Σὰν σήμερα (8/4) ἦρθε στὸ φῶς ἡ Ἀφροδίτη τῆς Μήλου (ἄν καὶ ὁ Debay στὸ σχέδιον τῆς Ἀφροδίτης τῆς Μήλου, ποὺ σχεδίασε τὸ 1821 ἀναφέρει κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ γλυπτοῦ πὼς τὸ ἄγαλμα ηὑρέθη τὸν Φεβρουάριον τοῦ 1820). Ἕ να ἄγαλμα ποὺ θὰ προτιμοῦσε νὰ παραμένει θαμμένον στὰ ἔγκατα τῆς ἑλληνικῆς γῆς, παρὰ νὰ καταλήξει statua στὴν ξενιτειά. Ὅλα ξεκίνησαν τὸ 1814, ὅταν πρωτοανακαλύφθηκε τυχαίως τὸ ἀρχαῖον θέατρον τῆς Μήλου. 6 χρόνια ἀργότερα, στὶς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1820, 300 μέτρα παραδίπλα ἐργαζόμενος στὸ χωράφι του, τὸ ὁποῖον ηὑρίσκετο στὴν περιοχὴ Κλῆμα, ὁ Μήλιος χωρικὸς Κεντρωτὰς βρέθηκε μπροστὰ σὲ ἕνα ὑπόγειον κοίλωμα, χωρισμένον σὲ 3 στοές. Στὴν μεσαία εἶδε νὰ στέκεται ὄρθιον ἕνα ἄγαλμα, «οὗ ἡ μὲν ἀριστερὰ χεὶρ ἀπέκρυπτε τοὺς μαστούς, ἡ δὲ δεξιὰ ἐκράτη μῆλον» («Ξένοι ταξιδιῶτες στὴν Ἑλλάδα», Κ. Σιμόπουλος). («Ἀφροδίτη ἡ κατακτητής/ νικήτρια· ἀνακαλυφθεῖσα στὸν νησὶ τῆς Μήλου τὸν Φεβρουάριον τοῦ 1820, δοθεῖσα στὸν βασιλέα τὴν 1η Μαρτίου τοῦ 1821 ἀπὸ τὸν κύριον Μαρκήσιον ντὲ Ριβιέρ, τὸν πρ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης