Γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες τὸ ΥΔΩΡ, ἦταν ἕνα Υγρὸ ΔΩΡον . Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ὕω ( =στέλνω βροχή, βρέχω) + δῶρον. Τὰ γράμματα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ἀπεικονίσουν τὶς ἔννοιες δὲν ἐτίθεντο ποτὲ τυχαίως. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ ὕδωρ περιεῖχε τὸ γράμμα -Υ, ποὺ ὁμοιάζει μὲ κύπελλον καὶ εἶναι τὸ γράμμα τῆς συσσωρεύσεως καὶ τοῦ ὑγροῦ στοιχείου, τό -Δ τῆς δυνάμεως, τό -Ω τοῦ ἀπείρου καὶ τῆς ὑπάρξεως καὶ τό -Ρ τῆς ῥοῆς. Παρατηροῦσαν πὼς εἶναι ζωογόνος δύναμις καθῶς τὰ πάντα γύρω τους λίγο-πολὺ περιεῖχαν νερό. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ποὺ τοὺς ὠδήγησε νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν κοσμογονία καὶ νὰ ἀναπτύξουν τὸν κλάδο τῆς φιλοσοφίας. Πῶς μποροῦσαν λοιπὸν νὰ μὴ τὸ ἐξετάσουν ἐνδελεχῶς σὲ ὅλες του τὶς μορφές, νὰ μὴ τοῦ προσάψουν διαφορετικὰ ὀνόματα ἀναλόγως μὲ τὶς ἰδιότητές του, νὰ μὴ τὸ θεωρήσουν προϋπόθεσιν τῆς ὑπάρξεως τῶν πάντων ( π.χ. Θαλῆς ὁ Μιλήσιος) καὶ νὰ μὴν ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ καιρικὰ φαινόμενα; Αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα νερό, ἀπεκαλεῖτο κάποτε μὲ διάφορες ὀνομασίες μὲ συχνοτέρ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης