Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2023

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 5ον, ΟΦΘΑΛΜΟΙ)

«Τὸ ὑπὲρ τοὺς ὦπας μέρος» ὀνομάζεται ΜΕΤΩΠΟΝ ( < μετὰ + ὤψ). Τὸ ΚΟΥΤΕΛΟΝ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κότυλον, ὅπερ ἐκ τοῦ κοτύλη = πᾶν κοῖλον.  Οἱ δὲ ΟΠΕΣ εἶναι ἀλλοιῶς οἱ ὀφθαλμοί. Ὄψ ἤ ὤψ εἶναι ὁ ὀφθαλμός καὶ ἡ ὄψις, «τὸ πῶς φαίνεσαι, ὅσον καὶ τὸ τί παρατηρεῖς. Ἐκ τοῦ ὄπ-ς, συγγενὲς πρὸς τὴν λέξιν ὀπ-ή. Εἰς τὸν πληθυντικὸν ἀριθμὸν αἱ ὄψεις = οἱ ὀφθαλμοί, δηλ. τὰ ὄργανα τῆς ὀράσεως. Ἡ ἔκφρασις «ὄψεις μαραίνω» σημαίνει τυφλώνω (Οἰδίπους τύραννος, στ. 1328). Ἐκ τοῦ θέματος «ωπ» > γλαυκῶπις, εὐῶπις, Εὐρώπη, κυανώπης» , Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.  Ὀπὴ εἶναι ἐκτὸς τῆς ὀράσεως καὶ τὸ ἄνοιγμα-τρύπα μέσῳ τοῦ ὁποίου μπορεῖ νὰ δεῖ κανείς, σχετικὴ τοῦ ὄπ-σομαι/ ὄψομαι- ὄπ-ωπα. «Ὄπ-μα, παρὰ τὸ ὀπή, τόπος τετρημένος, ἀφ' οὗ τὶς δύναται ὀπίσασθαι, δηλ. περιβλέψασθαι» , Ὀ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.  Ὄψ (αιτιατικὴ = τὴν ὄπα -βλ. καὶ ἐπιφώνημα-) εἶναι καὶ ἡ φωνή, σχετικὴ τοῦ ἔπους.  Ἡ ὄψ λέγεται ἀλλοιῶς καὶ ΟΜΜΑ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια ῥίζα μὲ τὴν ὄπα (< ὄπ-μα καὶ

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 4ον, ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗ ΣΤΗΛΗ, ΣΚΕΛΕΤΟΣ, ΟΣΤΑ, ΑΚΡΑ)

Ἡ κεφαλὴ στηρίζεται στὴν ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗ ΣΤΗΛΗ ( < σπόνδυλος, ἐκ τοῦ σφόνδυλος, «παρὰ τὸ ἐσφίχθαι πρὸς ἀλλήλους» , ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ σπόνδυλοι τῶν κιόνων· καὶ στήλη, παρὰ τὸ στῶ > ἵστημι, καθῶς ἄνευ αὐτῆς θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ σταθοῦμε), ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ 33-34 σπονδύλους, ἐκ τῶν ὁποίων 7 αὐχενικοί, 12 θωρακικοί, 5 ὀσφυϊκοί, 5 -συνοστεωμένοι- ἱεροί καὶ 4-5 -συνοστεωμένοι- κοκκυγικοί.  Ὁ πρῶτος ΑΥΧΕΝΙΚΟΣ  σπόνδυλος ( < αὐχήν < αὖ = πρὸς τὰ πίσω + ἔχω, διότι ὁ αὐχὴν κρατᾶ τὴν κεφαλὴ ὑψωμένη πρὸς τὰ πίσω· ἤ «ἐκ τοῦ ὀχήν, ὀχεῖται γὰρ ἡ κεφαλή» , Μέγα Ἐτυμολογικόν· ἤ διότι πρὸς τὰ πίσω ἔχει στραμμένον τὸ κοῖλον τὸ αὐχενικὸν κύρτωμα) «ἐπωμίζεται» τὸ βάρος τῆς κεφαλῆς καὶ γι' αὐτὸ ὀνομάζεται ΑΤΛΑΣ ( < ἐπιτατικόν ἀ + τλῶ = ὑπομένω), διότι ἄτλας εἶναι ὁ τὰ πάντα ὑπομένων καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖον τὸ ὄνομά του ὁμωνύμου Τιτᾶνος, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμωρηθεῖ ἀπ’ τὸν Δία νὰ κουβαλάει στοὺς ὤμους του τὸν οὐράνιον θόλον.  Ὁ ἄτλας λοιπὸν ὡς ἄλλος Ἄτλας σηκώνει «στοὺς ὥμους του» τὸ

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 3ον, ΚΕΦΑΛΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΣ-ΚΡΑΝΙΟΝ)

Τὸ ΚΡΑΝΙΟΝ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς κρατός ( < ἡ ΚΡΑΣ = κεφαλή, γεν. τῆς κρατός). Τὰ θέματα καρ-, κρα- ἐναλλάσσονται. Ἐκ τοῦ «κράς-κρατός» προέρχεται τὸ κράτος = ἐξουσία, κρατῶ = ἐξουσιάζω καὶ κρατερός = δυνατός. Ἡ κεφαλὴ λέγεται καὶ ΚΡΑΤΑ/ ΚΑΡΑΤΑ, ἀλλὰ καὶ  ΚΑΡΑ. Ἡ κάρα ἀρχικῶς ἦταν γένους οὐδετέρου καὶ ὕστερα θηλυκοῦ (τὸ κάρα-ἡ κάρα/ κάρη). ΑΚΑΡΟΣ εἶναι ὁ ἐγκέφαλος ἤ ἡ κεφαλή. Ἀπὸ τὴν κάρα ἐτυμολογεῖται καὶ τὸ καρύδιον, διότι ὁμοιάζει ἐκπληκτικῶς μὲ κάρα τόσον ἐξωτερικῶς μὲ τὸ σκληρόν του περίβλημα σὰν κρανίον, ὅσον καὶ ἐσωτερικῶς, καθῶς ἡ ψίχα του θυμίζει τὰ ἐγκεφαλικὰ ἡμισφαίρια· συνιστᾶ δὲ μία ἀπὸ τὶς καλλίτερες τροφὲς γιὰ τὸν ἐγκέφαλον.  Ὁμοίως καὶ τὸ ΚΑΡΗΝΟΝ εἶναι τὸ κεφάλι (βλ. ὑψικάρηνος, ὁ κρατῶν ὑψηλὰ τὸ κάρηνόν του, ὁ ὑπερήφανος, ἀλαζών)· «ἀνδρῶν κάρηνα» ἀντὶ ἄνδρες· «νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα» , Ὀδύσσεια, λ', 29, ἀντὶ νεκροί. Λέγεται καὶ ΚΡΑΙΡΑ ( =κεφαλὴ καὶ ἀκροστόλιον, Ἡσύχιος· «βοῶν ὀρθοκραιράων» , Ἰλιάς, Θ', 231/ «νεῶν ὀρθοκραιράων» , Ἰλιάς, Σ', 3/ Τ',

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον, ΝΕΥΡΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΚΕΦΑΛΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΣ-ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ)

Μετὰ τὴν ἐμφύτευσιν τοῦ γονιμοποιημένου ὠαρίου στῆν μῆτρα ἀρχίζουν νὰ ἀναπτύσσονται σταδιακῶς τὰ ὄργανα τοῦ ἐμβρύου. Ἀπὸ τὰ πρῶτα ὄργανα ποὺ σχηματίζονται εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ὄργανον ποὺ ἀποτελεῖ μαζὶ μὲ ἄλλα τὸ λεγόμενον ΝΕΥΡΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ .  Τὸ νευρικὸν σύστημα ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ΝΕΥΡΟΥ , ὅπερ ἐκ τοῦ νέFω > νέω, νήθω = γνέθω, διότι τὰ νεῦρα ὁμοιάζουν μὲ νήματα ποὺ διασχίζουν ὁλόκληρον τὸ σῶμα. Ἄλλοι ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ νέω = πορεύομαι + ῥέω· «Παρὰ τὸ νέεσθαι, νεῖσθαι, ἅπαν τὸ κινούμενον καὶ ἐπὶ πάντα προϊὸν ἐν ἡμῖν».   Ὁ ἰατρὸς Γαληνὸς ἐπεξηγεῖ : «Ἀρχὴ νεύρων ἐστὶν ὁ ἐγκέφαλος, ὥσπερ καὶ τοῦ νωτιαίου μυελοῦ· καὶ τὰ μὲν ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου, τὰ δὲ ἐκ τοῦ νωτιαίου πέφυκεν... διαλύονται εἰς πολλὰς ἴνας... διανεμόμενα τοῖς ὀργάνοις... κατασχίζονται πολυειδῶς» , Περὶ νεύρων, 1.  Καὶ ὁ Έρασίστρατος (Fragment., 37) διευκρινίζει : «Νεῦρον ἐστὶν ἁπλοῦν σῶμα καὶ πεπυκνωμένον, προαιρετικῆς κινήσεως, δυσαίσθητον κατὰ τὴν διαίρεσιν» . Ἡ διάκρισις τῶν νεύρων σὲ κινητικὰ καὶ αἰσθητικὰ δὲν ἀποτελεῖ μία

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον, ΟΡΓΑΝΟΝ, ΣΩΜΑ-ΔΕΜΑΣ, ΓΕΝΝΗΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ)

«Ὀνομάτων ὀρθότης ἐστὶν αὐτὴ ἥτις ἐνδείξεται οἷον ἐστὶ τὸ πρᾶγμα» , «Κρατύλος», 428d, Πλάτων.  «Ὁ λόγος ἔαν μῆ δηλοῖ, οὐ ποιήσει τὸ ἑαυτοῦ ἔργον» , «Ῥητορική», 1404b, Ἀριστοτέλους.  Γράφει δὲ ὁ Ἱπποκράτης (Περὶ ἀρχαίης ἰητρικῆς, 20) :  «Οὐκ ἔνι δυνατὸν ἰητρικὴν εἰδέναι ὅστις μὴ οἶδεν ὅ τί ἐστιν ἄνθρωπος...τοῦτο δεῖ καταμαθεῖν τὸν μέλλοντα ὀρθῶς θεραπεύσειν τοὺς ἀνθρώπους. Τείνει δὲ αὐτέοισιν ὁ λόγος ἐς φιλοσοφίην...».   Ὁ ἀναθρῶν ἅ ὄπωπε (Κρατύλος, 399c, Πλάτων), ἄνθρωπος μελετώντας/ ἀναθρώντας τὴν ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια τῶν ἑλληνικῶν ἐτύμων, πέραν τοῦ ὅτι φιλοσοφεῖ ( «Ἀρχὴ σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων έπίσκεψις», Ἀντισθένης), γίνεται συνάμα καὶ κοινωνὸς ἁπασῶν ἐπιστημῶν (ἀναθρώσκει= ἀνυψώνεται, «στήνεται στὰ πόδια του»), καθῶς στὰ ἔτυμα τῆς ἐννοιολογικῆς γλώσσης μας, τῆς πανσόφου καὶ μητρὸς ἑλληνικῆς, ἐμφιλοχωρεῖ πᾶσα ἐπιστήμη· ἐν προκειμένῳ καὶ ἐφ' ὅσον θὰ γίνει λόγος στὴν σειρὰ ἄρθρων γιὰ τὰ κυριώτερα ὄργανα τοῦ σώματος, ἡ -ἀληθὴς- ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς, ἡ ὁποία ἐπιστήμη ἀναγκαστικῶς γ