Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)


Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του:

«Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται ( =ὅσοι διαλέγονται), κίναιδοι», Φυσιογνωμικά, 808a- 813a, Ἀριστοτέλης. 

(Ἀριστοτέλης) 

Ὁ δὲ Λουκιανὸς διαπιστώνει πὼς εὐκολώτερα κρύβει κανεὶς πέντε ἐλέφαντες κάτω ἀπ' τὴν μασχάλη του, παρὰ ἕναν κίναιδον. 

«Θᾶττον ἂν πέντε ἐλέφαντας ὑπὸ μάλης κρύψειας ἢ ἕνα κίναιδον», Πρὸς τὸν ἀπαἰδευτον καὶ πολλὰ βιβλία ὠνούμενον, 22, Λουκιανός. 

Ἐκ προοιμίου νὰ ἐπισημανθεῖ, πὼς σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου δὲν εἶναι οὔτε ὁ ψόγος ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐπιλέγουν νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ σῶμα τοὺς παρὰ φύσιν, οὔτε νὰ ἐπικεντρωθῶ στὶς συνέπειες ποὺ ἐπέφεραν καὶ θὰ ἐπιφέρουν τὰ ἤθη τῆς νέας κοσμοθεωρίας, σχετικὰ μὲ τὸ φαινόμενον καὶ τὰ ὁποῖα ἐπιβάλλονται στὶς σύγχρονες κοινωνίες, ὅσο τὸ νὰ καταρριφθεῖ αὐτὸ τὸ γαϊτανάκι τῶν αἰσχίστων ψευδῶν ποὺ ἔχει στηθεῖ γύρω ἀπὸ τοὺς προγόνους μας, τὸ ὁποῖον ἔχει ξεκινήσει τὶς τελευταῖες κυρίως δεκαετίες, ἀπὸ κιναίδους ἤ κιναιδοπλήκτους ἀνθέλληνες, ποὺ τάχα ὑπηρετοῦν τὴν φιλολογία καὶ τὶς τέχνες (βλ. Dover, Foucault, Miller, Davidson, κάτι σκηνοθέτες ποὺ νομίζουν ὅτι διακορεύοντας τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία θὰ θεωρηθοῦν καλλιτέχνες, κλπ), ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἐχουν ὡς κίνητρον τὸ «ὅσα δὲν φτάνει ἡ ἀλεποῦ, τὰ κάνει κρεμαστάρια».

ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΙΝΑΙΔΟΥΣ
Ἐπέλεξα ἐπίτηδες νὰ ἀναφερθῶ σὲ κιναιδεία στὸν τίτλον καὶ ὄχι στὴν λέξιν «ὁμοφυλοφιλία» ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα, καθῶς ἡ ὀνομασία ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΣ ( < ὅμοιος + φῦλον/ φυλή + φίλος) εἶναι παντελῶς ἄστοχη, ὡς πρὸς τὸν χαρακτηρισμὸν τῶν ἀτόμων ποὺ ἕλκονται σεξουαλικῶς ἀπὸ τὸ ἴδιον φῦλον.

Κι αὐτὸ, διότι κατὰ κυριολεξίαν, ὁμοφυλόφιλος σημαίνει ὁ φίλος ἀτόμων ὁμοίου/τοῦ ἰδίου φύλου ἤ φυλῆς. Σὲ καμμία δηλαδὴ περίπτωσιν δὲν σημαίνει αὐτὸ ποὺ κάποιοι ἐννοοῦν σήμερα, καὶ ποὺ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὠνόμαζον γενικῶς ΚΙΝΑΙΔΟΝ ( < κινῶ + αἰδώς =ντροπή. Κιναιδεία = ἀναισχυντία/ κίναιδος = ἀσελγής, ἀναίσχυντος, κιναιδολογῶ = χυδαιολογῶ, λεξ. Σουΐδα/ «Κιναιδεία : ἡ παρὰ φύσιν ἀσέλγεια/ Κίναιδος : ὁ καταπύγων, ὁ καθ' ὅλου αἰσχρός, κακοήθης ἄνθρωπος», λεξ. Liddell- Scott, τόμ. Β', σελ. 719). 

Ἄλλες λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦσαν κατὰ τὰ ἀρχαῖα χρόνια γιὰ νὰ περιγράψουν τοὺς κιναίδους ἦταν: 
ΕΥΡΥΠΡΩΚΤΟΣ [κατὰ Ἀριστοφάνη (Νεφέλαι, 1090), < εὑρύς + πρωκτός, ὁ ἔχων εὐρὺ πρωκτόν],
ΛΑΚΚΟΠΡΩΚΤΟΣ [κατὰ Ἀριστοφάνη (Νεφέλαι, 1330), < λάκκος + πρωκτός, ὁ ἔχων διευρυμένον, ὡς «λάκκον», πρωκτόν],
(ΛΑ)ΚΑΤΑΠΥΓΩΝ/ΚΑΤΑΠΥΓΟΣ [κατὰ Ἀριστοφάνη (Ἱππῆς, 639/Σφῆκες, 687) < (λα = πάρα πολύ + ) κατά + πυγή ( = ὁ πρωκτὸς μαζὶ μὲ τοὺς γλουτούς, τὰ πισινά), ὁ παραδιδόμενος εἰς παρὰ φύσιν, σαρκικὰς ἡδονὰς, ἀχρεῖος, αἰσχρός, λεξ. LIDDELL-SCOTT],
ΚΑΤΑΠΡΩΚΤΟΣ ( < κατά + πρωκτός, τὰ τέσσερα τελευταῖα ἐχρησιμοποιοῦντο γιὰ τοὺς παθητικοὺς κιναίδους),
ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΗΣ/ΑΡΡΕΝΟΚΟΙΤΗΣ  [ < ἄρσην/ἄρρην ( = ἀρσενικός) + κοίτη ( = τὸ κρεββάτι), = ὁ ἀσελγής, ἀκόλαστος, ὁ ἐνεργητικὸς κίναιδος],
ΑΝΔΡΟΒΑΤΗΣ ( < ἀνήρ + βαίνω, ὁ ἐνεργητικὸς κίναιδος),
ΘΗΛΥΔΡΙΑΣ < θήλυς + ὑποκορ. κατάλ. -δριον, καὶ ΓΥΝΝΙΣ/ ΓΥΝΑΙΚΙΑΣ,
ΠΟΡΝΟΣ [ < πέρνημι = πουλῶ, ὁ προσφέρων το σῶμα του γιὰ σαρκικὴν ἀπόλαυσιν ἔναντι χρηματικῆς ἀμοιβῆς, ὁ ἐνεργητικὸς ΠΟΥΣΤΗΣ ( τουρκ. puşt < ἑλλ. βυστός < βύω =γεμίζω, φράττω ἤ ἐκ τοῦ πυγιστής). Κατ’ ἄλλους, ἐκ τοῦ «ποῦ στῇ;», δηλαδή «ποῦ στέκεται;» (πρὸς ἁλίευσιν ἐπιβητόρων, ἡ πιάτσα ποὺ λέμε σήμερα)],
ΕΜΠΕΠΑΡΩΝΗΜΕΝΟΣ < ἐν + παρά + ωνοῦμαι = ἀγοράζω, ὅ,τι καὶ ὁ πόρνος, ὁ ἐπὶ πληρωμῇ, ὁ ἐκδιδόμενος,
ΠΑΛΙΜΠΡΑΤΟΣ [ < πάλιν + πιπράσκω ( = πωλῶ), ὁ ἀχρεῖος πόρνος καὶ γενικῶς ὁ,τιδήποτε πωλεῖται λόγω ἀχρειότητος],
ΕΚΠΕΠΟΡΝΕΥΜΕΝΟΣ < ἐκπορνεύομαι, ὁ ἐμπεπαρωνημένος, 
ΠΕΡΙΠΥΓΗΣ [ < περὶ + πυγή, ( = ὁ πόρνος, κατὰ τὸν Ἡσύχιον)] 
ΗΜΑΡΤΗΚΩΣ < ἁμαρτάνω,
ΚΑΘΥΒΡΙΣΜΕΝΟΣ < κατά + ὕβρις,
ΗΤΑΙΡΗΚΩΣ < ἑταιρίζω = εἶμαι φίλος/σύντροφος κάποιου, εὐγενικὴ προσφώνησις, καθῶς ὑπονοεῖται ἡ διαστροφή),
ΛΕΛΥΓΙΣΜΕΝΟΣ < λυγίζω, γέρνω,
ΕΠΙΡΡΗΤΟΣ < ἐπί + λέγω, μελ. ἐρῶ, ὁ ἐπαίσχυντος,
ΕΠΟΝΕΙΔΙΣΤΟΣ [ < ἐπί + ὄνειδος ( = ντροπή)],
ΒΑΔΑΣ/ ΒΑΤΑΛΟΣ < βατέω < βαίνω,
ΠΥΓΑΛΓΙΑΣ < πυγή + ἄλγος, αὐτὸς ποὺ ἔχει πόνους στὰ ὀπίσθια,
ΠΥΝΝΟΣ ( = ὁ πρωκτός, βλ. μπινές),
ΣΑΥΛΟΣ/ ΣΑΥΛΟΠΡΩΚΤΟΣ < σαῦλος ( < σεύω =ὁρμῶ + ῥέω) + πρωκτός, ὁ «κουνιστός»,
ΔΙΕΡΡΥΗΚΩΣ < διαρρέω, δὲν ἔχω στεγανότητα, 
ΣΦΙΓΚΤΗΣ < σφίγγω, «σφίγκται οἱ κίναιδοι», Ἡσύχιος. 
ΝΑΝΝΑΡΙΣ < νάννος ( =εἶδος γλυκίσματος παρασκευασμένον ἀπὸ τυρὶ καὶ λάδι), «νανναρὶς ὁ κίναιδος», Ἡσύχιος. 
ΛΑΙΠΟΣ/ ΛΑΣΤΑΥΡΟΣ/ ΛΑΣΙΤΟΣ (κατὰ τὸν Ἡσύχιον ὁ κίναιδος), < ληΐς, λαστρίς = πόρνη, αὐτὴ ποὺ συνευρίσκεται γιὰ τὴν λεία. 
ΚΥΠΑΤΗΣ/ ΚΥΒΑΛΗΣ (κατὰ τὸν Ἡσύχιον), < κύπτω.
ΕΞΩΛΗΣ < ἐκ + ὅλλυμι, ὁ πλήρως κατεστραμμένος καὶ ἠθικῶς διεφθαρμένος (Ἡσύχιος).  
ΕΞΗΚΕΣΤΟΣ < ἐκ + ἤκεστος < κεντῶ, ὁ «κεντημένος», κ.ἄ, γιὰ νὰ περιγράψουν τὸν συνάπτοντα σεξουαλικὴ σχέσιν μὲ ἄτομον τοῦ ἰδίου φύλου. 

Βεβαίως νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ὡς πρὸς τὴν ἀναισχυντία καὶ τὴν ἀντιμετώπισιν αὐτῆς τῆς ἀδιαντροπιᾶς «Μηδὲν διαφέρειν ὄπισθέν τινα ἢ ἔμπροσθεν εἶναι κίναιδον», Ἠθικά, Ὑγιεινὰ Παραγγέλαμτα, Πλούταρχος. 

Ὅπως ἐπίσης ἄστοχη νὰ περιγράψει τὴν σεξουαλικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἄνωθεν ἀτόμων εἶναι καὶ ἡ φράσις ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΦΥΛΟΥ ( < ἴδιος, ἡ ἰδιότης τοῦ ἰδιαιτέρου, τὸ νὰ ἔχεις χαρακτηριστικὰ ποὺ δὲν τὰ ἔχουν οἱ ἄλλοι, LIDDELL-SCOTT/ φῦλον < φύω), καθῶς στὴν συντριπτική τους πλειονότητα οἱ ἔκφυλοι (ἐξηγεῖται παρακάτω τὸ ἔτυμον), φέρουν εἴτε θηλυκή, εἴτε ἀρσενικὴ φύσιν (ἀσχέτως τοῦ πῶς ἐπιλέγουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ ὄργανόν τους) -τουτ’ἔστιν δὲν διαφέρουν ἀπὸ τὰ δύο (2) φῦλα ποὺ γέννησε ἡ φύσις.

Τώρα ἄν ἡ ἰδιαιτερότητά τους σχετίζεται μὲ τὶς προτιμήσεις τους, πέραν τοῦ ὅτι ὑπάρχει πιὸ εὔστοχη λέξις νὰ τοὺς χαρακτηρίσει (ἀναλύεται παρακάτω), θὰ πρέπει νὰ εἶναι σὲ θέσιν νὰ κατανοήσουν πὼς δὲν γίνεται νὰ ἀπαιτοῦν τὴν μὴ διαφορετικὴ κοινωνικὴ ἀντιμετώπισίν τους ἀπὸ τοὺς κοινούς, «μὴ ἰδιαιτέρους», ἀλλὰ καὶ τὴν μὴ διαφορετικὴ βιολογικὴ ἀντιμετώπισίν τους ἀπὸ την ἴδια τὴν φύσιν, διότι μία ἰδιαιτέρα κατάστασις φύσει/θέσει καὶ ἀνέκαθεν χρειάζεται διαφορετικὸν χειρισμόν, εἰ δὲ μὴ παύει νὰ εἶναι ἰδιαιτέρα! 

Ἱδανικῶς ἄν πρέπει νὰ περιγράψουμε μὲ μία λέξιν, τὴν συμπεριφορὰ τῶν παρὰ φύσιν (*κατὰ τὸν Πλάτωνα) ἡδονιζομένων ἀτόμων, θὰ ταίριαζε ἡ λέξις, ΕΚΦΥΛΙΣΜΟΣ [ < ἔκ + φῦλον ( < φύσις < φύω = γεννῶ), σύγχρ. ἀπόδ. = ἡ ἁλλοίωσις τῆς φύσεως κάποιου, ἡ παραφθορά, ἡ ἐξαχρείωσις (λεξ. LIDDELL- SCOTT), διότι ἡ ἰδιαιτερότητα τῶν προτιμήσεών τους δὲν συνάδει μὲ τὴν φύσιν τους].

*Γράφει ὁ Πλάτων στοὺς Νόμους του: «ἐννοητέον ὅτι τῇ θηλείᾳ καὶ τῇ τῶν ἀρρένων φύσει εἰς κοινωνίαν ἰούσῃ τῆς γεννήσεως ἡ περὶ ταῦτα ἡδονὴ κατὰ φύσιν ἀποδεδόσθαι δοκεῖ, ἀρρένων δὲ πρὸς ἄρρενας ἢ θηλειῶν πρὸς θηλείας παρὰ φύσιν», Νόμοι, 636c. 
( = Ἐννοεῖται ὅτι ἡ φύσις ὁδηγεῖ τὰ θηλυκὰ νὰ εἶναι σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ ἀρσενικά ἀπὸ τὴν γέννησίν τους καὶ ἡ ἡδονὴ σὲ αὐτὰ εἶναι φανερὸν πὼς ἔχει δοθεῖ σύμφωνα μὲ τὴν φύσιν· τὼν ἀρσενικῶν μὲ τὰ ἀρσενικά -ἡ ἐπαφή- καὶ τῶν θηλυκῶν μὲ τὰ θηλυκά -εἶναι-παρὰ φύσιν). 

(Πλάτων)

Καὶ οἱ ἴδιοι ἄλλωστε οἱ κίναιδοι καὶ οἱ κιναιδολάγνοι τὸ γιγνώσκουν κατὰ βάθος αὐτό, καθῶς ἀνατομικῶς ἡ φύσις ἔχει προικίσει καταλλήλως τὸ ἀρσενικὸν νὰ πληροῖ τὸ θηλυκόν καὶ τοὔμπαλιν, ὡσὰν πάζλ θὰ λέγαμε, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἔχοντες τὸ ἴδιον φῦλον δὲν μποροῦν νὰ συνευρεθοῦν σεξουαλικῶς διὰ τῆς χρήσεως τῶν γεννητικῶν τους ὀργάνων, παρὰ διὰ τῆς μιμήσεως τοῦ φυσικοῦ προτύπου «ἀνήρ-γυνή». Γι’αὐτὸ καὶ μεταξὺ κιναίδων δὲν μπορεῖ νὰ τελεστεῖ «ΣΥΝΟΥΣΙΑ» ( < σύν + εἰμί, τὸ νὰ γίνεις ἕνα μὲ τὸν ἄλλον), παρὰ μόνον πρωκτοβασία/τριβαδισμὸς ἤ στὴν καλλιτέρα  ψευδοσυνουσία.

Κι αὐτὸ, διότι φύσει τὰ εἴδη πασχίζουν γιὰ τὴν διαιώνισίν τους καὶ γι’αὐτὸ καὶ ἡ φύσις συνέδεσε τὴν ἱκανοποίησιν αὐτῆς τῆς ἀνάγκης μὲ τὴν ἡδονή καὶ φρόντισε γιὰ τὴν ἕλξιν τῶν δύο φύλων. Κάτι ποὺ ἀκόμη καὶ στὴν σύγχρονη, ἀποσαθρωμένη καὶ πλήρως ἐκφαυλισμένη κοινωνία μας, φαίνεται νὰ ἰσχύει ἔστω καὶ ὑποσυνείδητα κατὰ τὴν ἐπιλογὴ συντρόφου (π.χ. ἄνδρες ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἐπιβίωσιν τοῦ οἴκου τους ὑπερισχύουν ἐκείνων ποὺ ὁμοιάζουν ἀδύναμοι, ὡς κατάλληλοι σύζυγοι, ὅπως οἱ γυναίκες ποὺ τὰ σώματά τους δεικνύουν πὼς εἶναι κατάλληλα νὰ κυοφορήσουν, νὰ γεννήσουν καὶ νὰ θηλάσουν/θρέψουν τὰ τέκνα τοῦ οἴκου, προτιμῶνται ἀπὸ τοὺς ἄνδρες).
Ὑπὸ τὴν λογικὴ τῆς διαιωνίσεως λοιπὸν, ἀκόμα κι ἄν τὴν ἐκχυδαΐσαμε καὶ τὴν ἐμπορευματοποιήσαμε, ἡ φύσις δὲν ἐπιτρέπει τὴν διαιώνισιν τῶν παρὰ φύσιν συμπεριφερομένων, ὅσον κι ἄν χτυπιοῦνται κάποιοι διερρυηκότες καὶ τριβάδες, ποὺ ἐπειδὴ τοὺς ἐπιτρέπεται ὑπὸ τῶν τυράννων ἡ ἰσχνὴ φωνοῦλα τῆς νοσηρότητός τους νὰ διατυμπανίζεται μέρα-νύχτα, νομίζουν οἱ πέπονες πὼς ἡ φύσις θὰ ἀνέχεται γιὰ πολὺ τὴν βδελυγματικὴ παραλογία τους. Διότι ὅπως γράφει καὶ ὁ μέγιστος Πλούταρχος τοὺς νόμους τῆς πόλεως μποροῦν νὰ τοὺς διαλύσει κάποιος τύραννος, τοὺς τῆς φύσεως ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς βιάσει. 

«Τοὺς μὲν τῆς πόλεως νόμους λελυκέναι τυραννῶν, τοὺς δὲ τῆς φύσεως οὐκ εἶναι δυνατὸς βιάζεσθαι», Σόλων, 20,4, Πλούταρχος. 

... 

Γι’αὐτὸ καὶ στὰ λεξικά ἡ «ὁμοφυλοφιλία» χαρακτηρίζεται ὡς «γενετήσια ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ» [ λεξ. Δημητράκου, λῆμμα ὁμοφυλοφιλία, < διά +στρέφω (ἀρχ. = παραφροσύνη, ν.ἑ. = ἐξαθλίωσις, διαφθορά, παραμόρφωσις, ἀνωμαλία, παρεκτροπὴ ἀπὸ τὸ φυσιολογικόν, LIDDELL- SCOTT)] ἤ ΑΠΟΚΛΙΣΙΣ [ < ἀπό + κλίνω ( = κατάπτωσις, παρέκκλισις, λεξ. LIDDELL- SCOTT)], ὡς ἀποκλίνουσα τοῦ φυσιολογικοῦ.

Οἱ Δυτικοὶ τὸ φῦλον τὸ ὠνόμασαν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ λέξιν ΕΞΙΣ ( =κατάστασις ψυχῆς καὶ σώματος, «ἡ κατὰ φύσιν ἑκάστου ἐνέργεια καὶ ὁλοκληρία, οἷον ἐπὶ μὲν ψυχῆς αἱ ἀρεταί, ἐπὶ δὲ σώματος τὸ ἐντελές τῶν μελῶν καὶ ἀνάλογον καὶ ὑγεία (βλ. παρακάτω ΕΥΕΞΙΑ/ΚΑΧΕΞΙΑ)… διαφέρει δὲ ἕξις διαθέσεως· ἡ μὲν ΔΥΣΜΕΤΑΘΕΤΟΣ ἐστίν, ἡ δὲ διάθεσις ΕΥΜΕΤΑΒΛΗΤΟΣ…διαιρεῖται μὲν ἕξις εἰς ἀρετὴν καὶ κακίαν», < ἔχω, Λεξικὸν Σουΐδα) καὶ τὸ ὠνόμασαν sexus ( = τὸ φῦλον, μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σὲ -s) καὶ ἀπὸ αὐτὸ γεννήθηκαν τὰ sex(e), sexuality, sexuel κοκ, τὰ ὁποῖα πέρασαν σὲ ἑμᾶς ὡς σέξ (ἡ πρᾶξις κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας ἱκανοποιεῖται ἡ γενετήσια ὁρμή), ἡ σεξουαλικότητα, ὁ σεξουαλικὸς κλπ καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένα μὲ τὸ λατ. secus ( =γένος) ἐκ τοῦ ἑλλ. ΤΕΚΟΣ ( < τίκτω=γεννῶ)]. 

Προφανῶς διότι παρατηροῦσαν ὅτι οἱ ἕξεις διαφέρουν ἀπὸ τὸ ἕνα φῦλον στὸ ἄλλον, γι’αὐτὸ καὶ ἀνεφέροντο σὲ ἕξιν ἀρσενικὴ καὶ ἕξιν θηλυκή ( «ἔτι καὶ ἰδιαιτέρου μέρους τοῦ σώματος, ἕξις λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος», Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί).
Ἀπὸ τὴν ἕξιν προέρχεται καὶ ἡ ΕΥΕΞΙΑ ( < εὖ + ἕξις, καλὴ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ κατάστασις), ἀλλὰ καὶ ἡ ΚΑΧΕΞΙΑ ( < κακός + ἕξις, τὸ ἀντίθετον τῆς εὐεξίας), ἀπορρέουσες ἀπὸ τὴν συνέργεια ψυχῆς καὶ σώματος, ὡς ἡ σχέσις ἤθους/ἔθους κατὰ τὴν ἀριστοτελικὴ θεώρησιν περὶ ἀρετῆς. 

Ἐν κατακλείδι μόνον διὰ τοῦ ΦΥΣΙΚΟΥ τρόπου, ἥτοι ἑνώσεως-ζεύξεως ὠαρίου-σπερματοζωαρίου, μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ ζυγωτόν, τουτ' ἔστιν νέα ζωή. Ὅσον καὶ ἄν χτυπιοῦνται τριβάδες καὶ λακκόπρωκτοι ἡ φύσις ἔχει πάντοτε μηχανισμοὺς ἐξυγιάνσεως κάθε τινὸς παρὰ φύσιν, ὥστε νὰ ἐπέρχεται ἡ φυσικὴ τάξις καὶ ῥοή. Καὶ σὲ ὁποιοδήποτε εἶδος ὕβρεως ἡ ἴδια ἡ φύσις ἀπαντᾶ μὲ νέμεσιν· ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσιν τῶν κιναίδων ΦΥΣΕΙ ΔΕΝ τοὺς ΔΙΔΕΤΑΙ τὸ ΔΙΚΑΙΩΜΑ διαιωνίσεώς τους.-

Τὸ 2ον μέρος ἐδῶ: https://etymo-logiki.blogspot.com/2021/04/2.html

Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΟΙ ΚΙΝΑΙΔΟΙ>>, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΛΕΥΡΗΣ, <<ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ: Ο ΜΥΘΟΣ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ>>, ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, <<ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΕΙΡΗΝΗ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΝΕΦΕΛΑΙ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ,  <<ΚΑΤΑ ΤΙΜΑΡΧΟΥ>>, ΑΙΣΧΙΝΗΣ,  <<ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΡΕΣΒΕΙΑΣ>>, ΑΙΣΧΙΝΗΣ, <<ΓΟΡΓΙΑΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ>>, ΞΕΝΟΦΩΝ, <<ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ>>, ΞΕΝΟΦΩΝ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ>>, ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΤΥΡΙΟΣ, <<ΗΘΙΚΑ, ΤΑ ΠΑΛΑΙΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΑ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΠΟΙΚΙΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΑΙΛΙΑΝΟΣ, <<ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ/ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>, <<ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT>>, <<ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ>>, ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, <<ΚΑΤΑ ΑΝΔΡΟΤΙΩΝΟΣ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ>>, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, <<ΚΑΤΑ ΜΕΙΔΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΟΝΔΥΛΟΥ>>, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, <<ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ>>, ARNALDO BISCARDI, <<ΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΣΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ>>, DOUGLAS MAC DOWELL, <<ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΕΣ>>, ΑΘΗΝΑΙΟΣ, <<ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΚΑ>>, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ>>, ΑΡΡΙΑΝΟΣ, <<ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ>>, ΞΕΝΟΦΩΝ, <<ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ>>, ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, <<ΙΛΙΑΔΑ>>, ΟΜΗΡΟΣ, <<ΟΔΥΣΣΕΙΑ>>, ΟΜΗΡΟΣ, <<ΚΡΑΤΥΛΟΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΠΟΜΠΗΙΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΡΩΜΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΔΙΩΝ ΚΑΣΣΙΟΣ, <<ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ>>, ΟΒΙΔΙΟΣ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ καὶ ἀπὸ τὸ ἱστολόγιον «palaixthonwordpress» . Θερμὰ εὐχαριστήρια καὶ στὸν κ. Ἀπόστολο Γονιδέλλη ποὺ μὲ τὸ συνολικὸν ἔργον του συνέβαλε στὸ ἀπόσπασμα περὶ τριβάδων.
 Ἡ ἔρευνα, ἡ σύνταξις καὶ ἡ συγγραφὴ ἔγινε ἀπὸ τὴν ἘΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ (Κωνσταντῖνα Ἀ.)


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ