ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ Ὁ Ἀριστοφάνης γιὰ ἀκόμη μιὰ φορά, ἄν καὶ σατιρικὸς ποιητής, ἔρχεται νὰ βάλει τὰ πράγματα στὴν θέσιν τους, καθῶς ὅλοι ξέρουμε πὼς μέσα ἀπὸ τὸ χιοῦμορ λέγονται οἱ μεγαλύτερες ἀλήθειες. Ἔτσι γιὰ ἀκόμη μία φορὰ ( βλ. ἄρθρον περὶ ἐράσμιας προφορᾶς ποὺ συντρίβει μέσω τῶν κωμωδιῶν του τὸ ἐρασμιακὸν ψεῦδος) ἔρχεται νὰ ξεκαθαρίσει τὰ πράγματα καὶ γιὰ τὸ θέμα τῶν εὐρυπρώκτων καὶ καταπυγόνων (Θεσμοφοριάζουσαι, 200), ὅπως ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ τοὺς κιναίδους. Γράφει λοιπὸν στὶς Νεφέλες (στ. 529) γιὰ τὸ ἀντίθετον τοῦ σώφρονος ποὺ εἶναι ὁ καταπύγων. Στὸ ἴδιο ἔργον στοὺς στίχους 1321-1330, ὅταν ὁ Φειδιππίδης χτυπᾶ τὸν πατέρα του, τὸν Στρεψιάδη, ὁ κακομοίρης πονεμένος ὅπως εἶναι τὸν βρίζει λέγοντάς τὸν μιαρόν, πατροκτόνον, διαρρήκτην…Τότε ὁ υἰός του τοῦ ἁπαντᾶ πὼς ὅσο τὸν βρίζει, ἐκεῖνος χαίρεται καὶ τὸν προκαλεῖ νὰ πεῖ κι ἄλλα, ὅσο αὐτὸς τὸν δέρνει. Τότε λοιπὸν ὁ πατήρ του, τὸν βρίζει λέγοντάς τον «λακκόπρωκτον». Κι ἔτσι ὁ Ἀριστοφάνης μᾶς δίνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης