Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ

 

(Ὁ Ἄρης μὲ τὴν Ἀφροδίτη, ὅπως αὐτοὶ ἐκτίθενται στὸ Μουσεῖον τῆς «Villa Carlotta», τὸ ὁποῖον βρίσκεται στὴν τοποθεσία Tremezzo, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν λίμνη Como. Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησαν ὁ Ἄρης μὲ τὴν Ἀφροδίτη συγκαταλέγονται καὶ ὁ Δεῖμος μὲ τὸν Φόβον, ἐξ οὗ καὶ ἀποτελοῦν καὶ τοὺς δορυφόρους τοὺ πλανήτου Ἄρεως.) 

Ψάχνοντας κανεὶς λέξεις συνώνυμες τοῦ φόβου στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία  διαπιστώνει πὼς ὁ φόβος τῶν Ἑλλήνων συνεσχετίζετο συνήθως εἴτε μὲ τὸ δέος πρὸς τὸ θεῖον [ «οὐδένα ἄνθρωπον δεσπότην, ἀλλὰ τοὺς θεοὺς προσκυνεῖτε ( < κυνῶ =φιλῶ)», Ξενοφῶντος, Κύρου Ἀνάβασις , 3,2,13], εἴτε μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν ἀξιῶν, τῶν ἰδανικῶν καὶ τῆς ἀρετῆς. Ἐν ἀντιθέσει ὁ φόβος τῶν βαρβάρων συνεσχετίζετο μὲ τὰ γήινα καὶ τὰ ὑλικά, γι’αὐτὸ καὶ οἱ μὲν «βάρβαροι προσκυνήτωσαν» (Εὐριπίδης, Φοίνισσαι, 293) καὶ γι’αὐτὸ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης ἔγραψε «βάρβαρον καὶ δοῦλον ταὐτὸν φύσει» ( Πολιτικά, 1,2,5 ), ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς Ἕλληνας οἱ ὁποῖοι «οὐκ εἴθισται ἄνθρωπον προσκυνέειν», πόσω μάλλον κύπτειν καὶ καμπεσιγουνεῖν ( < κάμπτω +γόνυ).

Ἴσως ὁ Πλούταρχος στό «Πῶς δεῖ τὸν νέον τῶν ποιημάτων ἀκούειν» νὰ ἔχει ἀποτυπώσει μὲ μία φράσιν τὴν διαφορὰ κοσμοθεωρίας τῶν Ἑλλήνων ἀπ’αὐτὴν τῶν βαρβάρων, σχετικῶς μὲ τὸ μέχρι ποῦ εἶναι τὰ ὅρια τοῦ φόβου γιὰ τοὺς μὲν καὶ ποῦ γιὰ τοὺς δε: «ὡς βαρβαρικοῦ τοῦ ἱκετεύειν καὶ ὑποπίπτειν ( =ὑποχωρῶ, ὑποκύπτω) ἐν τοῖς ἀγῶσιν ὄντος ( =πολεμώντας), Ἑλληνικοῦ δὲ τοῦ νικᾶν μαχόμενον ἢ ἀποθνῄσκειν ( =ἤ θα νικᾶς μαχόμενος ἤ θὰ πεθαίνεις)». Ἄλλη ἐκδοχὴ δὲν ἔχει γιὰ τὸν Ἕλληνα «οὔτε γὰρ σφίσι ἐν νόμωι εἶναι ἄνθρωπον προσκυνέειν ( =οὔτε στὸν νόμον τους εἶναι νὰ προσκυνοῦν ἀνθρώπους), οὔτε κατὰ ταῦτα ἥκειν ( =οὔτε γι’αὐτά -νὰ προσκυνήσουν τὸν βασιλέα τῶν Μήδων- ἦρθαν)» (Ἡροδότου Ἱστορία, Πολύμνια, 136). 

Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖον πὼς ὁ «κακός» ἐτυμολογικῶς προκύπτει ἐκ τοῦ «χακός» ( =δειλός) κι αὐτὸ ἀπὸ τὸ «χάζω» ( =ὑποχωρῶ), λέξις ποὺ ἔμεινε στὴν μνήμη τῶν Ἑλλήνων γιὰ νὰ τοὺς ὑποδεικνύει πάντα πὼς τὸ κακόν ( =δειλόν) ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ τὴν ἁλέα (καλέα, καλοσύνη,ζεστασιά) τοῦ ἡλίου, τοῦ Ἀγαθοῦ. 

Τώρα σχετικὰ μὲ τὰ συνώνυμα τοῦ φόβου τὰ συνηθέστερα ποὺ συναντᾶμε στὰ ἀρχαῖα μας κείμενα εἶναι τὰ ἐξῆς:

1.ΦΟΒΟΣ < φέβομαι ( =τρέπομαι σὲ φυγή) κυριολεκτικῶς, ἡ φυγὴ ἐκ δειλίας. Δεῖμος καὶ Φόβος ὀνομάζονται οἱ δύο υἱοὶ τοῦ Ἄρεως, ὡς τρέποντες τοὺς ἐναντίους εἰς φυγήν. «Φόβος ἔστι προσδοκία κακοῦ» (Διογ. Λαέρτιος). Ἐξ οὗ καὶ φοβιτσιάρης, πολύφοβος κοκ 

2.ΔΕΙΜΟΣ/ΔΕΟΣ < φόβος, τρόμος, ἐκ τοῦ δέω, δένω, συγγενὲς τοῦ δείδω, «τοῦ δέους τὸ σῶμα δέοντος ὡς ἀληθῶς», ἐπειδὴ ὁ δεῖμος/τὸ δέος εἶναι σὰν νὰ «δένει», νὰ παραλύει τὸ σῶμα. Δεῖμα σημαίνει καὶ τὸ ἀντικείμενον τοῦ φόβου. «Δέος δε, σημαίνει καὶ σεβασμός». Ψοφοδεὴς < ψόφος ( = κρότος) + δείδω, εἶναι ὁ φοβοῦμενος καὶ τὸν παραμικρό θόρυβον. Ἀλλοιῶς τὸν ἔλεγαν καὶ καταδεὴ καὶ χεζᾶ

3.ΔΕΙΛΙΑ <  ἐκ τοῦ δέω (ὡς ἄνωθεν) καὶ δείδω ( =φοβοῦμαι, αἰσθάνομαι δέος) + ἴλη ( =στρατιωτικὴ παράταξις), ὁ δεδιὼς τὴν ἴλην δηλαδὴ εἶναι ὁ δειλός. Σήμερα τὸν λέμε καὶ δόλιο. Γι’αὐτὸ καὶ ὁ Πλάτων στὸν Κρατύλο γράφει «Ἡ δειλία…τῆς ψυχῆς σημαίνει δεσμὸν ἰσχυρόν» καὶ ὁ Ἀριστοτέλης ἀναφέρει «Ἀκολουθεῖ δε τῇ δειλίᾳ, μαλακία, ἀνανδρία, ἀπονία, φιλοψυχία», (Ἀριστοτ. ΜΜ, 1251,α,14). Γι'αὐτὸ καὶ τοὺς δειλοὺς τοὺς ἔλεγαν καὶ μαλακοψύχους, μαλακοκάρδιους, μαλακολάλους, μαλακοσώμους καὶ μαλθακούς ἤ πέπονες [ < πέσσω ( =μαλακώνω)]. Ἄλλα ἐκ τῆς ἰδίας ῥίζης μὲ τὴν δειλία εἶναι καὶ τὰ δεισιλός, δειδήμων, δείλανδρος καὶ δειλακρίων ( =ὁ ἄκρως δειλός). Ὁ φυγὼν τὴν ἴλη λέγεται φύξηλις «φύξηλις ἐστὶν ὁ φεύγων τὰς ἴλας, δειλὸς δε ὁ δεδιὼς τὰς ἴλας», (Πορφύριος).

4.ΤΡΟΜΟΣ < τρέμω < τρῶ ( = 1.καταπονῶ, τιτρώσκω, 2.τρέμω,σείομαι, 3.φοβοῦμαι,4.τρίζω) < ἠχοποίητον ἐκ τοῦ τρ..τρ.. Ἐκ τοῦ τρέω/τρέμω καὶ ὁ τρεσᾶς τρέστης

5.ΤΑΡΒΟΣ/ΤΑΡΒΗ < τρέω/τρῶ, συγγενὲς τοῦ τρέμειν «τὸ δειλιᾶν ( =νὰ δειλιάζεις) ταρβεῖν λέγεται καὶ ἡ δειλία τάρβος, παρὰ τὸ ταράσσεσθαι ἡ βοὴ ( =ταράσσεται, τρέμει ἡ φωνή) τοῖς δειλιῶσιν ( =τῶν δειλῶν)», Εὐστάθιος. Ἐξ αὐτοῦ καὶ ὁ πολὺ φοβιτσιάρης λέγεται καὶ τερβαλέος κι ὁ ὑπερβολικὰ δειλός, ἐριταρβής ( > ἔρι +τάρβος). 

6.ΟΚΝΟΣ < ὄχνος < ὄχι + νέω ( =πλέω), τουτ’ἔστιν δὲν πλέω ἀπὸ τὸν φόβον μου, δὲν ναυμαχῶ. Ὄκνος εἶναι ἡ ἔλλειψις τόλμης, ὁ δισταγμός, ἐξ οὗ καὶ ὁ ὀκνηρός.

7.ΠΤΟΗΣΙΣ/ΠΤΟΑ/ΠΤΟΙΗ < πτῶσσω, συγγενὲς τοῦ πίπτω ( =πέφτω). Πτώσσω σημαίνει μαζεύομαι, συρρικνώνομαι, γίνομαι ὡς πτυχὴ, «διπλώνομαι ἀπ’τὸν φόβο μου», ἐξ οὗ καὶ πτώξ εἶναι ὁ λαγός, ὡς ζῶον δειλόν καὶ πτωχός, ὁ ἐπαίτης, ποὺ μαζεύεται σὲ μία γωνιὰ καὶ ζητιανεύει (ὡς Ὅμηρος φησί «πτώσσων βούλεται αἰτίζων κατὰ δῆμον βόσκειν», δηλ. ζαρωμένος καὶ ἐπαιτῶν στὸν δῆμο θέλει νὰ τρώει», Ὀδύσσεια, ρ, 227).

8.ΤΑΡΑΧΟΣ/ΤΑΡΑΧΗ/ΤΑΡΧΗ < ἐκ τοῦ ταράσσω καὶ θράσσω < ἠχοποίητον ἐκ τοῦ θρ..θρ... τοῦ θροΐσματος καὶ τοῦ θορύβου, ἡ ἀνησυχία. Ταραχὴ προκαλοῦσαν οἱ Ἕλληνες μεταξὺ πολλῶν ἄλλων ἀρνητικῶν συναισθημάτων στοὺς βαρβάρους , ὅταν τοὺς ἔβλεπαν νὰ βαδίζουν μὲ βῆμα στιβαρόν, συντεταγμένοι μὲ τὰ δόρατά τους καὶ τὰ σπαθιά τους, ἔτοιμοι γιὰ ὅλα ὡς ἦταν καὶ ἄδοντες τὸν παιάνα τους!

9.ΟΡΡΩΔΙΑ/ΟΡΟΔΙΟΣ < ὀρρωδέω-ῶ ( =φοβοῦμαι) < ὀρρώδης ( =ὁ δειλός) < ὄρρος ( = οὐρά), «βάζω τὴν οὐρὰ στὰ σκέλια» ἐν ὀλίγοις. Γράφει ὁ Ἡσίοδος «θῆρες δε φρίσσουσι, οὐρὰς δ' ὕπο μέζεα ἔθεντο», ('Ἔργα καὶ Ἡμ.,512). Κι ἀπ' αὐτὴν τὴν παρατήρησιν προέρχεται καὶ ἡ λέξις «κόθουρος» [ > κόθω ( =βλάπτω) + οὐρά, βλ. coward], ἤτοι ὁ κολοβός.

10.ΠΑΝΙΚΟΣ < Ἀνεξέλεγκτος φόβος, εἴτε ἐκ τοῦ θεοῦ Πανός, ὁ ὁποῖος ἐνέσπειρε πανικὸν εἰς τοὺς Πέρσας κατὰ τὴν μάχην τοῦ Μαραθῶνος, εἴτε ἀπὸ πoλὺ παλαιότερα: ἀπὸ τὸν στρατηγὸν τοῦ Διονύσου Πάνα, κατὰ τὴν ἐκστρατείαν εἰς Ἰνδίας: «Διονύσου στρατηγὸς ἦν Πάν ... πρῶτος οὗτoς τοῖς πολεμίοις φόβον ἐνέβαλε σοφίᾳ καὶ τέχνῃ», (Πολυαίνου, Στρατηγήματα,Α,2)

11.ΜΟΡΜΟΡΟΣ < μέρμερος ( =μέριμνα, φροντίς), ὁ φόβος μετὰ ἀνησυχίας.

12.ΜΟΡΜΟΙ < Μορμώ ( =ὁ «μπαμπούλας» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων), ὁ κενὸς φόβος, ὁ ἄνευ λόγου τρόμος. Ἡ Μορμὼ ἦταν μία γυναῖκα ἀπὸ τὴν Κόρινθο, ἡ ὁποία ἔφαγε τὰ παιδιά της καὶ ἔφυγε μακριά. Ὁ μῦθος λέει πὼς εἶχε ἐμφάνισιν γριᾶς μὲ σκυλίσιο πρόσωπο καὶ τὴν ἔστελνε ἡ Ἑκάτη ἀπὸ τὸν Ἅδη, στὰ «κακὰ παιδιά» γιὰ νὰ τὰ δαγκώσει ὅταν δὲν ἦταν φρόνιμα, κάτι σὰν τὸν μπαμπούλα ποὺ λέμε σήμερα. Οἱ τροφοὶ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἱστορία αὐτὴ γιὰ ἐκφοβισμό. Ἀλλοῦ τὴν συναντοῦμε μὲ τὸ ὄνομα Ἔμπουσα, Λάμια κλπ.

13.ΘΑΠΑΣ < θάμβος ( = τὸ θάμπωμα ποὺ λέμε σήμερα, ἡ καταπληξία ἤτοι τὸ σόκ)

14.ΦΡΙΚΗ < Fρῖγος, τὸ τρεμούλιασμα ἀπὸ τὸν φόβο, ἡ ἀνατριχίλα ὡς ὁ ἐλαφρὺς κυματισμὸς τῆς θαλάσσης (βλ. βρύξ, τῆς βρυχός > ὑπο-βρύχ-ιον). Ἀργότερα αὐτὸ τὸ ῥῖγος παρωμοιάσθη μὲ τὸ τρέμουλο ἀπὸ τὸ κρύο, γι’αὐτὸ καὶ ἔδωσε χιλιάδες λέξεις σχετικὲς τοῦ κρύου στοὺς ἀλλοθρόους ( βλ. τέλος).

15.ΑΓΩΝΙΑ < ἀγών, «ἐπὶ τοῦ μέλλοντος κατέρχεσθαι εἰς ἀγῶνα, καταχρηστικῶς δε καὶ ἐπὶ τοῦ ἁπλοῦ φόβου»,  Ὠρίων. Τὸ ἄγχος ποὺ νιώθει τὶς πρὶν κατέβει σὲ μάχη, ἀγῶνα.

16.ΣΥΣΤΟΛΗ < σύν +στέλλομαι ( =φοβοῦμαι, κατὰ τὸν  Ἡσύχιο. Μία ἀπὸ τὶς πολλὲς σημασίες του εἶναι καὶ αὐτὴ τοῦ «ἀπομακρύνομαι» καὶ μαζεύομαι, συρρικνώνομαι –βλ. πτόησις- ). Σήμερα, αὐτὴ ἡ συστολὴ ἔχει ἀποκτήσει περισσότερον τὴν ἔννοια τοῦ «μαζέματος» ἀπὸ ντροπή, ὑπὸ τὸν φόβο τοῦ ἐξευτελισμοῦ (βλ. μαζέψου!)

17.ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ < διστάζω < δίς +ἵστημι ( =στέκομαι), ὁ φόβος τῆς ἀμφιβολίας.

18.ΜΥΡΜΟΣ < κατὰ τὸν Ἡσύχιο εἶναι ὁ φόβος. Προφανῶς ἐκ τοῦ μορμύρω ( = ῥέω προξενώντας θόρυβον, μουρμουρῶ), βλ. τρέμω.

19.ΑΝΑΛΚΕΙΑ < στερ. ἄ + ἄλκη [ =δύναμις, ἄμυνα > Fάλκαρ ( =τὸ προπύργιον, οἱ ἐπάλξεις), βλ. Βαλκάνια, μπαλκόνι ]. Ἀναλκεία εἶναι ἡ ἔλλειψις δυνάμεως καὶ ἡ δειλία, ἡ λιποψυχία. Ἑξ ἧς καὶ ὁ ἄναλκις, ἄναλκος ( = ὁ ἄνευ ἄλκης, ὁ μὴ ἄλκιμος).

20.ΑΝΑΝΔΡΙΑ < στερ. ἄ +ἀνήρ. Ἡ ἀνανδρία εἶναι συνώνυμον τῆς δειλίας, διότι δὲν ἁρμόζει σὲ ἄνδρα νὰ εἶναι ἀγεννής (τὸ ἀντίθετον τοῦ γενναίου), Ἐξ ἧς καὶ ὁ ἀνήνωρ, ἄνανδρος ἀλλὰ καὶ ἡ λέξις κακόανδρος ἔχει σχηματιστεῖ μὲ αὐτὴν τὴν λογική. 

21.ΑΚΗΡΙΑ < στερ. ἄ + κῆρ ( =ἡ καρδιά). Τοῦ ἀκηρίου δὲν «τὸ λέει ἡ καρδιά του». Εἶναι ἄψυχος, μικρόψυχος, κακόσπλαχνος

22.ΑΘΥΜΙΑ < στερ. ἄ + θυμός ( =ἡ ψυχή), ἡ ἔλλειψις θάρρους. Ἐξ ἧς καὶ ἄθυμος εἶναι ὁ φυγοπτόλεμος [φυγὴ + πτόλεμος (μακεδ. διάλεκτος =πόλεμος, βλ. Πτολεμαῖος, πτολίεθρον)], φυγόμαχος, φυγαίχμης (ἀποφεύγει τὴν αἰχμὴ τοῦ δόρατος), φυγός, φυζακινός, φυζαλέος, διαδρασιπολίτης ( < διά +διδράσκω +πόλις, ὁ ἀποδιδράσκων καὶ ἐγκαταλείπων τῆν πόλιν). 

23.ΡΙΨΑΣΠΙΑ < ῥίπτω + ἀσπίς, τὸ νὰ ῥίπτει κανεὶς τὴν ἀσπίδα καὶ νὰ φεύγει ἐν ὥρᾳ πολέμου ἦταν μεγάλη ντροπὴ καὶ ὄνειδος. Ὁ ῥίψασπις λέγεται καὶ ἀσπιδαποβλής, ὡς ἀποβεβληκώς τὴν ἀσπίδα του.

24.ΘΡΑΣΥΔΕΙΛΙΑ < θρασύς +δειλός, ὁ δειλὸς ποὺ προσποιεῖται τὸν θαρραλέον, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀθαρσής, δύσελπις (τὸ ἀντίθετον τοῦ εὔελπις, διότι τί ἐλπίδες νὰ ἔχεις στὸν πόλεμο, ὅταν πολεμοῦν ἀθάρρετοι, ἄναιμοι, δειλόψυχοι, θηλυκόψυχοι καὶ χεσίες!) 

25.ΦΙΛΟΨΥΧΙΑ/ΦΙΛΟΖΩΙΑ, εἶναι μεταφορικῶς ἡ δειλία. Φιλόψυχος εἶναι ὁ ἀγαπῶν περισσότερον τὴν ζωή του ἀπὸ τὴν πατρίδα του. Πρᾶγμα ἀεικὲς ( =ἀπρεπές) σὲ ἕναν πόλεμο γι'αὐτὸ καὶ ὁ μὴ ἀνδρεῖος λέγεται καὶ ἀεικέλιος καὶ μάσθλης ( =μαλακὸς στὴν ψυχή). 

Καὶ ἀπὸ αὐτὰ ἀπέκτησαν φωνὴ καὶ ἐξέφρασαν τὸν φόβον τους/ τὴν ταραχήν τους/ τὸ ῥῖγος τους καὶ οἱ ἀλλόθροοι ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐνδεικτικῶς στὶς συνηθέστερες γλῶσσες:

Ἐκ τοῦ «φόβου» : phobia, phobie, fobia ( καὶ σύνθετα, ὅπως Hydrophobia, photophobie, agorafobia, aerophobie), фобія, fobija  κοκ.,

Ἐκ τῆς «ὀρρωδῆς» : horror, horreur, orrore, horrible, orribile, orridezza ( ἰταλ. =φρίκη), horrifier, Horror, tsoro (χάουσα =ὁ φόβος), horroritzar, horrorizar κλπ. Κι ἐκ τοῦ «κόθουρος» ὁ coward/ couard/cobarde (ἀγγλ./γαλ./ἰσπαν. =ὁ δειλός), coartare ( ἰταλ. =συστέλλω) κοκ.

Ἐκ τοῦ «τρόμου» :  λατ. tremo καὶ μὲ παραφθορὰ cremo (βλ. κρυμός, ἀνατριχίλα), ἐξ οὗ καὶ crainte ( γαλ. =φόβος), craindre ( γαλ. = φοβοῦμαι), craintif ( γαλ. =φοβιτσιάρης),  tremito/ tremolio/ tremolo ( ἰταλ. =φόβος), tremarella ( ἰταλ. =πανικός) , tremor ( ἰσπαν. =φόβος), tremendo ( ἰσπαν. τρομερός), trembling ( ἀγγλ. =τρόμος), tremble, trembler, террор ( ῥώσ. =τρόμος), intrépide ( γαλ. =ὁ ἀτρόμητος), intrepido, intrepidità  κλπ

Ἐκ τοῦ «τάρβου» : trouble, troubler, turbar, disturb ( ἀγγλ. =διαταράσσω), turbulence ( ἀγγλ./γαλλ. ἀναταράξεις), turbolenza, turbine, Trübel ( γερμ. =ὁ θόρυβος) κλπ

Ἐκ τοῦ «πανικοῦ» : panic, panique, pànico, pánico, Panik, panike, паника [panika] κλπ

Ἐκ τῆς «ἀγωνίας» : agony, agonie, agonia, Agonie, агония [agoniya]

Ἐκ τοῦ «μύρμου» : murmure, mormorio, murmurio, Murmeln, mormoratore, murmurateur, murmurador κοκ

Ἐκ τῆς «φρίκης» : rika (πολυν. = ὁ φόβος), effrayer (γαλλ. =τρομάζω), fremere (ἰταλ. τρομάζω), fremo (λατ. =τρομάζω), fremito ( ἰταλ. φρίκη), frémir, effroi ( γαλ. =ἡ φρίκη), effroyable/escalofriado (γαλ./ἰσπαν. =φρικιαστικός)frisson (γαλ. ῥῖγος), frigeo ( λατ. =ῥιγῶ), refrigerateur/ frigo ( γαλ. τὸ ψυγεῖον), freddo ( ἰταλ. κρύος), frissoner ( γαλ. ῥιγῶ), fresco, frio, frost, frösteln ( γερμ. =τὸ ῥῖγος), frigidez, fresh, thrill, thriller, frosting ( γερμ. =ψυχρότης), frischenfriar, froid κλπ


Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Α’ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ἔκδ. 1499, <<ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, <<ΦΟΙΝΙΣΣΑΙ>>, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, <<ΠΩΣ ΔΕΙ ΤΟΝ ΝΕΟΝ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΑΚΟΥΕΙΝ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ>>, ΞΕΝΟΦΩΝ, <<ΚΡΑΤΥΛΟΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΠΟΛΙΤΙΚΑ>>, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, <<ΣΤΡΑΤΗΓΗΜΑΤΑ>>, ΠΟΛΥΑΙΝΟΣ, <<ΟΔΥΣΣΕΙΑ>>, ΟΜΗΡΟΣ καὶ ἀπὸ τὸ ἠλεκτρονικὸ λεξικό <<LIDDELL- SCOTT>>


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (