Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: ΕΙΡΩ

Εἴρω, ἐκ τοῦ (σ)ε(ί)ρω < Fε(ί)ρω, δηλαδὴ συνδέω, (συμ)πλέκω καὶ συνεκδοχικῶς ὁμιλῶ, λέγω, ἐξ οὗ καὶ ὁ μέλλων χρόνος τοῦ λέγειν εἶναι ἐρῶ, διότι διὰ τοῦ λόγου συνδεόμεθα καὶ διὰ τῆς ὁμιλίας ( < ὄμιλος =συναθροισμένον πλῆθος). Ἄπειρες λέξεις ἔχει χαρίσει στὴν γλῶσσα μας αὐτὸ τὸ ῥῆμα καὶ ἀμέτρητες ἄλλες ἔχει χαρίσει ἁπλόχερα στὶς ἀλλοδαπές. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρω:

Ἡ λέξις ΕΙΡΗΝΗ εἶναι ἴσως ἡ πρώτη ποὺ ἔρχεται στὸ μυαλὸ ὅσων ἀκοῦν αὐτὸ τὸ ῥῆμα. Εἰρήνη κυριολεκτικῶς εἶναι ἡ σύνδεσις διὰ λόγου, ἡ παῦσις ἐχθροπραξιῶν ποὺ εἴρει τοὺς πολεμίους καὶ συμφιλιώνει τοὺς ἐχθρούς. Τὸ ῥῆμα ε(ἴ)ρω καὶ μάλιστα μὲ τό -σ ἔμπροσθέν του πῆραν οἱ Λατῖνοι καὶ δημιούργησαν τὸ δικόν τους ἀντίστοιχον ῥῆμα, τὸ ὁποῖον καὶ ὀνόμασαν sero. Κι ἀπ’αὐτὸ δημιουργήθηκαν σὲ ὅλες τὶς ἀλλοδαπὲς σχεδὸν γλῶσσες, λέξεις ποὺ ὑποδηλώνουν τὴν γαλήνη, τὴν ἡρεμία ποὺ προκύπτει ὅταν ἐπικρατοῦν συνθήκες εἰρήνης, ὅπως serenity ( =γαλήνη), sérénité, serenidad, serenità, serein ( =ἥρεμος), sereno, serene κλπ.

Κι ἀπ’αὐτὸ πρωτοδημιουργήθηκε καὶ τὸ ῥῆμα ΕΡΑΩ-Ω ( =ἐπιθυμῶ, ἀγαπῶ) ἀλλὰ καὶ ἡ λέξις ΕΡΩΣ. Διότι ὁ ἔρως εἶναι <<ὁ συνδέων ἡμᾶς πόθος>> καὶ ἄν καὶ στὶς μέρες μας στένεψε ἐννοιολογικῶς (βλ. ἐρωμένη, ἐρωτικός, ἐρωτισμός, ἐραστὲς κλπ, ὅλα σήμερα συνδεόμενα μὲ τὴν σαρκικὴν ἡδονήν μόνον), ἡ ἀρχική του σημασία δὲν ἀφοροῦσε -μόνον- τὸ σαρκικὸν κομμάτι, ἀλλὰ κυρίως τὸ πνευματικόν. Ἐξ οὗ καὶ ὁ εἰσπνῆλος ( αὐτὸς ποὺ πνέει ἐντὸς κάποιου, ποὺ ἐμπνέει/ἐν-πνέει δηλαδή), ὅπως ἔλεγαν οἱ Σπαρτιᾶτες τὸν ΕΡΑΣΤΗ καὶ ὁ αΐτας ( > αΐω/ἄημι =ἀκούω, κατανοῶ, αἰσθάνομαι), ὁ ΕΡΩΜΕΝΟΣ, ἀντιστοιχοῦσαν στὸν δάσκαλο καὶ στὸν μαθητευόμενο, καθῶς καὶ οἱ δύο συνδέονται διὰ τοῦ πόθου τους γιὰ τὴν ἀλήθεια, γιὰ τὴν οὐσία, γιὰ τὴν ὀρθὴ συμπεριφορά, τὴν ἀρετή, ἀφιερώνονταν ἐξ ὁλοκλήρου στὴν ἀναζήτησιν αὐτῶν. Θὰ λέγαμε δηλαδὴ πὼς γιὰ τὸν δάσκαλο καὶ τὸν μαθητή, γιὰ τὸν ἐραστὴ δηλαδὴ καὶ τὸν ἐρώμενο, ὁ ΕΙΡΜΟΣ ( =σύνδεσις) τους εἶναι ἡ ἀναζήτησις τοῦ ἀγαθοῦ. Πρόκειται γιὰ λέξεις περεξηγημένες πλέον, καθῶς πολλοὶ ἀλλόθροοι (καὶ ὄχι μόνον δυστυχῶς), στὴν προσπάθειά τους νὰ μεταφράσουν/ ἀποδώσουν τὰ φιλοσοφικά μας κείμενα καὶ νὰ ὁρίσουν αὐτὲς τὶς δύο ἔννοιες, εἴτε δὲν ἐν-νοούν, εἴτε τὶς μεταφράζουν διὰ τῶν πεζῶν <<ἰδικῶν τους>> ῥημάτων love, aimer, amare κλπ. Ῥήματα ποὺ ὄχι ἅπλῶς ὑποβαθμίζουν τὴν ὑψηλή διάνοια τῶν ὁμιλοῦντων στὰ ἀρχαῖα μας κείμενα ( π.χ Συμπόσιον), ἀλλὰ ἀδυνατοῦν καὶ νὰ ἀποδώσουν τὸ ἀκριβὲς νόημα τῶν γραφομένων, δημιουργώντας περεξηγήσεις ἐκτρωματικοῦ χαρακτῆρος. Καὶ εὐτυχῶς, παρὰ τὸ ἐννοιολογικὸν στένεμα τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς συνδέσεώς του σχεδὸν μόνον μὲ τὸ σαρκικὸν κομμάτι στὶς μέρες μας ( ἐλλείψει ἔρωτος γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικά; ), ἔχουν ἐπικρατήσει λέξεις καὶ φράσεις ἔως τὶς μέρες μας, ποὺ μᾶς βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε αὐτήν του τὴν ὑψηλὴ πνευματικὴ καὶ ἄυλη ὑπόστασιν, ὅπως εἶναι ὁ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΣ ( =αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὴν τέχνη του, ἔχει ἵμερον, τὸ μεράκι ποὺ λέμε, γι’αὐτὴν καὶ ἀναζητεῖ τὴν ὑψηλὴ ποιότητα κι ὄχι τὶς ὑλικὲς ἀπολαβὲς ἀπ’ αὐτήν), ὁ ΕΡΑΣΙΜΟΛΠΟΣ ( =ὁ φίλος τῆς μουσικῆς, τῆς μελωδίας, αὐτὸς ποὺ ἀναζητεῖ τὴν ποιοτική/ἁρμονικὴ μελωδία). Τὸ ῥῆμα ΕΡΩΤΩ ἤ ἡ λέξις ΕΡΕΥΝΑ, ποὺ εἶναι καὶ ἀπὸ τὶς βασικὲς προϋποθέσεις ἑνὸς ἐραστὴ καὶ ἑνὸς ἐρωμένου διὰ τὴν ἀναζήτησιν τῆς ἀληθείας. Γι’αὐτὸ καὶ τὸ παράγωγον, προαναφερθὲν ῥῆμα ἐρῶ, δεικνύει τὸ βαθὺ αἴσθημα φιλίας καὶ σεβασμοῦ μεταξὺ καθηγητοῦ-μαθητοῦ καὶ ὑποδηλώνει ἀκόμα καὶ στὸν βαθμὸν ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ εὐκόλως πλέον, τὴν ἐνσάρκωσιν τοῦ ἰδανικοῦ σὲ αὐτὸ ποὺ ἐρᾶς, τοῦ ἰδεώδους, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδανικοῦ προσώπου τὸ ὁποῖον πληροῖ τὴν προσωπικότητα τινός, ἀκριβῶς δηλαδὴ αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔχει στόχον τὸ ἔργον τοῦ ἐραστοῦ/καθηγητοῦ/διδασκάλου ἀπέναντι στὴν ψυχήν/νόησιν τοῦ ἐρωμένου/μαθητευομένου.

Μὲ ὁλόκληρον τὸ θέμα του ( =σειρ-) ἔχει παραγάγει καὶ τὴν λέξιν ΣΕΙΡΑ ( κάποιοι λένε πὼς προέρχεται ἀπὸ 2 ῥήματα, ἐκ τῶν Σ-ύρω καὶ ΕΙΡΩ), ἡ ὁποία λέξις κυριολεκτικῶς σημαίνει τὸ σχοινί, αὐτὸ ποὺ συνδέει καὶ δένει δύο ἤ καὶ περισσότερα πράγματα μαζί. Μεταφορικῶς βεβαίως σημαίνει καὶ τὸν δεσμὸν ἀλλὰ καὶ ὁποιανδήποτε ἀλληλουχία πραγμάτων, τὴν ἀκολουθία, τὴν παράταξιν, τὴν διαδοχή, τὴν συνέχεια ( ὅπως ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι τὴν -τηλεοπτική- σειρὰ ἤ αὐτὸ ποὺ δυστυχῶς πολλοὶ σήμερα ἐπιλέγουν νὰ ἀποκαλοῦν ἀγγλιστὶ serial, γαλλιστὶ série κοκ). Ἀκόμη μία λέξις γιὰ τὸ σχοινὶ ποὺ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ λέξις, ΜΕΡΜΙΣ/ΜΗΡΙΝΘΟΣ ( > μέρος +εἴρω), ἤτοι τὸ μικρὸ σχοινάκι, ὁ σπάγγος.

Μὲ ἑτεροίωσιν, μὲ τροπὴ δηλαδὴ τοῦ βραχέως -ε στὸ ἄλλο βραχὺ φωνήεν -ο, ἔχουμε λέξεις ὅπως ΟΡΜΟΣ, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικῶς σημαίνει τὸ ὁ,τιδήποτε ἀποτελεῖ ΟΡΜΑΘΟ (ΑΡΜΑΘΙΑ), ἁλυσίδα, σχοινί, ὅπως εἶναι κάποιο κόσμημα μὲ ἀλληλουχία/σύνδεσιν ὁμοειδῶν διακοσμητικῶν, ἕνα περιδέραιο φέρ’εἰπεῖν, ἤ αὐτὸ ποὺ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὠνόμαζον ΚΑΘΕΡΜΑ [ < κατά +ἔρμα ( =βάρος, δεσμός, κυριολ.: τὸ βάρος ποὺ ἑνώνεται/ συνδέεται/ τοποθετεῖται στὰ πλοῖα πρὸς αὔξησιν τῆς εὐσταθείας τους, ἐξ οὗ καὶ εἶναι συγγενὲς τοῦ ἐρείδω), τὸ βάρος ποὺ τοποθετεῖται στὸ αὐτί, τὸ ἐνώτιον, ἤτοι αὐτὸ ποὺ ἑμεῖς σήμερα ἀποκαλοῦμε σκουλαρίκι ]. Μεταφορικῶς καὶ μέσω τῆς συνδέσεώς του μὲ τὸ ῥῆμα ὁρμῶ, (ΠΑΝ)ΟΡΜΟΣ εἶναι καὶ τὸ λιμάνι, ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ συνδεθεῖ κανεὶς καὶ νὰ προσαράξει γιὰ νὰ πατήσει σὲ νέα γῆ/χώρα, ἡ ΕΡΣΙΣ ( =σύνδεσις) του, ὁ συνδετικὸς κρίκος, ὁ τόπος ποὺ καταφεύγει ἀλλὰ καὶ ἀφ' ὅπου προσορμᾶ.

Ἔπειτα, ὁ συμπερασματικὸς σύνδεσμος ΑΡΑ, εἶναι παράγωγον τοῦ εἴρω, κι αὐτὸ διότι εἶναι αὐτὸς ποὺ συνδέει τὶς προκείμενες προτάσεις μὲ τὸ συμπέρασμα καὶ ὁ συλλογισμός μας ἀποκτᾶ ἕναν εὔλογον ΕΙΡΜΟΝ. Ἐκ τοῦ εἰρμοῦ καὶ ὁ ΕΡΜΗΣ ( < Ἑρμείας/Εἰρέμης < εἴρω + πρόθ. -μα, τοῦ ὀνόματος τῆς μητρός του Μαίας + καταλ. -έας/ίας, ὑποδηλοῦσα τὴν ἀέναον κίνησιν), ὁ μεταξὺ πολλῶν διαβιβάζων τὴν θέλησιν τοῦ Διός, ὡς ἀγγελιαφόρος αὐτοῦ καὶ ἀπ'αὐτὸν τὸ ΕΡΜΗΝΕΥΩ, ἡ ΕΡΜΗΝΕΙΑ κλπ. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἄλλη ἀγγελιαφόρος τῶν θεῶν, ἡ Ἅρπυια ΙΡΙΣ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἴδιο ῥῆμα.

Ἀκόμα, παρήγαγε καὶ τὸ ῥῆμα ΑΓΕΙΡΩ ( < ἄγω +εἴρω), τὸ ὁποῖον κατὰ κυριολεξία σημαίνει ὁδηγῶ μετ’ἐμοῦ καὶ συνδέω, συγκεντρώνω καὶ ὁμιλῶ στὴν ἀγορά, ἐν ὀλίγοις εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένον καὶ μὲ τὸ παράγωγόν του ῥῆμα, <<ἀγορεύω>>. Καὶ ἀπ’αὐτὸ μύρια ἄλλα, ὅπως πανήγυρις ( < πᾶν +ἀγείρω), ὁμήγυρις ( < ὁμοῦ +ἀγείρω), συναγερμός κλπ. Ἀλλὰ καὶ τὸ ῥῆμα ΕΓΕΙΡΩ ( < ἐκ +εἴρω, μὲ τροπὴ τοῦ ψιλοῦ οὐρανικοῦ -κ σὲ μέσο οὐρανικό -γ =ἀποσυνδέω, ἀγρυπνῶ, ὀρθώνω) ὀφείλει τὴν ὕπαρξίν του σὲ αὐτό.

Ἐπιπροσθέτως, ἄλλο ἕνα σύνθετον ῥῆμα μὲ τὸ εἴρω, εἶναι τὸ συνείρω ( =συνδέω κατὰ σειρά, συνάπτω, ἀραδιάζω μὲ λογικὴ σειρά), ἐξ οὗ καὶ ὁ ΣΥΝΕΙΡΜΟΣ, ἀλλὰ καὶ ἡ ΣΟΡΙΣ ( =ἡ μάγισσα), αὐτὴ πού <<συνάπτει>> δύο πρόσωπα/πράγματα/καταστάσεις. Δι’αὐτῆς τῆς ἔννοιας ἐδημιούργησαν οἱ Λατῖνοι τὴν λέξιν <<sors>> -διὰ μέσου τοῦ προαναφερθέντος λατινικοῦ sero- γιὰ νὰ ὁρίσουν τὸν κλῆρο, τὸν χρησμό, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς τύχης /μοῖρας, ἐξ οὗ καὶ γαλλιστί <<πέρασε>> ὡς sortir ( =βγάζω -ἐκ τῆς κληρωτίδος-, ἐξέρχομαι), sorcier ( = μάγος), sorte ( =τὸ εἶδος), sort ( =ἡ τύχη, ἡ μοῖρα), στὰ ἰσπανικὰ παρομοίως ἡ τύχη ἐλέχθη suerte, sortero εἶναι ὁ μάγος, sortear ( = τραβῶ κλῆρον), στὰ ἰταλικὰ sorteggiare ( = ῥίχνω κλῆρον), sorte ( = ἡ τύχη), sorta ( =τὸ εἶδος), ἀγγλικὰ sorcery ( =ἡ μαγεία) κοκ.

Ἀπὸ τὸ ἀντείρω ( < ἄντα +εἴρω) καὶ μέσω τοῦ adsero ( < ad+ sero) δημιουργήθηκε τὸ γαλλικό ῥῆμα assortir ( =συνδυάζω, συνδέω διαφορετικὰ πράγματα, συναρμόττω καὶ ἀντιλέγω) καὶ γύρισε σὲ ἑμᾶς ὡς ΑΣΣΟΡΤΙ.

Ἐκ τοῦ ἀποσυνείρω ( =ἀποσυνδέω, ἀπομονώνω) ἐδημιουργήθη τὸ ῥῆμα de+sero, τὸ ὁποῖον ἔδωσε σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τὴν λέξιν γιὰ τὴν ἔρημον, τὴν ὁποίαν οἱ ἀλλοθροοι ἀπεκάλεσαν desert, désert, desierto, deserto καὶ ἡ ὁποία γέννησε χιλιάδες ἄλλες ὅπως disertare/déserter/ deserter/ desertieren ( =λιποτακτῶ) κλπ.

Ἐκ τοῦ συνθέτου ῥήματος ἐνείρω ( < ἐν +εἴρω =εἰσάγω, συνδέω ἐντός, παρεμβάλλω), δημιούργησαν οἱ Λατῖνοι τὸ insero ( in + sero) κι ἀπὸ ἐκεῖ παρήχθησαν τὰ insérer/ inserire/inserter/ insert, insertion ( = εἰσαγωγή, καταχώριση, παρεμβολή), inserimento, inserción κλπ.

Ὑπὸ τὴν ἔννοια κυρίως τοῦ συνδέεσθαι διὰ τοῦ λόγου, τοῦ λέγειν, ὅπως τὸ ὁρίζουμε σήμερα, ἔχει παραγάγει ἀκόμα περισσότερες λέξεις, ὅπως ΕΙΡΩΝΕΙΑ ( =ὁ περιπαικτικὸς λόγος), ΡΗΜΑ, ΡΗΣΗ, ΡΗΤΩΡ κλπ πολλὰ ποὺ ἀναλύονται στὸ ἄρθρον <<ΛΕΓΕΙΝ (ΜΕΡΟΣ 2ο): ΡΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟΝ>>.

*Τὸ γλυπτὸν τῆς φωτογραφίας ἀναπαριστᾶ τὴν Εἰρήνη, ὅπως τὴν συνέλαβε ὁ δημιουργός της, Κηφισόδοτος, ὁ πατὴρ τοῦ Πραξιτέλους. Λέγεται πὼς δημιουργήθηκε τὸν 4ο αἰ. π.Χ καὶ πὼς ἦταν στημένον στὴν Ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν. Σήμερα φυλάσσεται στὸ Ἐθνικὸν Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον Ἀθηνῶν, ἐνῶ ῥωμαϊκὸν ἀντίγραφόν του ἐκτίθεται στὴν Γλυπτοθήκη τοῦ Μονάχου. Ἡ Εἰρήνη, κόρη τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος καὶ ἀδελφὴ τῆς Δίκης καὶ τῆς Εὐνομίας εἶναι μία ἀπὸ τὶς 3 Ὧρες ( οἱ ἄλλες δύο εἶναι οἱ ἀδελφές της ), οἱ ὁποῖες ἐφύλαττον τὴν εἴσοδον τοῦ Ὁλύμπου καὶ ἐφρόντιζον γιὰ τὴν εὔνομη ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἀναφέρονται καὶ ὡς βοηθοὶ τοῦ Ἡλίου, ἀλλὰ καὶ τῆς Χλωρίδος, τὴν ὁποία βοηθοῦσαν στὸ ἔργον της, στὴν βλάστησιν τῆς γῆς, ῥυθμίζοντας τὶς ἐποχὲς τοῦ χρόνου. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πολὺ συχνά ἵδρυαν βωμοὺς μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐχθροπραξιῶν πρὸς τιμήν της, καθῶς πίστευαν πὼς ἐκείνη ηὐθύνετο γιὰ τὴν εὐημερία τῆς κοινωνίας. Στὸ συγκεκριμένον γλυπτὸν τοῦ Κηφισοδότου, ἡ Εἰρήνη ἀναπαρίσταται ὡς νεαρὰ κοπέλα νὰ κρατᾶ στὸ ἀριστερὸν χέρι της ἕνα μικρὸ ἀγόρι, τὸν Πλοῦτο καὶ τὸ κέρας τῆς Ἀμαλθείας, σύμβολον τῆς ἀφθονίας. Οἱ λόγοι συμβολικοὶ καὶ προφανεῖς. Στὸ δεξί της χέρι κρατοῦσε ἕνα σκῆπτρον καὶ ἕναν πυρσὸ ἤ ἕνα κλαδὶ ἐλιάς, ὡς προστάτις τοῦ Πλούτου. Ἡ Εἰρήνη ἔχει ἐξυμνηθεῖ ἀπὸ πολλοὺς γνωστοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα τους ( ὅπως π.χ. ὁ Εὐριπίδης καὶ ὁ Ἀριστοφάνης) καθῶς βοηθοῦσε νὰ κυβερνηθεῖ ἡ κοινωνία μὲ ἰσορροπία καὶ σταθερότητα. Ὁ Πολύβιος γράφει πώς << ἡ εἰρήνη εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐλογία ὅταν μᾶς ἐγγυᾶται τὴν τιμή μας καὶ τὰ νόμιμα δικαιώματά μας. Ἀλλὰ ὅταν ἔχει ὡς ἐπακόλουθον τὸ χάσιμο τῆς ἐθνικῆς μας ἀνεξαρτησίας καὶ τὸ λέρωμα τῆς δοξασμένης μας ἱστορίας, τότε δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ πιὸ ἀτιμωτικὸν καὶ τὸ πιὸ καταστροφικὸν γιὰ τὰ πραγματικά μας συμφέροντα>>.


Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: << Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, << ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ>>, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ καὶ ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT. Οἱ πληροφορίες περὶ τῆς φωτογραφίας ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὸ ἰστολόγιον <<ARCHAIA- ELLADA>> καὶ τὴν ἠλεκτρονική ἐγκυκλοπαίδεια <<ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ>>


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (