον (ὅπως οἱ ὑποδιάλεκτοι τῆς ἑλληνικῆς δυτικῶς τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ὁμιλοῦνται στὴν γῆν τοῦ Πανός, Ἰσπανία ἤ στὴν γῆν τοῦ Ἡρακλείδου Γαλάτου, Γαλλία ἤ στὴν γῆν τοῦ Τηλεγονίδου Ἰταλοῦ, Ἰταλία). Καὶ ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ «ἀπροσδόκητος» κατανόησις τῶν ὑποδιαλέκτων αὐτῶν ὑπὸ πολλὼν Ἑλλήνων, χωρὶς νὰ τὶς ἔχουν διδαχθεῖ, ἀλλὰ καὶ ἡ εὔκολη γλωσσομάθεια τοῦ λαοῦ μας, καθῶς ὁ νοῦς ἀντιλαμβάνεται πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα κανεὶς συνειδητῶς νομίζει ὅτι κατανοεῖ. Ἡ ἐκμάθησις ἀρχαίων ἑλληνικῶν σὲ συνδυασμὸν μὲ τὴν ἐκμάθησιν τῶν διαλέκτων τῆς ἑλληνικῆς (ἡ ὁποία δὲν διδάσκεται εἰς βάθος σὲ κανένα πανεπιστήμιον, οὔτε κὰν στὶς «φιλοσοφικὲς σχολές», παρὰ διδάσκονται οἱ μέλλον
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης