Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 5ον, ΘΑΛΕΙΑ)


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΑΛΕΙΑΣ 

Ἡ Θάλεια εἶναι ἡ Μοῦσα τῆς Κωμωδίας. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ θάλλω ( =ἀνθίζω, ἀκμάζω, εἶμαι θαλερός). «Ἄρα ἡ κωμῳδία σὲ κάνει νὰ παραμένῃς θαλερός- «τὸ γέλιο κάνει καλό». «Δι' ἡδονῆς καὶ γέλωτος περαίνουσα τῶν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». 

Κωμῳδία : ἐκ τοῦ κῶμος + ᾠδή. Κῶμος* εἶναι λαϊκὴ διονυσιακὴ λιτανεία μὲ χορούς, ἄσματα καὶ ἀστεϊσμοὺς πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου, ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς κώμης. 

Σημ.: Τραγῳδία καὶ Κωμῳδία ἠθοποιοῦν ( < ἦθος + ποιῶ). 

«Ἡθοποιία δὲ ἐστὶ καὶ μίμησις ἤθους ὑποκειμένου προσώπου». 

*Ὁ κῶμος δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὸν κομμόν ( =θρῆνον) τῆς τραγῳδίας, ὅπερ ἐκ τοῦ ῥ. κόπτομαι = κτυπιέμαι, τύπτομαι», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Γράφει ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, Β', ΣΤ', γ' ) : 

«Τὴν δὲ Θάλειαν λέγουσιν Εὑρετὶν τῆς Κωμωδίας, γεωργίας, φυτουργίας, γεωμετρίας καὶ ἀρχιτεκτονικῆς καὶ προστάτιν τῶν συμποσίων· ὅθεν ὠνομάσθη οὔτως ἀπὸ τοῦ θαλεία, τὸ συμπόσιον· ἤ τὸ συμπόσιον ὠνομάσθη οὔτως ἀπ' αὐτῆς. Κατ' ἄλλους δὲ ἐπειδὴ εἶναι εὑρέτις καὶ προστάτις καὶ τῆς φυτουργίας καὶ γεωργίας, ὠνομάσθη ἀπὸ τοῦ θάλλειν τὰ φυτά· διὰ τοῦτο λέγουσί τινες τὸν Παλαίφατον υἰὸν αὐτῆς, ἐπειδὴ ἔγραψε πολλὰ περὶ φυτῶν· τοιαύτας ἐννοητέον καὶ τῶν ἄλλων τὰς γεννήσεις, ὡς ἡ Ἐρατὼ ἐγέννησε τὸν Θάμυριν, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἔγραψε πρῶτος ἐρωτικά· ὁμοίως καὶ περὶ τῶν ἄλλων, ὡς εἰρήσεται εἰς τοὺς οἰκείους τόπους, τί ἐφηῦρεν ἕκαστος καὶ ὠνομάσθη υἰὸς Μούσης. Κατ' ἄλλους δὲ ἐπειδὴ θάλλουσιν εἰς πολλοὺς αἰῶνας οἱ ἐπαινούμενοι διὰ τῶν ποιημάτων. Κατ' ἄλλους δὲ ἡ Κλειώ, Καλλιόπη καὶ Θάλεια ἦσαν Ἔφοροι τῆς περὶ τοὺς θεοὺς ἐπιστήμης· ἐλαμβάνετο ὅμως κυρίως ὡς Ἔφορος τῆς Κωμωδίας. 

Ἐζωγράφιζον δ' αὐτὴν νέαν, μειδιῶσαν, στέφανον ἐκ κισσοῦ εἰς τὴν κεφαλὴν ἔχουσαν καὶ κοθόρνους εἰς τοὺς πόδας καὶ προσωπεῖον κωμικὸν εἰς τὴν μίαν χεῖρα κρατοῦσαν*. 

Ηὑρέθη ὅμως καὶ ἄλλως ἐζωγραφισμένη, ἔχουσα τὴν ἐξῆς ἐπιγραφήν : Θάλεια Κωμωδίαν· καὶ στέφανον ἐκ δάφνης καὶ κάλυμμα πράσινον εἰς τὴν κεφαλήν, ἐνώτια χρυσᾶ, ἔνδυμα πράσινον καὶ ἄλλα τοιαῦτα. 

*Ταῦτα δὲ πάντα εἶναι σύμβολα τῆς κωμωδίας· μειδιᾷ, διότι ἡ Κωμωδία παρίστησι γελοιώδη πράγματα. Ὁ δὲ κισσὸς σύμβολον ἡδονῆς· οἱ κόθορνοι, ὑποδήματα τῶν ὑποκριτῶν καὶ τὸ προσωπεῖον, σύμβολον ὑποκρισίας». 


*1 Θαλίες (στὸν πληθυντικόν) εἶναι τὸ συμπόσιον, ἡ ἀφθονία, ὁ πλοῦτος, ἡ εὐωχία. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ