«ΑΝΕΘΕΣΑΝ ΕΣ ΤΟ ΗΡΑΙΟΝ: ΕΡΜΗΝ ΛΙΘΟΥ, ΔΙΟΝΥΣΟΝ ΔΕ ΦΕΡΕΙ ΝΗΠΙΟΝ, ΤΕΧΝΗ ΔΕ ΕΣΤΙ ΠΡΑΞΙΤΕΛΟΥΣ» , Παυσανίας, Ἡλειακά, 17,1 Στὶς 26 Ἀπριλίου (μὲ τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, μὲ τὸ σημερινὸν-γρηγοριανὸν ἡ ἡμερομηνία συμπίπτει τὴν 8η Μαΐου) τοῦ 1877, μετὰ ἀπὸ 2 χρόνια ἀνασκαφῶν στὸν ναὸν τῆς Ἥρας στὴν Ὀλυμπία, ὁ Γερμανὸς ἀρχαιολόγος καὶ διευθυντὴς τῶν ἀνασκαφῶν στὴν Ὀλυμπία*1 Ernst Curtius φέρνει στὸ φῶς τὴν κεφαλὴ ἑνὸς ἀγάλματος, τὸ ἀριστερόν του χέρι καὶ τὰ πόδια. Χρειάστηκαν ἀκόμη ἕξι ἀνασκαφὲς γιὰ νὰ βρεθοῦν καὶ τὰ ὑπόλοιπα κομμάτια τοῦ ἀγάλματος· τοῦ γλυπτοῦ ἐκείνου ποὺ κατὰ πὼς φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν τίτλον εἶδε καὶ περιέγραψε ὁ ἴδιος ὁ Παυσανίας τὸν 2ον αἰ. Ἐπρόκειτο γιὰ τὸ ἄγαλμα δηλαδὴ τοῦ Ἑρμοῦ τοῦ Πραξιτέλους. Τὸ γλυπτὸν ἀπεικονίζει τὸν Ἑρμῆ νὰ κρατᾶ στὸ ἀριστερόν του χέρι τὸν νεογέννητον Διόνυσον (καὶ ὅπως λέγεται στὸ δεξὶ κρατοῦσε τὸ σύμβολον τοῦ Διονύσου, ἕναν βότρυν σταφυλιοῦ τὸν ὁποῖον προέτεινε πρὸς τὸ βρέφος). Ἐὰν κανεὶς παρατηρήσει τὸ γλυπτὸν ἀπὸ τ’ ἀριστερά, φαίνεται λυπημένο
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης