«Τὸ ὑπὲρ τοὺς ὦπας μέρος» ὀνομάζεται ΜΕΤΩΠΟΝ ( < μετὰ + ὤψ). Τὸ ΚΟΥΤΕΛΟΝ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κότυλον, ὅπερ ἐκ τοῦ κοτύλη = πᾶν κοῖλον.
Οἱ δὲ ΟΠΕΣ εἶναι ἀλλοιῶς οἱ ὀφθαλμοί. Ὄψ ἤ ὤψ εἶναι ὁ ὀφθαλμός καὶ ἡ ὄψις, «τὸ πῶς φαίνεσαι, ὅσον καὶ τὸ τί παρατηρεῖς. Ἐκ τοῦ ὄπ-ς, συγγενὲς πρὸς τὴν λέξιν ὀπ-ή. Εἰς τὸν πληθυντικὸν ἀριθμὸν αἱ ὄψεις = οἱ ὀφθαλμοί, δηλ. τὰ ὄργανα τῆς ὀράσεως. Ἡ ἔκφρασις «ὄψεις μαραίνω» σημαίνει τυφλώνω (Οἰδίπους τύραννος, στ. 1328). Ἐκ τοῦ θέματος «ωπ» > γλαυκῶπις, εὐῶπις, Εὐρώπη, κυανώπης», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.
Ὀπὴ εἶναι ἐκτὸς τῆς ὀράσεως καὶ τὸ ἄνοιγμα-τρύπα μέσῳ τοῦ ὁποίου μπορεῖ νὰ δεῖ κανείς, σχετικὴ τοῦ ὄπ-σομαι/ ὄψομαι- ὄπ-ωπα. «Ὄπ-μα, παρὰ τὸ ὀπή, τόπος τετρημένος, ἀφ' οὗ τὶς δύναται ὀπίσασθαι, δηλ. περιβλέψασθαι», Ὀ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.
Ὄψ (αιτιατικὴ = τὴν ὄπα -βλ. καὶ ἐπιφώνημα-) εἶναι καὶ ἡ φωνή, σχετικὴ τοῦ ἔπους.
Ἡ ὄψ λέγεται ἀλλοιῶς καὶ ΟΜΜΑ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια ῥίζα μὲ τὴν ὄπα (< ὄπ-μα καὶ μὲ ἀφομοίωσιν ὄμμα). Ἐκ τοῦ ὄμματος προέρχεται τὸ ὑποκοριστικὸν ὀμ-μάτι-ον, τὸ ὁποῖον ἔδωσε τὸ σημερινὸν ΜΑΤΙ (ἀκριβῶς ὄπως τὸ ὑποκοριστικὸν τοῦ «παῖς», παιδί-ον ἔδωσε τὸν σημερινὸν παῖδα-παιδί, τὸ ὑποκοριστικὸν ὀ-φίδι-ον, τὸ φίδι, τὸ ὑποκοριστικὸν αὐτί-ον, τὸ αὐτὶ κοκ).
Τὰ ὄμματα λέγονται καὶ ΟΘΜΑΤΑ (μὲ δάσυνσιν τοῦ π < ὄπ-μα) καὶ ΟΠΠΑΤΑ (ἡ αἰολικὴ διάλεκτος τὸ π ἀντὶ μ χρῆται πολλάκις, βλ. ὀππάτεσσι ἀντὶ ὄμμασι) : «χάριεν εἶδος ὄππατά ἐστι».
Ἐκ τοῦ ὄππος διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τῶν χειλικοϋπερωϊκῶν π-κ, ὀ ὄψ λέγεται ἀλλοιῶς καὶ ΟΚΚΟΣ στὴν βοιωτικὴν διάλεκτον, ἀλλὰ καὶ ΟΚΤΑΛΛΟΣ-ΟΚΚΑΛΟΣ (αἰολ. τύπος τοῦ ὀφθαλμοῦ). Καὶ διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ κ σὲ σ ὁ ὄκκος γίνεται καὶ ΟΣΣΟΣ (ἐξ οὗ ὁ Ὅμηρος -Ξ', 236-γράφει «ὄσσε φαεινώ» -δυϊκὸς ἀριθμός, διότι τὰ μάτια εἶναι δύο).
Ἔκ τοῦ «ὄκκος-ὄκκαλος» τὸ «λατινικόν» oculus, ἐξ οὗ τὰ μεταγενέστερα «λατινογενῆ», ἤτοι ἑλληνογενῆ «occhio, ojo, œil, eye, Auge, oog, ollo, göz» κοκ.
Ὀ ὀφθαλμὸς δωρικῶς λέγεται καὶ ΟΠΤΙΛΟΣ ( < ὄπ- < ὄψ + κατάλ. -ιλος < ἴλλω/εἴλω = στρέφω, συστρέφω, ἐξ οὗ καὶ ὀπτίλλω = στρέφω τοὺς ὀθαλμοὺς κάπου γιὰ νὰ δῶ, ὁρῶ).
Ὁ δὲ ΟΦΘΑΛΜΟΣ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς ἰδίας ῥίζης οπ- + θάλαμος =τρύπα < θόλος, ὡς φωτο-γραφικὸς θάλαμος, διότι διὰ τοῦ φωτὸς λειτουργοῦν οἱ ὀφθαλμοί, ὀπθαλμός > ὀφθαλμός.
Καὶ ἐπειδὴ λόγῳ καὶ διὰ τοῦ φωτὸς οἱ ὀφθαλμοὶ μποροῦν νὰ εἶναι λειτουργικοὶ ὀνομάζονται καὶ ΦΑΕΑ/ΦΑΗ/ΦΑΗΚΕΣ· «ὀφθαλμοί, ὅτι ἐξ αὐτῶν τὸ φῶς ἤ φωτὸς δεκτικοί». Ὁ Πορφύριος ἀναφέρει «φάη, ἀπὸ τοῦ ἐν αὐτοῖς φωτός»· καὶ ὁ Ὅμηρος (Ὀδύσσεια, π, 15/ τ, 417/ ρ, 39) γράφει «φάεα καλά». Ἐξ οὗ καὶ «κατηφής» λέγεται αὐτὸς ποὺ κρατᾶ τὰ μάτια φάη του χαμηλά, πρὸς τὰ κάτω λόγῳ λύπης ἤ ντροπῆς· «τὴν κατήφειαν ὁρίζονται λύπην κάτω βλέπειν ποιοῦσαν, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν μέχρι τοῦ μηδ´ ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν», Περὶ δυσωπίας, 1, Πλούταρχος· «κατήφεια, λύπη ποιοῦσα πρὸς τὰ κάτω βλέπειν», Πλούτ., 2, 528Ε· «κατωπίη ἀπὸ τοῦ κάτω τὰς ὦπας ἔχειν τοὺς ἐπὶ τοῖς αἰσχροῖς κατηφεῖς γιγνομένους», Σχόλια ἐν Ὁμήρου Ἰλιάδι, Ρ', 556.
Ὁ δὲ Ὑγῖνος ἀναφέρει (Fabulae, 274) πὼς ὁ πρῶτος ποὺ θεράπευσε προβλήματα στὰ μάτια ἦταν ὁ Ἀπόλλων-Ἥλιος (πράγματι ἔχει ἀποδειχθεῖ πὼς τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ὑπὸ συγκεκριμένες προϋποθέσεις εἶναι ἱκανὸν νὰ θεραπεύσει προβλήματα ὀράσεως, βλ. καὶ τυφλὸν Ὠρίωνα, ὁ ὁποῖος ἐθεραπεύθη ὅταν τὸν ὡδήγησε ὁ Κηδαλίων στὸν Ἥλιον).
Πράγματι ὁ ὀνοματοθέτης ἤξερε μὲ τεραστία ἀκρίβεια τὸ πῶς λειτουργοῦν οἱ ὀφθαλμοί, δι' ὁ καὶ ἡ σαφήνεια αὐτὴ στὰ διάφορα ἔτυμα ποὺ τοὺς περιγράφουν, ἀναλόγως τῆς ἀποχρώσεως ποὺ θέλει νὰ ἀποδώσει καὶ νὰ ἐντείνει κανείς.
Διότι ὅπως προανεφέρθη ἄνευ φωτὸς καὶ ἄνευ τῆς λειτουργίας τους ὡς «φωτογραφικοῦ» θαλάμου, ὡς φαέων καὶ ὀφθαλμῶν δηλαδὴ τὰ μάτια δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποδώσουν στὸ ἔργον τους. Κι αὐτὸ διότι οἱ φωτεινὲς ἀκτῖνες εἰσέρχονται στὸν ὀφθαλμὸν μέσῳ τοῦ ΚΕΡΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΧΙΤΩΝΟΣ ( < κέρας· «ὡς κερατοειδής τις ἐστὶ χιτών, χιτὼν ὀφθαλμοῦ, ὅμοιος πρὸς κέρας· λευκὸς καὶ καθαρὸς ὁ κερατοειδής», Περὶ Χρ., Μορ., 3, Γαληνός. Ὁ δὲ «χιτών» ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ «κιθών», ὅπερ ἐκ τοῦ «κεύθω» ( = καλύπτω), ὁ ὁποῖος κερατοειδὴς τὶς συγκλίνει μὲ τέτοιον τρόπον, ὥστε νὰ περνοῦν μέσα ἀπὸ τὴν ΚΟΡΗ τοῦ ματιοῦ ( < κορέω = σαρώνω· «ὃ δὴ καὶ κόρην καλοῦμεν, εἴδωλον ὄν τι τοῦ ἐμβλέποντος», Ἀλκιβιάδης, Α, 133α, Πλάτων), τὸ ἄνοιγμα στὸ κέντρον τῆς ΙΡΙΔΟΣ ( < Ἴρις, ἀγγελιαφόρος τῶν θεῶν, < εἴρω = συνδέω· «τὸ λευκὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ, οὗ ἐν μέσῳ ἡ ἴρις, κύκλος ποικίλος τοῖς χρώμασι, δι' ὁ ἴρις ἐκλήθη ἀπὸ τῆς πρὸς τὴν ὑπαίθριον ἴριν ἐμφερείας. Τὸ δὲ μεσαίτατον κόρη, δι' ἧς τὸ ὁρᾶν συντελεῖται», Introductio seu medicus, Γαληνός) μέσῳ τοῦ ὁποίου τὸ φῶς εἰσέρχεται στὸ μάτι. Ἡ ἴρις λειτουργεῖ ὅπως τὸ «διάφραγμα-ἴρις» μιᾶς φωτογραφικῆς μηχανῆς, ἤ γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ ὀρθοτέρως ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει βασιστεῖ ὡς πρὸς τὸν σχεδιασμόν της στὴν λειτουργία τῶν ὀμμάτων.
Ἡ κόρη τῆς ἴριδος ἐλέγχει τὴν ἔντασιν τοῦ φωτὸς ποὺ ἐπιτρέπεται νὰ καταλήξει στὸν φυσικὸν κρυσταλλοειδῆ φακὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ, διὰ τῆς συστολῆς καὶ διαστολῆς της (πρᾶγμα ποὺ γίνεται ὀρατὸν κυττάζοντας ἕναν ὀφθαλμὸν χωρὶς ἔντονον καὶ μὲ ἔντονον φῶς μπροστά του).
Ὁ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΕΙΔΗΣ ΦΑΚΟΣ (κρυσταλλοειδής = ὁ ὅμοιος μὲ πάγον, < κρύσταλλος = πάγος, < κρύος· ἡ ἐπισκότισις καὶ ἀδιαφάνεια τοῦ κρυσταλλοειδοῦς φακοῦ ὀνομάζεται γλαύκωμα «ἐκ τῆς ὑποφαίου λάμψεως ἥν παρέχει ὁ οὕτω πάσχων ὀφθαλμός», Ἀριστοτέλης. Ὁ δὲ φακὸς ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν φῶς + ἄγω, διότι οἱ φακοὶ ἄγουν τὸ φῶς -κατ' ἄλλους ἐκ τῶν φῶς + ἄκος, διότι οἱ φακοὶ φέρουν ἴασιν στὰ φάη-) τοῦ ὀφθαλμοῦ ἐστιάζει τὸ φῶς ὅπως ἀκριβῶς ὁ φακὸς τῆς φωτογραφικῆς μηχανῆς, αὐξομειώνοντας τὴν ἐστιακήν του δύναμιν, ὥστε οἱ ἀκτῖνες φωτὸς νὰ συγκεντρώνονται στὸν ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΗ ΧΙΤΩΝΑ (στὸ «φίλμ» -ἐκ τοῦ «πέλλα» =δέρμα- τῆς προαναφερθείσης φωτογραφικῆς μηχανῆς. Ὁ ἀμφιβληστροειδὴς ὁμοιάζει μὲ ἀμφίβληστρον = δίκτυ, πλέγμα καθῶς διαθέτει μικροσκοπικὰ ἀγγεῖα ἐν εἴδει δικτύου -«ὅμοιος πρὸς ἀμφίβληστρον», Ἡρόφιλος-· «Καλοῦσιν ἀμφιβληστροειδῆ χιτῶνα, προσέοικε μὲν γὰρ ἀμφιβλήστρῳ τὸ σχῆμα», Περὶ μορίων, 3, 762, Γαληνός. Φαίνεται πὼς ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων εἶχαν μελετήσει εἰς βάθος τὸ ἀγγειακὸν σύστημα καὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, γιὰ νὰ ἔχουμε μέχρι σήμερα τόσο ἐναργῆ καὶ σαφῆ τῆς λεπτομερείας τῶν πραγμάτων, ἔτυμα). Οἱ ἀκτῖνες πρὶν φτάσουν στὸν ἀμφιβληστροειδῆ χιτῶνα περνοῦν μὲσα ἀπὸ τὸ ΥΑΛΟΕΙΔΕΣ στρῶμα, σὰν τζέλ ( < γέλα =πάχνη· γελανδρόν =κρύον· «γέλα, ὁ δὲ ποταμὸς ὅτι πολλὴν πάχνην γεννᾷ· ταύτην γὰρ τῇ Ὀπικῶν φωνῇ καὶ Σικελῶν γέλαν λέγεσθαι», Στεφ. Βυζάντιος).
Τὰ ὀπτικὰ ἐρεθίσματα ἐπεξεργάζονται στὸν ἀμφιβληστροειδῆ καὶ ἔπειτα μεταφέρονται μέσῳ τῶν νευρικῶν ἀπολήξεων στὸ ὀπτικὸν νεῦρον (τὸ ὁποῖον πρῶτος ἀνεκάλυψε ὁ ἰατρὸς Ἀλκμαίων, τὸν 5ον αἰ. π.κ.ἐ). Μέσῳ τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου ποὺ περιέχει ἑκατομμύρια νευρικὲς ἴνες τὰ ἐρεθίσματα καταλήγουν στὸν ἐγκέφαλον, ὅπου καὶ μεταφράζονται σὲ εἰκόνα.
Γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες τὸ νὰ βλέπει κανείς (ἰδεῖν < ὁρῶ) καὶ τὸ νὰ μαθαίνει κανείς (εἰδέναι < οἶδα) ἦταν τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἐτυμολογική τους συγγένεια. Διότι διὰ τῆς ὁράσεως προπάντων, μπορεῖς νὰ ἀνακαλύψεις τὸν κόσμον, νὰ τὸν ἐπεξεργαστεῖς, νὰ μάθεις ἀπ’αὐτόν.
Γι’αὐτὸ καὶ στὸ σχολεῖον μᾶς μάθαιναν πὼς τὸ «οἶδα» σημαίνει «ξέρω < ἐξεύρω» καὶ εἶναι παρακείμενος μὲ σημασία ἐνεστῶτος. Αὐτὸ ποὺ δὲν μᾶς δίδαξαν ὅμως, ἦταν ὁ ἐνεστὼς χρόνος αὐτοῦ τοῦ ῥήματος. Στὸν ἐνεστῶτα λοιπὸν εἶναι εἴδω < Fείδω καὶ σημαίνει σχεδὸν ὅ,τι καὶ τὸ ὁρῶ.
Κατὰ λέξιν σημαίνει «βλέποντας κάτι ἀπ’ ἔξω , πῆρα γνῶσιν κι ἔμαθα», ἄρα σὲ χρόνον παρακείμενον ποὺ τὸ μαθαίναμε στὸ σχολεῖον σημαίνει : «ἔχοντας δεῖ κάτι πλέον ξέρω, μεμάθηκα». Αὐτὸ τὸ Fείδω εἶναι ποὺ λέμε σήμερα video ἐκ τῆς λατινικῆς ποὺ τὸ δανείσθηκε, γιὰ νὰ ὁρίσει τὸ ὁρᾶν. Ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ γιγνώσκω, γιατὶ τὸ οἶδα δηλώνει τὴν ἀντικειμενικὴ γνῶσιν, ἐνῶ τὸ γιγνώσκω τὴν ὑποκειμενικὴ γνῶσιν.
Γι' αὐτὸ καὶ τὰ μάτια ἀλλοιῶς ὀνομάζονται καὶ ΙΔΟΙ, ἐκ τοῦ ἰδεῖν, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ῥήμ. Fείδω = ὁρῶ.
Ἡ κόρη τῶν ὀφθαλμῶν ὀνομάζεται καὶ ΓΛΗΝΗ ( < γλαύσσω) καὶ συνεκδοχικῶς γλήνη ὀνομάζεται καὶ ὁλόκληρος ὁ ὀφθαλμός. «Γλῆναι, δι' ὧν ὁρῶμεν· εὔγληνος εἶναι ὁ ἔχων λαμπροὺς ὀφθαλμούς, μελίγληνος = ἡδυόφθαλμος, ἐνῷ μονόγληνος εἶναι ὁ μονόφθαλμος. Οἱ Κύκλωπες εἶχον «ὑπ' ὀφρύν, φάεα μουνόγληνα», Ὕμν. Ἀρτέμιδ., 60, Καλλίμαχος», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου.
Ἀλλοιῶς ὁ ὀφθαλμὸς λέγεται καὶ ΙΛΛΟΣ < ἴλλω =στρέφω καὶ κυττάζω. «Ἐξ αὐτοῦ τὸ τῆς δημοτικῆς ΓΙΛΛΟΙ = ὀφθαλμοί, γιλὸς εἶναι ὁ ἑτερόφθαλμος (Ἡσύχιος). Καὶ ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης σχολιάζει : «ἴλλος μὲν ὁ ὀφθαλμός, ἰλλὸς δὲ ὁ στραβός» (206,28). Ἐκ τοῦ γίλλοι καὶ ἐκ τοῦ «ἑλίσσετε βλέφαρα» -Ὁρέστης, στ. 1266 καὶ 1294, Εὐριπίδης- μὲ τὴν ἔννοια προσέχετε, παραφυλάξατε, τὸ σημερινὸν «τσίλιες»», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.
Ἄλλη ὀνομασία τῶν ὀφθαλμῶν εἶναι καὶ ΒΟΛΑΙ· «βολαὶ γὰρ τὰ ὄμματα», ἐκ τοῦ βάλλω =ῥίπτω. Διότι «ῥίπτεις» καὶ στρέφεις τοὺς ὀφθαλμοὺς γιὰ νὰ δεῖς. «Ἡ ἐκ τῶν αἰσθήσεων γινομένη ἐνέργεια, γενικῇ συντάσσεται (ἀκούω σου, γεύομαι σου, ἅπτομαι σου...) πλὴν τῆς ὁράσεως (ὁρῶ σε, βλέπω σε), διότι «αἱ μὲν ἄλλαι αἰσθήσεις κατὰ εἰσδοχὴν ἔνεργοῦσι, αὕτη δὲ μόνη κατὰ ἐκπομπήν», Μέγα Ἐτυμολογικόν», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.
Οἱ κόρες τῶν ὀφθαλμῶν καὶ συνεκδοχικῶς οἱ ἴδιοι οἱ ὀφθαλμοὶ λέγονται καὶ ΛΟΓΑΔΕΣ ( < λέγω = συλλέγω· «διὰ τῶν ὀφθαλμῶν συλλέγω», ἐκ τοῦ ὅτι «αἱ κόραι λοχῶσι =ἐλλοχεύουν». Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἐκδοχὴ πὼς οἱ λογάδες εἶναι τὰ λευκὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐκ τοῦ «λυκή» =φῶς -ἀπόσπασμα 132, Καλλίμαχος).
Ἄλλες ὀνομασίες τῶν ὀφθαλμῶν εἶναι :
«ΔΡΑΤΤΟΙ... ἐκ τοῦ δρῶ =πράττω, ὁρῶ, δέρκομαι· «δρατοὶ οἱ ὀφθαλμοί, παρὰ τὸ δρῶ, τὸ βλέπω», Ζωναράς. Παραδίδει καὶ ἄλλον τύπον ΟΔΡΑ = ὁ ὀφθαλμός.
ΔΕΡΓΜΑΤΑ : «δέργματα τὰ ὄμματα, δέρξεις γὰρ αἱ βλέψεις», Μέγα Ἐτυμολογικόν, ἐκ τοῦ ῥήμ. δέρκομαι =ὁρῶ, ἐξ οὗ καὶ ὁ ὀξυδερκής (*ἀλλὰ καὶ ὁ δράκων, «ὀξυδερκὲς γὰρ τὸ ζῶον»· ὁμοίας λογικῆς καὶ τὸ «φίδι» < ὄφις < ὄψ =μάτι, διότι ὄπτει ὀξέως).
ΟΦΡΥΟΣΚΙΟΝ : ὁ ὀφθαλμός, ὡς ὑπὸ τῶν ὀφρύων σκιαζόμενος. Ὁ Ἀριστοτέλης εἰς τὰ «Τοπικά» (6,2) ἀναφέρει : «Πλάτων, ὀφρυόσκιον -ἀποκαλεῖ- τὸν ὀφθαλμόν».
ΑΙΓΩΓΑΙΑ : ὀφθαλμός (Ἡσύχιος), ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀΐσσω (* = ὁρμῶ, ἐκπέμπω λάμψιν, ῥίχνομαι) καὶ αἴγλη = λαμπηδών. Οἱ ὀφθαλμοί λέγονται καὶ ΑΓΛΑΙ.
ΑΜΑΡΥΤΤΑ : τοὺς ὀφθαλμούς, ἀμάρυγγας δηλ. ἀκτῖνας (Ἡσύχιος), ἐκ τοῦ ἀμαρύττω = λάμπω. «Ὅτε δινηθῶσιν ἀπ' ὀφθαλμῶν ἀμαρυγαί = σπίθες, λάμψεις».
ΑΥΓΑΙ : ὀφθαλμοί, ἐκ τοῦ αὔω = λάμπω. Ὁ Πηλεὺς θρηνεῖ καὶ βοᾶ : «ἐς τίνα δὴ φίλον αὐγὰς βάλλων ( =ῥίπτων τοὺς ὀφθαλμούς) τέρψομαι; ».
ΚΥΚΛΟΙ : μτφ. οἱ ὀφθαλμοί. Ὁ Οἰδίπους «ἔπαισεν ἄρθρα τῶν αὐτοῦ κύκλων» (Οἰδίπους τύραννος, στ. 1270, Σοφοκλῆς), δηλαδὴ τυφλώθηκε.
ΛΑΜΠΑΔΕΣ : (* ἐκ τοῦ λάμπω) ὄχι μόνον οἱ ἀστέρες, ἀλλὰ καὶ οἱ ὀφθαλμοί (Ἡσύχιος).
ΜΕΡΑ : ἐκ τοῦ μαρμαίρω = λάμπω.
«Ὄμματα μαρμαίροντα», Ἰλιάς, Γ', 397. Ἕλληνες εὐόφθαλμοι, εὐδαρκεῖς, εὔγληνοι, λιπαρόμματοι...
Εἶναι ἄξιον παρατηρήσεως καὶ σχολιασμοῦ ὅτι οἱ περισσότερες λέξεις ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν ὀφθαλμὸν ἔχουν ἐτυμολογικὴ σχέσιν μὲ ῥήματα λάμψεως καὶ εὐστροφίας σημαντικά : γλήνη, φάη, φάηκες, ἴλλοι, ὀπτίλοι, βολαί, αἰγωγαῖαι, ἀμαρύττα, αὐγαί, λαμπάδες, μέρα...
Οἱ λαμπεροί, ζωηροί, εὐκίνητοι ὀφθαλμοὶ μαρτυροῦν εὐφυΐα, ἐρευνητικότητα, ἀλλὰ καὶ καθαρὸν ἐσωτερικὸν κόσμον. Οἱ ὀφθαλμοὶ διὰ τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπον ὑπῆρξαν πάντοτε «ὁ καθρέπτης τῆς ψυχῆς», ὅπως ἐξακολουθοῦμε νὰ λέμε μέχρι σήμερα.
Ὁ Ἀδαμάντιος ὁ ἑλληνιστὴς περιγράφων εἰς τὰ «Φυσιογνωμικά» του (2,32) τὸν Ἕλληνα, μεταξὺ τῶν ἄλλων χαρακτηριστικῶν ἀναφέρει :
«ῥῖνα ὀρθήν, ὀφθαλμοὺς ὑγρούς, χαροπούς, γοργούς, φῶς πολὺ ἔχοντας ἐν ἑαυτοῖς· εὐοφθαλμότατον γὰρ πάντων τῶν έθνῶν, τὸ ἑλληνικόν».
«Ἐν ὀφθαλμῷ καὶ ὀφρύων καὶ ῥινὸς σχήματι, χαρακτῆρες τινὲς ἐγκάθηνται τοῦ τῆς ψυχῆς ἰδιώματος. Ὀφθαλμοὶ γάρ φησιν ὁ Πολέμων «ὑγροὶ λάμποντες, ἤθη χρηστὰ ἐκφαίνουσιν».
Ἀπὸ τὴν θεὰ γλαυκώπιδα Ἀθηνᾶ μέχρι τοὺς ἑλικώπιδας Ἀχαιούς, τὰ ἑλληνικὰ μάτια εἶναι «σελασφόρα ( < σέλας =φῶς) ὄμματα», «λειριώδεις ( < λείριον =λευκὸν κρίνον) ὀφθαλμοί». Οἱ Ἕλληνες εἶναι λαμπρόφθαλμοι.
Ὁ Γ. Μιστριώτης -Μεγ. ἑλλην. γραμματολογία, τόμ. Α', σελ. 19 κ. ἑξ.- σχολιάζει σχετικῶς :
«Τοῦτο παρετήρησε ἤδη ὁ Ὅμηρος, ὀνομάσας τοὺς Ἀχαιοὺς ἑλίκωπας... κατὰ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρον, οἱ Ἕλληνες ἐν τῷ στρατοπέδῳ αὐτοῦ ὡμοίαζον πρὸς θεοὺς ἐν μέσῳ θηρίων (Πλουτ. Ἀλέξ.). Ἡ νοημοσύνη των ἐξεδηλοῦτο καὶ ἐν τῇ εὐστροφίᾳ τῶν ὀφθαλμῶν, καὶ διὰ τοῦτο ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου ἤδη λέγονται ἑλίκοπες. Πρὸς δέ, τὸ πολὺ πῦρ καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν προσεμαρτύρουν τὴν ἐυφυΐαν. Οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ μέχρι τοῦδε διετήρησαν τὰς ἀρετὰς αὐτῶν».
«Τὸ γὰρ ἐντὸς ἡμῶν...πῦρ...διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ῥέει», Τίμαιος, 16, 43, Πλάτων.
Γλαυκῶπις ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ, ἡ θεὰ τῆς σοφίας. «Δεινὼ δὲ οἱ ὄσσε φάανθεν» γράφει ὁ Ὅμηρος (Α', 200). Καὶ ὁ λαός της, ὁ «ἀττικὸς λεώς», ὁ κατ' ἐξοχὴν γλαυκόφθαλμος καὶ γλαυκόμματος ( < γλαύσσω = ἀστράπτω) ἐξ ὅλων τῶν Ἑλλήνων, ἔγινε αἰτία νὰ ἀναδειχθῇ ἡ παρομοιώδης ἔκφρασις «ἀττικὸν βλέπος» ( =ἀττικὸν βλέμμα, ἀττικὴ ματιά). Ἀστεροπεὺς ὁ Ἴων, ὁ γενάρχης τῶν Ἰώνων Ἀθηναίων.
Γράφει ὁ Ἀποστόλιος :
«ἀττικὸν βλέπος, ἐπὶ κοσμίων καὶ σοφῶν· οἱ γὰρ Ἀττικοὶ ὑπέρσοφον καὶ ἔννοον εἶχον βλέμμα».
Οἱ ποιηταί μας, λυρικοί, ἐπικοί, τραγικοί, δὲν χάνουν εὐκαιρία νὰ ὑμνήσουν, νὰ τονίσουν, νὰ προβάλουν τὸ «ὕπαφρον ὄμμα», τὸ ὑγρὸν καὶ λαμπερὸν σὰν τὸ «ὕπαφρον» πέλαγος, βλέμμα τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἐφημίζετο διὰ τὴν ὑγρότητα τοῦ βλέμματός του (Πλουτάρχου Βίος 1-2).
Τὸ «ἀστερωπὸν ὄμμα» (Αἰσχ.) σὰν τὴν ἀστραπὴ τοῦ Διός, τὸ πῦρ τῶν ὀμμάτων. «Τὸ γὰρ ἐντὸς ἡμῶν...πῦρ εἰλικρινὲς ( =εὐκρινές) ἐποίησαν διὰ τῶν ὀμμάτων ῥεῖν λεῖον καὶ πυκνὸν ὅλον», Τίμαιος.
Καθ' ὅτι πῦρ παγκρατὲς ὁ νοῦς.
«Εὐφυοῦς ὄμμα χαροπόν, ὑγρόν», Ἀριστοτέλης, Περὶ ζώων γεν., 4.
«Πυρὸς δ' ἐξ ὀμμάτων ἔλαμπεν αἴγλη», Τραγικὰ ἀδέσποτα, ἀπ. 32.
«Ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε σέλας», σπαράγμ. Αἰσχ.
«Πῦρ ὥς ὀφθαλμῶν ἀπελάμπετο», Ἀσπίς, Ἡσίοδος.
«Φάος ὀμμάτων», Πίνδαρος.
«Φέγγος ὄσσων», Θεόκριτος.
«Φέγγος ὀφθαλμῶν, φέγγος ὀμμάτων», Ἑκάβη, Εὐριπίδης.
«Ἀστράπτει ὄμμασι», Κυνηγ., 6,15, Ξενοφῶν.
«Φώσφορος ἐπὶ ὀφθαλμῶν», Τίμαιος, Πλάτων.
«Λαμπρὸς ὥσπερ ὄμμασι», Οἰδίπους τύραννος, Σοφοκλῆς.
«Ὄσσε οἱ, πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην», Θεόκριτος», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου.
Ἄλλα σχετικὰ τῶν ὀφθαλμῶν στοιχεῖα εἶναι ὁ ΒΟΛΒΟΣ (ὅμοιος μὲ βολβόν φυτοῦ < Fελύω, διότι τὰ φύλλα του εἶναι στενῶς περιτυλιγμένα περὶ τὸν βλαστόν· «ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἀπὸ τῆς πρὸς τῶν ἐκ γῆς βολβῶν ἐμφερείας», Μέγα Ἐτυμολογικόν·
ὁ ΚΑΝΘΟΣ ( =γωνία) «τὰ δὲ ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ πέρατα, καθ' ἅ αἱ συμφύσεις τῶν βλεφάρων, κανθοὶ καλοῦνται, ὁ μὲν πρὸς τὴν ῥῖνα ὁ μέγας, μικρὸς δὲ ὁ πρὸς τὸ οὖς», Introductio seu medicus, 14, 701, Γαληνός. Ὡς γωνία τῆς ἄκρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ κανθὸς ἐτυμολογεῖται ἐκ ῥίζης γων- κων-, καν-.
Τὰ μάτια καλύπτονται ἀπὸ τὰ βλέφαρα, τὰ ὁποῖα διατηροῦν τὸν ὀφθαλμὸν καλῶς ἐνυδατωμένον καὶ προστατευμένον. Τὸ ΒΛΕΦΑΡΟΝ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν βλέπω + αἴρω = σηκώνω· «Διὰ τὸ αἰρεσθαι ἐν τῷ ὁρᾶν», διότι γιὰ νὰ δεῖς πρέπει νὰ σηκώσεις τὰ «βλέπαρα» > βλέφαρα. Ἀναφέρει δὲ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης στὸ «Περὶ ψυχῆς, Β', 4,7» :
«βλέφαρα, ἃ μὴ κινήσας μηδ' ἀνασπάσας οὐχ ὁρᾷ».
Ἐπὶ τῶν βλεφάρων φύονται οἱ ΒΛΕΦΑΡΙΔΕΣ ( < βλέπω + καταλ. -ις, δηλωτικὴ κινήσεως καὶ δυνάμεως, < ἴς = δύναμις), οἱ ὁποῖες εἶναι συνυπεύθυνες μαζὶ μὲ τὸ βλέφαρον καὶ τὶς ὀφρῦς νὰ προστατεύουν τὸν ὀφθαλμόν.
Ἡ ἄκρη τοῦ βλεφάρου μαζὶ μὲ τὶς βλεφαρίδες λέγεται ΤΑΡΣΟΣ ( < τέρσω = ξηραίνω· ἀρχικῶς σήμαινε τὸ πλατὺ καλάθι, τὸ ὁποῖον χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ἀποξηράνουν διάφορα φροῦτα καὶ ἔπειτα κάθε τι ξηρὸν ἤ πλατὺ, ὅπως εἶναι καὶ ἡ ἄκρη τοῦ βλεφάρου μὲ τὶς βλεφαρίδες).
«τὰ μὲν πρὸς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὅλοις, καθὰ ἡ συμβολὴ αὐτῶν πρὸς ἄλληλα γίνεται, ταρσοὶ ὀνομάζονται, ἐξ ὧν ἐκπεφύκασι τρίχες, αἳ βλεφαρίδες λέγονται, ἀφ᾿ ὧν πεφύκασι τὰ ὀνόματα ἀπενεγκάμεναι. γεγόνασι δὲ πρὸς τὸ ἀπευθύνειν τὸ ὁρατικὸν πνεῦμα ἢ, ὥς τινες λέγουσι, τὰς ἔνδοθεν ἐκχεομένας ἀκτῖνας εἰς τὸ διορᾷν», Introductio seu medicus, Γαληνός.
Ὁ βλεννογόνος ὑμὴν ποὺ καλύπτει τὸ ἐσωτερικὸν τῶν βλεφάρων καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια τοῦ βολβοῦ καὶ τοῦ κερατοειδοῦς τοῦ ὀφθαλμοῦ ὀνομάζεται ΕΠΙΠΕΦΥΚΩΣ ( < ἐπί + φύω).
«Αἱ δ' ὀφρύες καὶ αἱ βλεφαρίδες ἀμφότεραι βοηθείας χάριν εἰσίν, αἱ μὲν ὀφρύες τῶν καταβαινόντων ὑγρῶν, ὅπως ἀποστέγωσιν οἷον ἀπογείσωμα τῶν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ὑγρῶν, αἱ δὲ βλεφαρίδες τῶν πρὸς τὰ ὄμματα προσπιπτόντων ἕνεκεν, οἷον τὰ χαρακώματα ποιοῦσί τινες πρὸ τῶν ἐρυμάτων», Περὶ ζώων μορίων, Β', 15, Ἀριστοτέλης.
Τὸ σημεῖον τοῦ βλεφάρου πάνω στὸ ὁποῖον φύονται οἱ βλεφαρίδες φέρει πληθώρα νευρικῶν ἀπολήξεων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ ὀργανισμοῦ στὸ ἄγγιγμα, κι ἔτσι ἡ παραμικρὴ αἴσθησις ξένου σώματος, ὅπως σκόνη, ῥύποι κλπ δίνει ἄμεσον ἀντανακλαστικὸν σῆμα στὰ βλέφαρα ὅτι πρέπει νὰ κλείσουν γιὰ νὰ προστατεύσουν τὸν κερατοειδῆ.
Οἱ δὲ ὀφρύες «τοὺς ὄπας φρουροῦν ἐξ ἱδρώτων καὶ ὄμβρων». Γι' αὐτὸ καὶ ὠνομάσθησαν ΟΦΡΥΕΣ (κοινῶς διὰ τοῦ ὑποκοριστικοῦ ὀ-φρύδι-ον κατέληξε φρύδι, ὅπως καὶ τὸ ὀνύχιον-νύχι· ὀφρῦς < ὀπός = χυμός + ῥέω), διότι συγκρατοῦν τοὺς «χυμοὺς» ποὺ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ μέτωπον, ὅπως ὁ ΙΔΡΩΣ ( < ὕδωρ, διὰ συνηθους ἐναλλαγῆς υ-ι· «ἡ κατὰ πᾶν τὸ σῶμα ὑγρότης»). Δι' ὁ καὶ σὲ θερμότερα κλίματα συναντᾶ κανεὶς τοὺς γηγενεῖς νὰ ἔχουν ἐντονώτερα φρύδια, ἀλλὰ καὶ γενικῶς τρίχες (π.χ. ἡ μαύρη φυλὴ εἶναι ἐξοπλισμένη ἀπὸ τὴν φύσιν μὲ πυκνὸ τρίχωμα καὶ ἐντόνως σγουρὰ μαλλιά, ὡς θερμομόνωσιν, διότι δὲν φτάνει μόνον ἡ ὑπέρμετρος μελατονίνη ποὺ τοὺς δίδει τὸ χαρακτηριστικὸ χρῶμα γιὰ τὴν αντιμετώπισιν τοῦ καυτοῦ ἡλίου τῆς πατρίδος τους, μὰ χρειάζεται καὶ ἔντονη προστασία καὶ «ἐξαερισμὸς» γιὰ τὴν ἔντονη ἐφίδρωσιν ποὺ ὁ ἥλιος φέρει). Ἡ δὲ νεοεισαχθεῖσα τάσις ἀφαιρέσεως τῶν ὀφρύων καὶ ἀντικαταστάσεώς τους μὲ μελάνια (δερματοστιξία) ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν ὀφθαλμὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς προστάτες του -καὶ ὄχι μόνον-.
Τὸ δέρμα τοῦ μετώπου, τὸ κατασκιάζον τὰ φρύδια καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὀνομάζεται ΕΠΙΣΚΥΝΙΟΝ ( < ἐπί + σκύζομαι = ὁργίζομαι, ἀγανακτῶ), ὅπως καὶ ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὸ συνοφρύωμα μύς, ὁ ἐπισκύνιος, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σύσπασίν του λόγῳ δυνατοῦ φωτός, ἐντόνου θυμοῦ ἤ λύπης, ἕλκει τὰ φρύδια πρὸς τὴν μέση τοῦ μετώπου, δημιουργώντας τὴν χαρακτηριστικὴ ἔκφρασιν σκυθρωπότητος καὶ ὁργῆς.
«Ἡ τοῦ μετώπου ἐσχάτη ῥυτίς, ἐπισκύνιον»· «Πᾶν ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται». Καὶ γράφει ὁ Ὅμηρος «ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων», Ἰλιάς, Ρ', 136.
Τὸ δὲ ΥΠΩΠΙΟΝ εἶναι τὸ ὑπὸ τοὺς ὦπας μέρος τοῦ προσώπου, ὅπως δηλοῖ καὶ τὸ ὄνομά του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου