Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ΟΜΩΝΥΜΑ

ΛΥΤΟΣ, ΛΕΙΤΟΣ, ΛΟΙΤΟΣ, ΛΥΤΤΟΣ Ή ΛΙΤΟΣ;

Κι ὅμως εἶναι ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦμε ἄμέτρητες φορὲς στὴν καθημερινότητά μας! Ἀκούγονται τὸ ἴδιο, ἀλλὰ τί γίνεται ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νὰ τὶς γράψουμε; Τί γίνεται ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νὰ ἀποτυπώσουμε στὸ χαρτὶ αὐτὸ ποὺ ἀκριβῶς ἐν-νοήσαμε; Διότι μπορεῖ κάποιος νὰ θέλῃ νὰ πῇ γιὰ κάποιον ἄλλον πὼς εἶναι π.χ κοινωνικὸς λειτουργός, ἀλλὰ ὅταν τὸν γράψει <<λιτουργό>> ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ ἐκτελεί ἔργον γιὰ τὸν λαόν, τὸν καθιστᾶ, ἐλλείψει αὐτοῦ τοῦ -ε-, πανοῦργον καὶ κακοῦργον! Ποιά ἡ διαφορὰ μεταξύ τῶν ὁμωνύμων; Κατ’ἀρχὰς ὁ  ΛΥΤΟΣ εἶναι ἴσως ὁ πιὸ εὐκολονόητος ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, διότι τὸ θέμα του μᾶς θυμίζει ἀμέσως τὸ ῥῆμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ῥῆμα   <<λύω>>. Οἱ σημασίες τοῦ λύειν εἶναι ἀρκετές, μὲ ἀρχικὴ σημασία του νὰ εἶναι αὐτὴ τοῦ χαλαρώνω,λύνω, διαλύω. Συνήθως τὸν λυτό, τὸν συναντᾶμε μὲ διάφορες προθέσεις μπροστά τοῦ, ὅπως ΔΙΑΛΥΤΟΣ, ΑΝΑΛΥΤΟΣ, ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ, ΑΠΟΛΥΤΟΣ κοκ. Ἕπειτα, ἔχουμε καὶ τὸν ὁμόηχόν του ΛΕΙΤΟΝ . Ὁ λειτὸς εἶνα

ΛΗΜΜΑ, ΛΥΜΑ, ΛΙΜΑ, ΛΗΜΑ Η΄ΛΕΙΜΜΑ; ΛΥΜΗ Η’ ΛΗΜΗ; ΛΙΜΟΣ Η΄ΛΟΙΜΟΣ;

ΛΗΜΜΑ, ΛΥΜΑ, ΛΙΜΑ, ΛΗΜΑ Η΄ΛΕΙΜΜΑ; ΛΥΜΗ Η’ ΛΗΜΗ; ΛΙΜΟΣ Η΄ΛΟΙΜΟΣ; Εἶναι καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁμώνυμα/παρώνυμα ποὺ βασανίζουν δυστυχῶς πολλούς, ὅταν χρειαστεῖ νὰ τὰ γράψουν. Καὶ γράφω δυστυχῶς, διότι ἡ ἀνορθογραφία δὲν ὑποδεικνύει ἕναν <<κακὸν μαθητή>> , ὅπως πολλοὶ σκέφτονται, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι καὶ αὐτὴ μία ἀπόδειξις τῆς μὴ συνδέσεως τῆς διανοίας μὲ τὴν ἔκφρασιν ( ἡ ὁποία ἰσχύει καὶ γιὰ πολλοὺς ὀρθογράφους πλέον). Ὅταν τὸ σημαῖνον χάσει τὸν εἰρμό, τὴν σύνδεσιν μὲ τὸ σημαινόμενον, ἡ γλῶσσα ἀπὸ μέσο προγραμματισμοῦ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἀπὸ τρόπος σκέψεως καθίσταται ἕνας ἁπλὸς κώδικας ἐπικοινωνίας. Ἐν ὀλίγοις, ἄν χάσουν καὶ οἱ λέξεις τὴν ἱστορία τους καὶ τὴν οὐσία τους, ἡ ἑλληνικὴ ἀπὸ ἐννοιολογικὴ θὰ καταντήσει ἀκόμη μία συμβατικὴ γλῶσσα, ὅπως οἱ ἀλλοδαπές. Καὶ τὸ βάρος ποὺ καλούμαστε νὰ σηκώσουμε ἑμεῖς εἶναι μεγαλύτερο, διότι ἄν οἱ ἀλλόθροοι ἀνορθογραφώντας, θὰ λέγαμε πὼς ΥΠΟΒΑΘΜΙΖΟΥΝ τὴν γλῶσσα τους, ἑμεῖς τὴν ΕΚΦΥΛΙΖΟΥΜΕ! Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ὁμώνυμα εἶναι ἡ λέξις ΛΗΜΜΑ , ἡ ὁ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: ΜΕΛΩ, ΜΕΛΛΩ, ΜΕΙΛΙΣΣΩ, ΜΕΛΙΖΩ, ΜΕΛΠΩ

Τὰ δύο πρῶτα ῥήματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναλυθοῦν καὶ στὸ κεφάλαιον <<ΟΜΩΝΥΜΑ>> καθῶς ἀρκετὲς φορὲς δημιουργεῖται σύγχυσις ὡς πρὸς τὴν ὀρθὴν γραφήν τους. Παρ’ὅλ’αὐτά, πρόκειται γιὰ ῥήματα-παράγωγα τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου καὶ μὲ ἄρρηκτη σχέσιν μεταξύ τους. Κατ’αρχάς, τὸ ῥῆμα ΜΕΛΩ , τὸ ὁποῖον συναντᾶται καὶ ὡς ΜΕΛΟΜΑΙ παράγεται ἐκ τῶν μονοσυλλάβων ῥημάτων μῶ ( =ζητῶ) καὶ λῶ ( =θέλω) καὶ σημαίνει φροντίζω, ΕΠΙΜΕΛΟΥΜΑΙ ἤ νοιάζομαι γιὰ κάτι ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει, ποὺ ἐπιζητῶ καὶ θέλω, ἀλλὰ καὶ εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος κάποιου. Σχεδὸν πάντα συναντᾶται στὸ γ’ἑνικὸ πρόσωπο, ὡς ἀπρόσωπο <<μέλει>> καὶ τὸ πρόσωπο στὸ ὁποῖον ἀποδίδεται ἡ φροντίς, ἡ ἔγνοια αὐτή, τίθεται σὲ αἰτιατική ( π.χ. μὴ ΣΕ μέλει τί κάνω ἐγώ ). Ἀπὸ αὐτὸ παράγονται πολλὲς λέξεις, ὅπως ἡ ΜΕΛΗΔΩΝ ( = φροντίς, ἡ μέριμνα), ἀλλὰ καὶ ὁ ΜΕΛΕΔΩΝ ( =ὁ φροντιστής), ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ὀνόματα ποὺ εἶχε ὁ βασιλεὺς στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, καθ'ὅτι ἔργον του εἶναι νὰ μέλει, νὰ φροντίζει γιὰ τὴν εὐημερία τοῦ λαοῦ του. ΜΕΛΕΤ

ΓΛΥΦΩ Ή ΓΛΕΙΦΩ;

Ἕνα ἀπὸ τὰ κλασικότερα ὀρθογραφικὰ λάθη στὶς ἡμέρες μας εἶναι ἡ σωστὴ χρήσις αὐτῶν τῶν δύο ὁμωνύμων. Τὸ θέμα εἶναι πὼς κάποια ἀπὸ τὰ παράγωγά τους, τὰ βλέπεις συνήθως ὀρθῶς γεγραμμένα ἤ πότε ἔτσι, πότε ἀλλοιῶς, ἀναλόγως τὴν διάθεσιν τοῦ γράφοντος! Καὶ νομίζω πὼς τὸ πρόβλημα ξεκινᾶ ἀπ’ τὸ ὅτι δὲν ἔχουμε καταλάβει τὴν ἀκριβὴ σημασία τους καὶ ἁπλῶς ἀποστηθίζουμε τὴν ὀρθογραφία τῶν ὅποιων παραγώγων τους, - μὲ δυσθυμία πολλὲς φορές- στὰ πλαίσια τοῦ νὰ μὴ φανοῦμε ἀνορθόγραφοι. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι τόσο σύνθετη, ὅσο καὶ ἁπλή. ΔΕΝ χρειάζεται νὰ καταπιεῖς λεξικὸν γιὰ νὰ εἶσαι ὀρθογράφος, ἀρκεῖ νὰ εἰσαχθεῖς στὴν λογικὴ τῶν λέξεων! Ἔτσι,  ΓΛΥΦΩ  ἤ σπανιοτέρως καὶ ΓΛΑΦΩ σημαίνει κοιλαίνω, σκαλίζω, χαράσσω, σμιλεύω, λαξεύω, ξέω. Γι΄αὐτὸ καὶ τὸ ὄργανον μὲ τὸ ὁποῖον σκαλίζουμε, χαράσσουμε κάτι λέγεται καὶ ΓΛΥΦΙΔΑ ἤ  ΓΛΥΦΑΝΟΝ. ΟΔΟΝΤΟΓΛΥΦΙΔΑ, ΩΤΟΓΛΥΦΙΔΑ ( αὐτὸ ποὺ κάποιοι σήμερα λένε μπατονέττα) εἶναι κάποια ἀπὸ τὰ ὄργανα ποὺ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ σκαλίσουμε/καθαρίσουμε τοὺς ὀδόντες μας καὶ τὰ α

ΣΥΓΚΛΙΣΗ,ΣΥΓΚΛΗΣΗ,ΣΥΓΚΛΕΙΣΗ Ή ΣΥΚΛΥΣΗ;

Τέσσερεις ὁμόηχες λέξεις ἀλλὰ συνάμα τόσο διαφορετικές! Ποιά εἶναι ἡ νοηματικὴ διαφορά τους καὶ πόσο ἀπέχει ἡ μία ἔννοια ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες; Ὅλα κρύβονται στὴν ἐτυμολογία τους! Ἔτσι ὅταν θέλουμε νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν κατεύθυνσιν διαφόρων σημείων, ἀπόψεων κλπ πρὸς ἕνα κοινὸν σημεῖον, τὴν γράφουμε   « ΣΥΓΚΛΙΣΙΣ ». Κι αὐτὸ γιατὶ ἡ λέξις προέρχεται ἀπὸ τὴν πρόθεσιν <<συν>>, ἡ ὁποία δηλώνει τό <<ὁμοῦ>>, τό <<μαζί>> καὶ τὸ ῥῆμα <<κλίνω>>, τὸ ὁποῖον σημαίνει γέρνω ( βλ. ἀνάκλιντρον, κλίσις δρόμου, γονυκλισία κλπ). Ἡ  ΣΥΓΚΛΗΣΙΣ  ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔχει μὲν ὡς πρῶτον συνθετικὸν τὴν ἴδια πρόθεσιν, ἀλλὰ τὸ δεύτερον συνθετικόν της προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα <<καλῶ>>. Εἶναι ἡ πρόσκλησις/ κάλεσμα πολλῶν ἀτόμων μαζί, στὸ ἴδιο μέρος γιὰ ἕναν κοινὸν σκοπόν. Γι’αὐτὸ καὶ μπορεῖ νὰ ἔχουμε σύγκλησιν τῶν μελῶν ἑνὸς συμβουλίου, ἀλλὰ οἱ ἀπόψεις τῶν μελῶν του, συγκλίνουν! Μία ἀκόμη ὁμώνυμη πρὸς τὶς ἄνωθεν λέξεις εἶναι καὶ ἡ λέξις  ΣΥΓΚΛΕΙΣΙΣ . Ἐδῶ ἡ

ΣΤΥΜΜΕΝΟ, ΣΤΕΙΜΜΕΝΟ ή ΣΤΗΜΕΝΟ;

Ἀκόμα ἕνα παράδειγμα ὁμωνύμων ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν, ὅταν πρέπει νὰ τὰ χρησιμοποιήσουμε στὸν γραπτόν μας λόγον. Κι ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πολὺ ἁπλά! Τὸ ῥῆμα στείβω/στίβω [ συγγενὲς τοῦ στέμβω ( = κινῶ μετὰ ταχύτητος καὶ ποδοπατῶ, βλ. στέμφυλα)] σημαίνει σήμερα στραγγίζω, ἀσκῶ δύναμιν πάνω σὲ κάτι γιὰ νὰ βγάλω τὸν χυμό του, τὰ ὑγρά του. Ἡ ἀρχική του σημασία ἦταν καταπατῶ (ἐξ οὗ καὶ πάμπολλες λέξεις ὅπως στείψιμο/στίψιμο, στείφτης ἤ ἀκόμα περισσότερες -ἀπὸ μηδενισμένη βαθμίδα-, ὅπως ὁ <<στίβος>>, ὁ λεῖος χῶρος, ὁ καλὰ πεπατημένος πρὸς ἄθλησιν, τὰ <<στιβάλια>> ποὺ ἔλεγαν παλαιότερα οἱ Ἕλληνες τὰ ὑποδήματα, ὁ <<στιβαρός>>, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀσκήσει μεγάλη δύναμιν πάνω σὲ κάτι, ἤτοι ὁ ῥωμαλέος, ἡ στοίβα -ἀπὸ ἑτεροιωμένη βαθμίδα-, ἡ ὁποία δημιουργεῖται, ὅταν ἕνα πρᾶγμα τίθεται πάνω ἀπὸ ἕνα ἄλλο καὶ τὸ συμπιέζει κλπ). Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα ῥῆμα μὲ τεράστια μνήμη, καθῶς μᾶς θυμίζει τὶς ἐποχὲς ὅτε οἱ γυναίκες ἔπλεναν τὰ ροῦχα στὰ ποτάμια καὶ στὶς λίμνε

ΦΙΛΟΝΙΚΙΑ Ή ΦΙΛΟΝΕΙΚΙΑ;

Ἡ τήρησις τῆς ὀρθογραφίας δὲν εἶναι ζήτημα κύρους ἀλλὰ ζήτημα οὐσίας, ἱστορίας καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὴν γλῶσσα μας. Διότι ἄν δὲν δηλοῖ ἡ λέξις τὸ νόημά της, τότε ἡ γλῶσσα καθίσταται ἕνα συμβατικόν, ἀσήμαντον - κυριολεκτικῶς- ὄργανον, πρᾶγμα ποὺ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἡ ὁποία διέπεται ἀπὸ λογική, μελωδία, ἁρμονία καὶ σοφία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ, ὅπως οἱ συμβατικὲς ἀλλοδαπές. Καθεμία λέξις τῆς ἑλληνικῆς αὐδῆς ὄχι ἁπλὰ δηλοῖ τὸ σημαινόμενον, ἀλλὰ τὸ δηλοῖ καὶ μὲ τεράστια ἀκρίβεια. Γι’αὐτὴν τὴν ἀκρίβεια λοιπὸν θὰ γίνει νύξις στὸ παρὸν ἄρθρο. Στὰ σχολεῖα, σὲ πολλὰ λεξικὰ ἤ σὲ μία ἁπλὴ ἀναζήτησιν στὸ διαδίκτυο ἡ <<φιλονεικία>> γράφεται <<φιλονικία>> -καθῶς ἡ δεύτερη εἶναι ἡ μόνη πλέον ἀποδεκτὴ ὡς ὀρθὴ γραφή- καὶ αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δηλοῖ μερικὲς φορὲς κάτι διαφορετικὸ ἀπ’αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ θέλει κάποιος νὰ σημάνει! Ψάχνοντας κάποιος στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία θὰ συναντήσει καὶ τὶς δύο αὐτὲς λέξεις, ἀναλόγως τοῦ νοήματος ποὺ θέλει νὰ προσδώσει ὁ συγγρα