«μυριάσιν ποτὲ τῇδε τριακοσίαις ἐμάχοντο ἐκ Πελοποννάσου χιλιάδες τέτορες... ὦ ξεῖν᾽, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι», Σιμωνίδης ο Κείος ( σὲ ἐλευθέρα ἀπόδοσιν = Σ᾽ αὐτὸ τὸ μέρος, πάει καιρός, οἱ τέσσερες χιλιάδες ἀπ᾽τὸ νησὶ τοῦ Πέλοπος μὲ τρία ἑκατομμύρια -ἐχθρῶν- ἔδωσαν μάχη ... ὦ ξένε/διαβάτη, νὰ ἀγγείλεις στοὺς Λακεδαιμονίους ὅτι ἐδῶ εἴμαστε πεσμένοι, ὑπακούοντας/ πιστοὶ στὰ δικά τους προστάγματα.) ΜΕΡΟΣ 3 ο ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ Ο ΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ (Ἡροδότου, Ἱστορίαι, 7,88-95/ 7,100-4) «Ἀρχηγοὶ τοῦ ἱππικοῦ ἦταν ὁ Ἀρμαμίθρης καὶ ὁ Τίθαιος, υἰοὶ τοῦ Δάτου, ἐνῶ ὁ τρίτος συναρχηγὸς τοῦ ἱππικοῦ, ὁ Φαρνούχης ἔμεινε πίσω στὶς Σάρδεις ἄρρωστος. Γιατὶ τὴν ὥρα ποὺ κινοῦσαν ἀπὸ τὶς Σάρδεις, τὸν βρῆκε ὁλέθρια κακοτυχία· δηλαδὴ ἐνῶ ἔτρεχε πάνω στὸ ἄλογον, ἕνας σκύλος ῥίχτηκε ἀνάμεσα στὰ πόδια τοῦ ἀλόγου του· καὶ τὸ ἄλογον καθῶς αἰφνιδιάστηκε, ταράχτηκε καὶ ὠρθώθη στὰ πίσω πόδια του, πετώντας ἀπὸ πάνω του τὸν Φαρνούχη στὴν γῆ· κι ὅπω
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης