Τὸ ἐν Παρισίοις Μουσεῖον -κλεπταποδόχος καλλίτερα- τοῦ Λούβρου ἐναβρύνεται καὶ καμαρώνει προβάλλοντας -καί- τὴν Νίκη τῆς Σαμοθράκης. Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1864, ἡ Νίκη μας ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὴν ἱερὰ γενέτειρά της, ὅταν τὴν ἔστειλαν στὴν Γαλλία, κι ἀπὸ τότε δὲν ἐπέστρεψε στὰ ἐδάφη ποὺ τὴν γέννησαν... Πρόκειται γιὰ ἄγαλμα ὕψους 2,75 μέτρων καὶ μαζὶ μὲ τὴν πλώρη τοῦ πλοίου πάνω στὴν ὁποία στέκει, 5,12 μέτρων καὶ βάρους 2 τόννων. Τὸ ἄγαλμα τῆς Νίκης εἶναι κατασκευασμένον ἀπὸ παριανὸν μάρμαρον καὶ ἡ πλώρη ἀπὸ μάρμαρον τῆς Λάρδου, περιοχῆς τὴς Ῥόδου. Ὁ γλύπτης ἄν καὶ δὲν ἔχει ἐξακριβωθεῖ, π ιθανότατα νὰ ἦταν Ῥόδιος στὴν καταγωγὴ καὶ λόγῳ τοῦ μαρμάρου τῆς πλώρης καὶ λόγῳ τῆς ἐπιγραφῆς ἑνὸς θραύσματος ποὺ βρέθηκε στὴν ἴδια περιοχὴ τὸ 1891 ἀπὸ τὸν Σαμπουαζῶ καὶ τὸ ὁποῖον θραῦσμα φέρει ἐγχάρακτον : «...Σ ΡΟΔΙΟΣ»· κατὰ μία ἄλλη ἐκδοχὴ ἀναφέρεται ὡς γλύπτης ὁ Πυθόκριτος ὁ Ῥόδιος τοῦ Τιμοχάρους καὶ ὁ λόγος δημιουργίας του γλυπτοῦ ἦταν ἡ νίκη τῶν Ῥοδίων, συμμάχων τῆς Περγάμου κατὰ τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Γ'.
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης