«Ὄνομα ἐστὶ πᾶσα λέξις δι' ἧς δηλοῦται πρόσωπον, ζῶον ἤ πρᾶγμα ἤ ἰδιότης αὐτῶν, τὸ δι' οὗ τις καλεῖται». «Ὄνομα...τὸ διαμερίζον ἕκαστον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου. Ἐν γὰρ τῷ ὀνόματι «ἄνθρωπος» πάντες κοινωνοῦμεν. Ἐν δὲ τῷ «Ὅμηρος» ἤ «Σωκράτης», ἐπιμερίζεται ἕκαστος ἀπὸ τοῦ πλησίον». Καὶ γράφει ὁ μεγάλος μας Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ (θ', 550-54) : «εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, ...οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀνώνυμός ἐστ' ἀνθρώπων, οὐ κακὸς οὐδὲ μὲν ἐσθλός, ἐπὴν τὰ πρῶτα γένηται, ἀλλ' ἐπὶ πᾶσι τίθενται, ἐπεί κε τέκωσι, τοκῆες». ( =Πὲς μὲ ποιό ὄνομα σὲ ἐκάλουν ἡ μήτηρ καὶ ὁ πατήρ σου...διότι κανεὶς ἐκ τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι παντελῶς ἀνώνυμος, οὔτε ὁ κακός, οὔτε ὁ καλός, ἀφ' ὅταν πρωτογεννήθησαν, ἀλλὰ σὲ ὅλους ἐπι-τίθενται -ὀνόματα, ἤτοι ἐπί-θετα-, ὅταν τοὺς γεννοῦν οἱ γονείς τους). «Γι' αὐτὸ καὶ πάλι ὁ Ὅμηρος στὴν ῥαψωδία «Δολώνεια» τῆς Ἰλιάδος (Κ, 67) ὑποδεικνύει καθοριστικῶς καὶ σοφῶς : (Εἶναι ὅταν ὁ ἀρχιστράτηγος Ἀγαμέμνων ἀποστέλλει τὸν Μενέλαον μ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης