Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα VIDEO

ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 : VIDEO/ AUDIO

Σήμερα σχεδὸν κανεὶς δὲν χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις «μαγνητοσκόπησις, ταινία, ὀπτικογράφημα» ἤ «μαγνητοσκόπιο, ὀπτικογράφος» ( ἄν ἀναφερόμαστε στὴν συσκευή) καί «ἦχος» , « αὐδ ή»   ὅ ταν θέλει νὰ περιγράψει τὶς ἔννοιες video καὶ  audio . Καὶ λέω σχεδὸν κανεὶς γιατὶ ἡ λέξις «ήχος» ἴσως καὶ νὰ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ἐλάχιστες φορὲς ἀπὸ κάποιους. Καὶ καμμιὰ φορὰ ἀναρωτιέμαι τί εἶναι καταστροφικότερον γιὰ τὴν γλῶσσα μας; Τὸ νὰ χρησιμοποιοῦμε στὸν λόγον μας λέξεις ποὺ νομίζουμε γιὰ ἀλλοδαπὲς ἤ τὸ νὰ μὴ ξέρουμε πὼς δὲν εἶναι ἀλλοδαπές; Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τό «διακρίνω, βλέπω» τὸ ἔλεγον καὶ  F είδω. Τὸ δίγαμμα τὸ ὁποῖον προεφέρετο σὰν ἕνα πολὺ ἐλαφρύ, ἀνεπαίσθητον -φ/-β (συνήθως) ἦταν ἕνας τόσο λεπτὸς φθόγγος ποὺ οἱ Λατῖνοι δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν προσαρμόσουν στὴν λαλιά τους καὶ τὸ προέφεραν βαρύγδουπα [v] . Δὲν εἶναι καὶ πολὺ δύσκολον νὰ τὸ διανοηθοῦμε αὐτό , ἄ ν ἔχουμε ἀκούσει ἔστω καὶ μία φορά στὴν ζωή μας ἀλλοδαπὸν νὰ προφέρει τοὺς φθόγγους  - γ, -δ, -χ, -θ κλπ. Ἔτσι λοιπὸν τό «Ἐγώ F ε

ΠΕΡΙ ΟΡΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

* Γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες τὸ νὰ βλέπει κανείς ( ἰδεῖν <  ὁρῶ) καὶ τὸ νὰ μαθαίνει κανείς ( εἰδέναι  < οἶδα) ἦταν τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἐτυμολογική τους συγγένεια. Διότι διὰ τῆς ὁράσεως προπάντων, μπορεῖς νὰ ἀνακαλύψεις τὸν κόσμο, νὰ τὸν ἐπεξεργαστεῖς, νὰ μάθεις ἀπ’αὐτόν. Γι’αὐτὸ καὶ στὸ σχολεῖον μᾶς μάθαιναν πὼς τὸ οἶδα σημαίνει «ξέρω» καὶ   εἶναι   παρακείμενος μὲ σημασία ἐνεστῶτος. Αὐτὸ ποὺ δὲν μᾶς δίδαξαν ὅμως, ἦταν ὁ ἐνεστὼς χρόνος αὐτοῦ τοῦ ῥήματος. Στὸν ἐνεστῶτα λοιπὸν εἶναι εἴδω <  F είδω καὶ σημαίνει σχεδὸν ὅ,τι καὶ τὸ ὁρῶ.   Κατὰ λέξιν σημαίνει «βλέποντας κάτι ἀπ’ ἔξω , πῆρα γνῶσιν κι ἔμαθα», ἄρα σὲ χρόνον παρακείμενον ποὺ τὸ μαθαίναμε στὸ σχολεῖον σημαίνει : «ἔχοντας δεῖ κάτι  πλέον ξέρω, μεμάθηκα». Αὐτὸ τὸ  F είδω εἶναι ποὺ λέμε σήμερα video  ἐκ τῆς λατινικῆς ποὺ τὸ δανείσθηκε, γιὰ νὰ ὁρίσει τὸ ὁρᾶν. Ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ γιγνώσκω, γιατὶ  τὸ οἶδα δηλώνει τὴν ἀντικειμενικὴ γνῶσιν, ἐνῶ τὸ γιγνώσκω τὴν ὑποκειμενικὴ γνῶσιν. Σὲ αὐτὸ ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὸ