ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΑΛΕΙΑΣ Ἡ Θάλεια εἶναι ἡ Μοῦσα τῆς Κωμωδίας. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ θάλλω ( =ἀνθίζω, ἀκμάζω, εἶμαι θαλερός). «Ἄρα ἡ κωμῳδία σὲ κάνει νὰ παραμένῃς θαλερός- «τὸ γέλιο κάνει καλό». «Δι' ἡδονῆς καὶ γέλωτος περαίνουσα τῶν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Κωμῳδία : ἐκ τοῦ κῶμος + ᾠδή. Κῶμος* εἶναι λαϊκὴ διονυσιακὴ λιτανεία μὲ χορούς, ἄσματα καὶ ἀστεϊσμοὺς πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου, ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς κώμης. Σημ.: Τραγῳδία καὶ Κωμῳδία ἠθοποιοῦν ( < ἦθος + ποιῶ). «Ἡθοποιία δὲ ἐστὶ καὶ μίμησις ἤθους ὑποκειμένου προσώπου». *Ὁ κῶμος δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὸν κομμόν ( =θρῆνον) τῆς τραγῳδίας, ὅπερ ἐκ τοῦ ῥ. κόπτομαι = κτυπιέμαι, τύπτομαι» , Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. Γράφει ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, Β', ΣΤ', γ' ) : «Τὴν δὲ Θάλειαν λέγουσιν Εὑρετὶν τῆς Κωμωδίας, γεωργίας, φυτουργίας, γεωμετρίας καὶ ἀρχιτεκτονικῆς καὶ προστάτιν τῶν συμποσίων· ὅθεν ὠνομάσθη οὔτως ἀπὸ τοῦ θαλεία, τὸ συμπόσιον· ἤ τὸ συμπόσιον ὠνομάσθη οὔτως ἀπ' αὐτῆς. Κα
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης