«AEOLICA RATIONE EST SERMO NOSTER SIMILIBUS…EX GRAECO TRANSFERENTES IN LATINUM*» , Μάρκος Φάβιος Κοϊντιλιανός Ἔχοντας λοιπὸν σημειώσει χονδρικῶς τὰ βασικότερα διακριτικὰ τῶν διαλέκτων (βλ. ἀντίστοιχα ἄρθρα μὲ τὰ βασικότερα χαρακτηριστικὰ τῶν ἑλληνικῶν διαλέκτων) , πλέον δὲν προκαλεῖ καμμία ἐντύπωσις πὼς ἡ λατινικὴ γλῶσσα ( καὶ κατ ’ ἐπέκτασιν καὶ οἱ δημιουργηθεῖσες μέσῳ αὐτῆς ποὺ σπεύδουν πολλοὶ νὰ μάθουν ) εἶναι μία - αἰολοδωρική - παραφθορᾶ τῆς ἑλληνικῆς . Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καθίσταται πλέον δυνατὸν καὶ σὲ κάποιον ποὺ γνωρίζει μόνον ἑλληνικά, νὰ κατανοήσει ὁποιαδήποτε βαρβαρικὴ «γλῶσσα». Καθῶς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναλυθοῦν ὅλα τὰ λήμματα, ὅλων τῶν γλωσσῶν, ἄς σημειωθοῦν λίγες βασικὲς ἁλλοιώσεις ποὺ συναντῶνται μεταξὺ τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς «λατινικῆς», οἱ ὁποῖες πλέον μέσῳ τῶν χαρακτηριστικῶν τῶν ἑλληνικῶν διαλέκτων εἶναι πλήρως κατανοητές. Ἡ δασεῖα στὴν λατινικὴ συνήθως σημειώνεται ὡς h ἤ s (ὑπέρ- super - hyper ) ἤ καὶ μὲ ἄλλα γράμματα (π.χ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης