Ὁ μέγας Ἕλλην πανεπιστήμων φιλόσοφος Ἀριστοτέλης, ὁ γλύπτης μαθητῶν ἐπιπέδου Ἀλεξάνδρου, φαίνεται πὼς ἔχει προκαλέσει, μὲ τὶς ἐπιστημονικότατες παρατηρήσεις του ἐπὶ τῆς φύσεως καὶ τῆς φυσικῆς ῥοῆς τῶν πραγμάτων, τρομερὸν πόνον καὶ πλήγματα στὴν ἀχαλίνωτη συνείδησιν κάποιων, γι' αὐτὸ καὶ μετὰ τὸν Ὅμηρον καὶ ἄλλους μεγάλους μας φιλοσόφους ἔχει μπεῖ καὶ αὐτὸς στὸ στόχαστρον τῶν παρὰ φύσιν διαγόντων τὸν βίον τους, ἠλιθίων καὶ προπαγανδιστῶν. Δὲν θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ μὴ γίνεται πλῦσις ἐγκεφάλου γιὰ τὸν «Ἀριστοτελικὸν μισογυνισμόν, τὴν τοξικὴ πατριαρχία» καὶ ἄλλες τέτοιες μαλακίες στὰ σχολεῖα. Καὶ προσοχὴ ὅταν γράφω «μαλακίες» δὲν τὸ ἐννοῶ μὲ τὴν ἐπιβεβλημένη ἑβραϊκὴ λογικὴν ποὺ ἔχουν ἐπιβάλλει στὸν Ἕλληνα, αὐτὴν τῆς δέψεως, τῆς αὐτοϊκανοποιήσεως, ἡ ὁποία οὐδεμία σχέσιν ἔχει μὲ τὸ ἔτυμον· ἀλλὰ μὲ τὴν ἐτύμη ἔννοια καὶ λογικὴ τοῦ ὄρου, τῆς μαλακότητος, τοῦ ἀποτελέσματος τῆς ἀποφυγῆς σκληραγωγήσεως, αὐτοῦ ποὺ ἔχει λοιδορήσει ὁ θεῖος Ὅμηρος διὰ στόματος Θερσίτου «ὦ πέπονες κάκ’ ἐλέγχε’ Ἀχαι
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης