Τὴν 28η Ἑκατομβαιῶνος, ἤτοι σημερινὴ 14η πρὸς 15η Αὐγούστου ἑώρτάζοντο τὰ Παναθήναια, πρὸς τιμὴν τῆς Παρθένου Δέσποινος Ἀθηνᾶς. Ὅταν ἐπεβλήθη διὰ ποινῆς θανάτου στοὺς Ἕλληνες ὁ χριστιανισμὸς, ἡ μεγάλη ἑλληνικὴ ἑορτὴ κατέληξε σὲ «Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου» καὶ ἴσως διόλου τυχαίως ἀφοῦ οἱ Ἑβραῖοι προπάτορες καὶ τὰ παραμύθια τους ποὺ φορτώθηκε στὸ κεφάλι του ὁ Ἕλλην εἶχαν σκοπὸν νὰ ὁδηγἠσουν στὸν θάνατον τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, τῆς σοφίας ποὺ ἡ Ἀθηνᾶ συνεβόλιζε καὶ προστάτευε ὡς στρατηγός. Τὰ προσωνύμια τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος -κατὰ κύριον λόγον- πέρασαν σχεδὸν αὐτούσια στὴν ἐπιβεβλημένη «Παρθένον» Μυριάμ (βλ. εἰκόνες), ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἱστορίες-συμβολισμοὶ αὐτῶν καὶ ἄλλων ἑλληνίδων θεῶν ποὺ κατέληξαν νὰ συνοδεύουν τὴν Μαρία [βλ. «Χαιρετισμοὺς» τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὴν Παναγία (ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι Ὕμνοι) ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τοὺς Χαιρετισμοὺς πρὸς τὴν Ἀθηνᾶ/ γονιμοποίησιν Μυριὰμ ἀπὸ ἕνα λουλούδι, ὅπως ἀκριβῶς ἔμεινε ἔγκυος ἡ Ἥρα στὸν Ἄρη/ τὰ Νικητήρια τῆς Προμάχου καὶ Ὑπερμάχου Ἀθηνᾶ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης