Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ΕΤΥΜΟ-ΛΟΓΙΚΗ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ, ΑΝΔΡΕΙΑΣ

  Ἡ λέξις «ἀνδρεία» ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀνδρός· ὁ δὲ ἀνὴρ ἐκ τῶν «ἄνω + αἴρω ( =σηκώνω, ὁ πράττων ἐπὶ τῇ ἀνατάσει τῆς οἰκογενείας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας) ». Τὸ γράμμα -ρ στὸ τέλος δὲν ἐτέθη τυχαίως, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑποδείξει ῥοὴ καὶ ὁρμή. Διότι χρειάζεται ὁρμὴ καὶ θάρρος γιὰ νὰ ἐξυψώσεις τὸν οἶκον σου, τὸ γένος σου, τὴν πατρίδα σου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ φροντίζων καὶ ἐκπληρώσας τὸ ὁμηρικὸν πρόσταγμα ἀνδρείας «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων. ΜΗΔΕ ΓΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΩΝ ΑΙΣΧΥΝΕΜΕΝ» , (Ἰλιάς, Ζ’, 208) ἐλέχθη καὶ ΓΕΝΝΑΙΟΣ , διότι μόνον ὁ ἐξ ἐκλεκτῆς γενεᾶς, ὁ εὐ-γενής, ὁ ΓΕΝΝΑΔΑΣ παραμένει πιστὸς στὸ ὑψηλὸν ἑλληνικὸν ἰδανικὸν τοῦ μὴ καταισχύνειν τὸ γένος του μὲ κάθε κόστος, κρατώντας τὸν ὅρκον τοῦ Ἀθηναίου ἐφήβου : «Οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερὰ, οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην ὅτῳ ἂν στοιχήσω· ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν. καὶ τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν παραδέξωμαι…καὶ ἂν τις ἀναιρῇ τοὺς θεσμοὺς ἢ μὴ πείθηται οὐκ ἐπ

ΠΕΡΙ ΔΑΣΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΑΣΥΤΗΤΟΣ

  Δυστυχῶς μὲ τὴν γραμματικὴ ποὺ διδάσκονται σήμερα τὰ ἑλληνόπουλα, ὄχι μόνον δὲν μαθαίνουν νὰ προφέρουν καὶ νὰ γράφουν σωστὰ τὴν γλῶσσα μας, ὄχι μόνον δὲν μποροῦν νὰ βροῦν τὴν ἐτυμολογία μίας λέξεως, ὥστε νὰ καταλάβουν τί σημαίνουν ἀκόμη καὶ ἄγνωστες ἐκ πρώτης ὄψεως λέξεις,  ἀλλὰ κατὰ τὴν σύνθεσιν τῶν λέξεων ἤ κατὰ τὴν ἔκθλιψιν συνήθως ἀκούγονται κάτι παραφωνίες καὶ κάτι βαρβαρομυθίες ποὺ εἶναι νὰ τραβᾶς τὰ μαλλιά σου! Καὶ τὸ χειρότερον ὅλων εἶναι ὅτι πλέον αὐτὴ ἡ παραφωνία ὄχι ἁπλῶς δὲν διορθώνεται ἀλλὰ συμπεριλαμβάνεται καὶ στὶς νεοελληνικὲς «γραμματικές», διδάσκεται ἀπὸ τοὺς ἑκουσίως/ἀκουσίως συγκατανεύοντες «δασκάλους» ποὺ κυττάζουν ἄπραγοι τοὺς ἐγκρίτους νὰ παραποιοῦν τὴν γλῶσσα, ὑπὸ τὸν φόβον τῆς ἀνεργίας καὶ περνάει στὰ ψιλὰ ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους Ἕλληνες, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε ὑπὸ τὴν δικαιολογία ὅτι πιέζονται τὰ παιδιὰ νὰ ἀποστηθίζουν κανόνες! Καὶ ἔτσι καταλήξαμε νὰ βαρβαροφωνοῦμε, νὰ μὴ ξέρουμε τί λέμε, νὰ παράγουμε ἕνα ἀκαλαίσθητον λεξιλόγιον, νὰ ἔχει χαθεῖ κάθε λογικὴ στ

ΜΟΡΦΟΩ-Ω: Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΕΤΥΜΩΝ

*<< ΜΟΡΦΟΩ-Ω/ΜΟΡΦΩΝΩ , παρὰ τὸ μείρω, τὸ μερίζω, μορὴ καὶ μὲ πλεονασμὸν τοῦ -φ, μορφή>>, ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ  ΜΟΡΦΟΥΜΑΙ , ὡς παθητικόν ( δηλ. ἄλλος μὲ μορφώνει) =διαμορφώνομαι, ἀποκτῶ σχῆμα/ ὡς μέσον ( δηλ. μορφώνομαι ἀπὸ μόνος μου) =καλλωπίζω, κοσμῶ τὸν ἑαυτόν μου). Ἐν ὀλίγοις, ἡ μόρφωσις ἀπαιτεῖ καὶ προσωπική, κριτικὴ σκέψιν γιὰ νὰ μὴ καταλήξει κάποιος ἀπὸ ΕΥ-ΜΟΡΦΟΣ/ΟΜΟΡΦΟΣ ,ποὺ εἶναι τὸ ζητούμενον, σὲ ΔΥΣ-ΜΟΡΦΟΝ, Α-ΜΕΡΦΗ ( =αἰσχρός, κατὰ τὸν Ἡσύχιον) καὶ σωρευτικὰ μὲ ἄλλους να σχηματίσει μίαν Α-ΜΟΡΦΗ μάζα ] ΜΟΡΦΩΣΙΣ , τὸ δίδειν μορφὴν εἰς κάτι ἀμόρφωτον καὶ ἀδιάπλαστον  Καὶ γνωρίζοντας πλέον τὰ ἔτυμα θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ καταλάβει εὔκολα τὸν τίτλο, καθῶς ἡ γλῶσσα μας, προνόησε καὶ μὲ ἕνα ῥῆμα, ἔφτιαξε καὶ λεξιλόγιον ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξυψώσει τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ καὶ λεξιλόγιον ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ἰσοπεδώσει ἄν παρεκτραπεῖ καὶ παρεκκλίνει ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστον!  Καὶ ἴσως ἡ εἰκόνα, ποὺ συνοδεύει τὸ ἄρθρον, ἀντικατοπτρίζει τὴν ἐντύπωσιν ποὺ ἔχουν πολλοὶ σήμερα περὶ τοῦ τί ἐστί

ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ

  (Ὁ Ἄρης μὲ τὴν Ἀφροδίτη, ὅπως αὐτοὶ ἐκτίθενται στὸ Μουσεῖον τῆς «Villa Carlotta», τὸ ὁποῖον βρίσκεται στὴν τοποθεσία Tremezzo, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν λίμνη Como. Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησαν ὁ Ἄρης μὲ τὴν Ἀφροδίτη συγκαταλέγονται καὶ ὁ Δεῖμος μὲ τὸν Φόβον, ἐξ οὗ καὶ ἀποτελοῦν καὶ τοὺς δορυφόρους τοὺ πλανήτου Ἄρεως.)  Ψάχνοντας κανεὶς λέξεις συνώνυμες τοῦ φόβου στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία   διαπιστώνει πὼς ὁ φόβος τῶν Ἑλλήνων συνεσχετίζετο συνήθως εἴτε μὲ τὸ δέος πρὸς τὸ θεῖον [ «οὐδένα ἄνθρωπον δεσπότην, ἀλλὰ τοὺς θεοὺς προσκυνεῖτε ( < κυνῶ =φιλῶ)», Ξενοφῶντος, Κύρου Ἀνάβασις , 3,2,13], εἴτε μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν ἀξιῶν, τῶν ἰδανικῶν καὶ τῆς ἀρετῆς. Ἐν ἀντιθέσει ὁ φόβος τῶν βαρβάρων συνεσχετίζετο μὲ τὰ γήινα καὶ τὰ ὑλικά, γι’αὐτὸ καὶ οἱ μὲν «βάρβαροι προσκυνήτωσαν» (Εὐριπίδης, Φοίνισσαι, 293) καὶ γι’αὐτὸ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης ἔγραψε «βάρβαρον καὶ δοῦλον ταὐτὸν φύσει» ( Πολιτικά, 1,2,5 ), ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς Ἕλληνας οἱ ὁποῖοι «οὐκ εἴθισται ἄνθρωπον προσκυνέειν» , πόσω μάλλον κύ