Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ;

ΜΟΡΦΟΩ-Ω: Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΕΤΥΜΩΝ

*<< ΜΟΡΦΟΩ-Ω/ΜΟΡΦΩΝΩ , παρὰ τὸ μείρω, τὸ μερίζω, μορὴ καὶ μὲ πλεονασμὸν τοῦ -φ, μορφή>>, ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ  ΜΟΡΦΟΥΜΑΙ , ὡς παθητικόν ( δηλ. ἄλλος μὲ μορφώνει) =διαμορφώνομαι, ἀποκτῶ σχῆμα/ ὡς μέσον ( δηλ. μορφώνομαι ἀπὸ μόνος μου) =καλλωπίζω, κοσμῶ τὸν ἑαυτόν μου). Ἐν ὀλίγοις, ἡ μόρφωσις ἀπαιτεῖ καὶ προσωπική, κριτικὴ σκέψιν γιὰ νὰ μὴ καταλήξει κάποιος ἀπὸ ΕΥ-ΜΟΡΦΟΣ/ΟΜΟΡΦΟΣ ,ποὺ εἶναι τὸ ζητούμενον, σὲ ΔΥΣ-ΜΟΡΦΟΝ, Α-ΜΕΡΦΗ ( =αἰσχρός, κατὰ τὸν Ἡσύχιον) καὶ σωρευτικὰ μὲ ἄλλους να σχηματίσει μίαν Α-ΜΟΡΦΗ μάζα ] ΜΟΡΦΩΣΙΣ , τὸ δίδειν μορφὴν εἰς κάτι ἀμόρφωτον καὶ ἀδιάπλαστον  Καὶ γνωρίζοντας πλέον τὰ ἔτυμα θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ καταλάβει εὔκολα τὸν τίτλο, καθῶς ἡ γλῶσσα μας, προνόησε καὶ μὲ ἕνα ῥῆμα, ἔφτιαξε καὶ λεξιλόγιον ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξυψώσει τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ καὶ λεξιλόγιον ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ἰσοπεδώσει ἄν παρεκτραπεῖ καὶ παρεκκλίνει ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστον!  Καὶ ἴσως ἡ εἰκόνα, ποὺ συνοδεύει τὸ ἄρθρον, ἀντικατοπτρίζει τὴν ἐντύπωσιν ποὺ ἔχουν πολλοὶ σήμερα περὶ τοῦ τί ἐστί

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ. 13: ΚΕΙΡΩ

{ Ὁ Ἀ πόλλων τοῦ Kassel. Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ παρατσούκλια τοῦ Ἀπόλλωνος εἶναι  ΑΚΕΡΣΟΚΟΜΗΣ , διότι δὲν κείρει τὴν κόμην του ( <<ἀπενθὴς γὰρ ὁ θεός>>, Μ.Ε. κι αὐτὸ διότι συνηθίζετο νὰ κόβουν τὰ μαλλιά τους κοντὰ ὡς ἔνδειξιν πένθους. Ὁ Ἀπόλλων ὡς θεός τοῦ φωτὸς ἀπεχθάνεται τὸ σκότος τοῦ θανάτου καὶ εἶναι πάντα νηπενθής ). Τὸ ὄνομά του ὀφείλεται στὴν πόλιν Kassel τῆς Γερμανίας, ὅπου βρίσκεται τὸ πληρέστερα σωζόμενο ἀντίγραφο. Εἶναι προφανές ὅτι τὸ ἄγαλμα εἰκονίζει τὸν θεὸν Ἀπόλλωνα, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὰ νεανικά του χαρακτηριστικὰ καὶ τὰ μακριὰ μαλλιά του. Ἡ φαρέτρα, τὴν ὁποία ὁ ἀντιγραφεὺς ἀπεικόνισε στὸ ἀναγκαῖο στήριγμα τοῦ μαρμάρινου ἀντιγράφου, ἐπιτρέπει καὶ αὐτὴ νὰ ταυτίσουμε τὸν τοξότη θεό. Στὸ δεξιὸν χέρι ὁ Ἀπόλλων εἶχε τόξο καὶ βέλος· τί κρατοῦσε στὸ ἀριστερὸ δὲν γνωρίζουμε μὲ βεβαιότητα, εἶναι ὅμως πιθανὸν ἀπὸ τὴν θέσιν τῶν δαχτύλων ὅτι ἦταν ἕνα μικρὸ ἔντομο, μιὰ ἀκρίδα. Ἄν εἶναι ἔτσι τὸ ἄγαλμα εἰκονίζει τὸν Ἀπόλλωνα Παρνόπιο  [ ἐπίθετο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν λέ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: ΣΚΕΛΛΩ

ΣΚΕΛΛΩ/ΣΚΕΛΛΟΜΑΙ ἐκ τοῦ σκλῶ = ( σκληραίνω) σημαίνει κι αὐτὸ σκληραίνω, ἀλλὰ κυρίως ξηραίνω, ἀφαιρῶ τοὺς χυμούς, στεγνώνω, (ἀπο)σχίζω καὶ συνεκδοχικῶς καίω, ἀδυνατίζω, κυρτώνω, στραβώνω. Ἐν ὀλίγοις, ὅλες του οἰ ἔννοιες εἶναι ἡ μία λογικὴ ἀπόρροια τῆς ἄλλης, καθῶς ὅταν κάτι στεγνώνει/ ξηραίνεται, γίνεται ἄκαμπτο, σκληρό, ἀδύναμο κοκ. Κι ἀπ’αὐτὸ τὸ μονοσύλλαβο πρωτοελληνικὸ ῥῆμα <<σκλῶ>> καὶ τὸ τέκνον του <<σκέλλω>>, γεννήθηκε ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς λέξεων ποὺ παραμένουν γιὰ χιλιάδες χρόνια ἀναλλοίωτες στὸν χρόνο. Ἀρχικά, ἔχουμε τὸν ΑΣΚΛΗΠΙΟΝ ( > ὁ τὰ ἀσκελῆ ποιῶν ἤπια), ποὺ ἐθεωρεῖτο ὁ θεὸς τῆς ἱατρικῆς καὶ τῆς ὑγιείας. Ἦταν υἱός τοῦ ἰατροῦ τῶν θεῶν, Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κορωνίδος καὶ μαθητής τοῦ Κενταύρου Χείρωνος. Ἀξιοσημείωτον εἶναι πὼς καὶ ὁ πατὴρ τῆς ἰατρικῆς, Ἰπποκράτης ἦταν ἀπόγονος τοῦ Άσκληπιοῦ! Μάλιστα τὰ πρῶτα νοσοκομεῖα/ἀνακλιντήρια ἐλέγοντο ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΑ , ἐξ οὗ καὶ ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΕΣ λέγονται οἱ ἰατροὶ ὡς καὶ σήμερα (σημ.: οἱ Γάλλοι μέχρι σήμερα τοὺς ἐπαγγελμ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: ΜΕΛΩ, ΜΕΛΛΩ, ΜΕΙΛΙΣΣΩ, ΜΕΛΙΖΩ, ΜΕΛΠΩ

Τὰ δύο πρῶτα ῥήματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναλυθοῦν καὶ στὸ κεφάλαιον <<ΟΜΩΝΥΜΑ>> καθῶς ἀρκετὲς φορὲς δημιουργεῖται σύγχυσις ὡς πρὸς τὴν ὀρθὴν γραφήν τους. Παρ’ὅλ’αὐτά, πρόκειται γιὰ ῥήματα-παράγωγα τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου καὶ μὲ ἄρρηκτη σχέσιν μεταξύ τους. Κατ’αρχάς, τὸ ῥῆμα ΜΕΛΩ , τὸ ὁποῖον συναντᾶται καὶ ὡς ΜΕΛΟΜΑΙ παράγεται ἐκ τῶν μονοσυλλάβων ῥημάτων μῶ ( =ζητῶ) καὶ λῶ ( =θέλω) καὶ σημαίνει φροντίζω, ΕΠΙΜΕΛΟΥΜΑΙ ἤ νοιάζομαι γιὰ κάτι ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει, ποὺ ἐπιζητῶ καὶ θέλω, ἀλλὰ καὶ εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος κάποιου. Σχεδὸν πάντα συναντᾶται στὸ γ’ἑνικὸ πρόσωπο, ὡς ἀπρόσωπο <<μέλει>> καὶ τὸ πρόσωπο στὸ ὁποῖον ἀποδίδεται ἡ φροντίς, ἡ ἔγνοια αὐτή, τίθεται σὲ αἰτιατική ( π.χ. μὴ ΣΕ μέλει τί κάνω ἐγώ ). Ἀπὸ αὐτὸ παράγονται πολλὲς λέξεις, ὅπως ἡ ΜΕΛΗΔΩΝ ( = φροντίς, ἡ μέριμνα), ἀλλὰ καὶ ὁ ΜΕΛΕΔΩΝ ( =ὁ φροντιστής), ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ὀνόματα ποὺ εἶχε ὁ βασιλεὺς στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, καθ'ὅτι ἔργον του εἶναι νὰ μέλει, νὰ φροντίζει γιὰ τὴν εὐημερία τοῦ λαοῦ του. ΜΕΛΕΤ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: ΕΙΡΩ

Εἴρω, ἐκ τοῦ (σ)ε(ί)ρω < Fε(ί)ρω, δηλαδὴ συνδέω, (συμ)πλέκω καὶ συνεκδοχικῶς ὁμιλῶ, λέγω, ἐξ οὗ καὶ ὁ μέλλων χρόνος τοῦ λέγειν εἶναι ἐρῶ, διότι διὰ τοῦ λόγου συνδεόμεθα καὶ διὰ τῆς ὁμιλίας ( < ὄμιλος =συναθροισμένον πλῆθος). Ἄπειρες λέξεις ἔχει χαρίσει στὴν γλῶσσα μας αὐτὸ τὸ ῥῆμα καὶ ἀμέτρητες ἄλλες ἔχει χαρίσει ἁπλόχερα στὶς ἀλλοδαπές. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρω: Ἡ λέξις ΕΙΡΗΝΗ εἶναι ἴσως ἡ πρώτη ποὺ ἔρχεται στὸ μυαλὸ ὅσων ἀκοῦν αὐτὸ τὸ ῥῆμα. Εἰρήνη κυριολεκτικῶς εἶναι ἡ σύνδεσις διὰ λόγου, ἡ παῦσις ἐχθροπραξιῶν ποὺ εἴρει τοὺς πολεμίους καὶ συμφιλιώνει τοὺς ἐχθρούς. Τὸ ῥῆμα ε(ἴ)ρω καὶ μάλιστα μὲ τό -σ ἔμπροσθέν του πῆραν οἱ Λατῖνοι καὶ δημιούργησαν τὸ δικόν τους ἀντίστοιχον ῥῆμα, τὸ ὁποῖον καὶ ὀνόμασαν sero . Κι ἀπ’αὐτὸ δημιουργήθηκαν σὲ ὅλες τὶς ἀλλοδαπὲς σχεδὸν γλῶσσες, λέξεις ποὺ ὑποδηλώνουν τὴν γαλήνη, τὴν ἡρεμία ποὺ προκύπτει ὅταν ἐπικρατοῦν συνθήκες εἰρήνης, ὅπως serenity ( =γαλήνη), sérénité , serenidad , serenità , serein ( =ἥρεμος), sereno , serene κλπ. Κι ἀπ’αὐτὸ πρω

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 : ΜΑΤΤΩ/ΜΑΣΣΩ/ΜΑΖΩ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 : ΜΑΤΤΩ/ΜΑΣΣΩ/ΜΑΖΩ Μάττω/μάσσω ἤ μάζω, ἕνα ἀκόμα ῥῆμα ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἀσυναίσθητα ὅλοι καθημερινά. Καὶ πρὶν περάσουμε σέ μερικές ἀπὸ τὶς πολλὲς λέξεις ποὺ γέννησε, πρέπει νὰ ἀνοίξω μία μικρὴ παρένθεσιν καὶ νὰ θίξω ἀκροθιγῶς τήν <<ἐμφάνισιν>> τοῦ ῥήματος , ὥστε νὰ γίνει πιὸ κατανοητὸν τὸ ἄρθρο. Τὸ θέμα του ἔχει δύο ταύ [ (ματτ-) τὰ ὅποῖα ἀντικαθίστανται μεταξὺ διαλέκτων καὶ ἀπὸ δύο σίγμα (μασσ-) ἤ καὶ ἀπὸ ζ (μαζ-) ], πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει πὼς τὸ τελευταῖο γράμμα τοῦ θέματός του στὴν πραγματικότητα εἶναι οὐρανικὸ σύμφωνο ( δηλαδὴ προφέρεται σὲ συμφωνία τῶν φωνητικῶν χορδῶν μὲ τὸν οὐρανίσκο μας. Τὰ σύμφωνα τὰ ὁποῖα προφέρονται μὲ τὸν οὐρανίσκο εἶναι 3: τὸ Κ,τὸ Γ καὶ τὸ Χ). Τὸ μάσσω ἔχει πολλὲς συναφεῖς ἔννοιες, οἱ κυριότερες ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι: 1.        Ζυμώνω καὶ πιέζω τὴν ζύμη σὲ καλούπι γιὰ νὰ τῆς δώσω σχῆμα, πλάθω, 2.        Ἐπεξεργάζομαι κάτι μὲ τὰ χέρια, κατεργάζομαι καὶ συνεκδοχικῶς κατασκευάζω κάτι, ἀλλάζω μορφὴ σὲ κάτι, 3.        Μα

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΑΗΜΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΑΗΜΙ ΑΗΜΙ  ἤ ἀλλοιῶς πνέω, φυσῶ. Προέρχεται ἀπὸ τὸ ἄ F ημι κι αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τὸ πρωτοελληνικὸ ῥῆμα ἄ F ω, τὸ ὁποῖον παράγεται ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς ἐκπνοῆς, τό << A ΑΑ>> + Ω (κατάληξις ποὺ δηλοῖ τὴν ὕπαρξιν, ἐξ οὗ καὶ ἡ ὑποτακτικὴ τοῦ εἰμί-> ὦ). Ἡ δὲ κατάληξις -μι   στὸ τέλος δηλώνει τὸ πρόσωπον, δηλαδὴ τὸ ΕΓΩ πνέω. Γιατὶ προνόησαν οἱ προηγούμενοι ἀπὸ ἑμᾶς, ὥστε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα νὰ μὴ χρειάζεται οὔτε ἀντωνυμίες ἔμπροσθεν τῶν ῥημάτων, οὔτε διευκρινίσεις στοὺς χρόνους καὶ στὶς ἐγκλίσεις της, οὔτε τίποτα γιὰ νὰ γίνει κατανοητή (βλ. πχ. ἀγγλ. go / γαλλ.  veux / γερμ.  wissen , ῥώσ. есть κλπ // ἰταλ. voglia / ἰσπαν. quer í a κλπ συναφεῖς γλῶσσες, ποὺ χρειάζονται ὁπωσδήποτε διευκρίνισιν γιὰ τὸ πρόσωπον, ἀλλὰ μερικὲς ἀπ’αὐτὲς καὶ γιὰ τὸ μέρος τοῦ λόγου!). Ἡ πιὸ σημαντικὴ ἴσως ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ῥῆμα εἶναι ἡ λέξις  ΑΗΡ.  Ὁ ἀὴρ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ 4 στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν   τὴν φύσιν καὶ μάλιστα τὸ βασικότερον, κατὰ τὸν Ἀνα

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ NΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΕΙΚΩ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΕΙΚΩ Ἀκόμα ἕνα ῥῆμα ποὺ ἔχει τόσο πολὺ ἀδικηθεῖ, καθῶς τὸ χρησιμοποιοῦμε καθημερινῶς, ἀλλὰ ἄν ῥωτήσεις κάποιον πόσο συχνὰ τὸ χρησιμοποιεῖ στὸν λόγο του, τὸ πιὸ πιθανὸν εἶναι νὰ σοῦ πεῖ <<καθόλου, αὐτὸ εἶναι ἕνα νεκρὸ ῥῆμα, εἶναι ἀρχαιοελληνικό, δὲν τὸ χρησιμοποιοῦμε πλέον…>>. Κι ὅμως! Τὸ  F είκω< εἴκω προέρχεται ἐκ τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας ἕ + ἵκω ( =φτάνω), ἐπιστρέφω στὸν ἑ-αυτόν μου, παύω νὰ εἶμαι ἐπιθετικός. Γι’αὐτὸ καὶ σημαίνει : 1.       Ὑποχωρῶ, ἐνδίδω καὶ ἁρμόζω 2.         Ὁμοιάζω [ κυρίως ὁ παρακείμενος μὲ σημασία ἐνεστῶτος ἔοικα ( =ἔχω ὑποχωρήσει, ἄρα εἶμαι σύγγνωμος, ὅμοιος)] Ὕπὸ τὴν πρώτη ἔννοιά του, παρήγαγε πολλὲς λέξεις ποὺ μέχρι καὶ σήμερα τὶς χρησιμοποιοῦμε ἀλώβητες. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρω μερικὲς ἀπ’αὐτές: Ἡ λέξις  ΝΕΙΚΟΣ ( =ἡ ἔρις > ἀρνητικὸν μόριον νη +εἴκω) εἶναι κατὰ κυριολεξία ἡ μὴ ὑποχώρησις, γι’αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ ἔριδες λέγεται ΦΙΛΟΝΕΙΚΙΑ καὶ κάποιος ποὺ εἶναι φίλερις λέγεται καὶ  ΦΙΛΟΝΕΙΚΟΣ . Ἀπ’τὴν ἄλλη, τ