Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2023

ΚΥΤΤΑΖΩ Η' ΚΟΙΤΑΖΩ;

Ἕνα μόνιμον σφᾶλμα ποὺ γίνεται εἶναι ἡ ὀρθογραφία τοῦ ῥήματος «κυττάζω», ὅταν κάποιος θέλει νὰ προσδώσει μία ἀπὸ τὶς πολυάριθμες ἀποχρώσεις τοῦ ὁρᾶν. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ὀρθογραφικὸν λάθος, ἀλλὰ γιὰ ἐννοιολογικὸν σφάλμα καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πλεῖστα παραδείγματα τῆς διαχρονικῆς καὶ σταδιακῆς ἀποσυνδέσεως τοῦ σημαίνοντος ἀπὸ τὸ σημαινόμενον ποὺ ἐπιβάλλεται ἐδῶ καὶ πάρα πολλὲς δεκαετίες -τουλάχιστον- στὴν γλῶσσα μας. Καὶ γράφω «σφάλμα» διότι τὸ «λάθος» ὑποδεικνύει πὼς κάτι λανθάνει τῆς προσοχῆς τοῦ ἑκάστοτε γράφοντος, ὅμως δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο στὴν συγκεκριμένη περίπτωσιν, καθῶς ἡ ἐσφαλμένη γραφὴ διδάσκεται γιὰ ὀρθὴ καὶ ἡ ὀρθή ποὺ ἀποδίδει τὴν ἐτυμολογία, τὴν ἔννοια, ἔχει καταργηθεῖ πρὸ πολλοῦ μὲ τὶς εὐλογίες τῶν... «γλωσσολόγων».  Ὅμως :  Κοιτῶ/ κοιτάζω σημαίνει ξαπλώνω, κατακλίνω κάποιον, κοιμίζω καὶ κοιμᾶμαι, καὶ κοιτάζομαι σημαίνει κεῖμαι, ἐξ οὗ καὶ ἡ κοίτη ( =ἡ κλίνη), ἡ κοιτίς, ὁ κοιτὼν, τὰ κοιτάσματα (διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ ε σὲ ο), ἡ κώμη ( « Κώμη, ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ΜΕΡΟΣ 5ον, στ. 614-705)

Τὸ ἀρχεῖον ἐδῶ :  ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ΜΕΡΟΣ 5ον, στ. 614-705) ΣΤΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ, Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΝΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ. ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΞΟΤΕΣ ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ΝΑ ΛΥΣΟΥΝ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΚΩΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΧΟΡΟΝ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, ΑΦΟΥ ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΔΕΝ ΤΑ ΠΑΡΑΤΟΥΝ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΕΣ ΝΑ ΛΗΞΟΥΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟΝ.  ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ  Χορὸς Γερόντων οὐκέτ᾽ ἔργον ἐγκαθεύδειν ὅστις ἔστ᾽ ἐλεύθερος, ἀλλ᾽ ἐπαποδυώμεθ᾽ ἄνδρες τουτῳὶ τῷ πράγματι.    615 ἤδη γὰρ ὄζειν ταδὶ πλειόνων καὶ μειζόνων.  Χορὸς Γερόντων πραγμάτων μοι δοκεῖ, καὶ μάλιστ᾽ ὀσφραίνομαι τῆς Ἱππίου τυραννίδος· καὶ πάνυ δέδοικα μὴ τῶν Λακώνων τινὲς    620 δεῦρο συνεληλυθότες ἄνδρες ἐς Κλεισθένους τὰς θεοῖς ἐχθρὰς γυναῖκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήμαθ᾽ ἡμῶν τόν τε μισθόν, ἔνθεν ἔζων ἐγώ.    625 Χορὸς Γερόντων δεινὰ γάρ τοι τάσδε γ᾽ ἤδη τοὺς πολίτας νουθετ

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ΜΕΡΟΣ 4ον, στ. 386-613)

Τὸ ἀρχεῖον ἐδῶ :  ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ΜΕΡΟΣ 4ον, στ. 386-613) ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΚΗΝΗ ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ ΜΕ ΤΗΝ ΦΩΤΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΓΚΑΣΟΥΝ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΕΚΕΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΙΝ, ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΝ, ΠΑΡΑ ΤΡΩΝΕ ΜΠΟΥΓΕΛΩΜΑ. ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ, Ο ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΟΝ ΧΩΡΟΦΥΛΑΞ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΣΚΥΘΕΣ ΤΟΞΟΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΝΑ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΟΥΝ ΤΟ ΘΕΜΑ. ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΕΚ ΝΕΟΥ ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΕΙΡΟΥ ΓΕΛΙΟΥ...  ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ  (Χορὸς Γερόντων ἔμπρησον αὐτῆς τὰς κόμας. Χορὸς Γυναικῶν σὸν ἔργον ὦχελῷε. Χορὸς Γερόντων οἴμοι τάλας. Χορὸς Γυναικῶν μῶν θερμὸν ἦν; Χορὸς Γερόντων ποῖ θερμόν; οὐ παύσει; τί δρᾷς; Χορὸς Γυναικῶν ἄρδω σ᾽ ὅπως ἂν βλαστάνῃς. Χορὸς Γερόντων ἀλλ᾽ αὖός εἰμ᾽ ἤδη τρέμων.    385 Χορὸς Γυναικῶν οὐκοῦν ἐπειδὴ πῦρ ἔχεις, σὺ χλιανεῖς σεαυτόν).  Πρόβουλος ἆρ᾽ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ χὠ τυμπανισμὸς χοἰ πυκνοὶ Σαβάζιοι*, ὅ τ᾽ Ἀδωνιασμὸς οὗτος οὑπὶ τῶν τεγῶν, οὗ ᾽γώ ποτ᾽ ὢν ἤκουον ἐν τἠκκλησίᾳ;    390 ἔλεγε δ᾽ ὁ μὴ ὥρασι μὲν Δημόστρα

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ΜΕΡΟΣ 3ον, στ. 254-386)

Τὸ ἀρχεῖον ἐδῶ :  ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ΜΕΡΟΣ 3ον, στ. 254-386) ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΑΝΤΡΕΣ ΩΣ ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕΙΝΕΙ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΒΛΕΠΟΥΝ ΝΑ ΕΚΤΥΛΙΣΣΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥΣ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟΝ ΤΗΣ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗΣ. ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΤΙΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΞΥΛΑ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΥΝ ΣΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΚΑΝΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΥΡ ΝΑ ΚΑΤΕΒΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΒΡΑΧΟΝ ΚΑΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ Η ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ, ΑΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΛΟ ΣΧΕΔΙΟΝ. Ο ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΤΟΝ ΧΟΡΟΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, ΚΥΡΙΩΣ ΓΡΑΙΩΝ, ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΝ ΚΑΙ ΥΔΡΟΦΟΡΟΥΝ... Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΧΑΡΙΖΕΙ ΓΙΑ ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΕΙΡΟΥ ΓΕΛΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΘΕΑΤΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΤΟΝ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ.  ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ  (Λυσιστράτη ὀλίγον αὐτῶν μοι μέλει. οὐ γὰρ τοσαύτας οὔτ᾽ ἀπειλὰς οὔτε πῦρ ἥξουσ᾽ ἔχοντες ὥστ᾽ ἀνοῖξαι τὰς πύλας    250 ταύτας, ἐὰν μὴ ᾽φ᾽ οἷσιν ἡμεῖς εἴπομεν. Καλονίκη μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐδέποτέ γ᾽· ἄλλως γὰρ ἂν ἄμαχ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΙΓΑΔΟΠΟΙΗΣΕΩΣ

«Ὄνομα ἐστὶ πᾶσα λέξις δι' ἧς δηλοῦται πρόσωπον, ζῶον ἤ πρᾶγμα ἤ ἰδιότης αὐτῶν, τὸ δι' οὗ τις καλεῖται». «Ὄνομα...τὸ διαμερίζον ἕκαστον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου. Ἐν γὰρ τῷ ὀνόματι «ἄνθρωπος» πάντες κοινωνοῦμεν. Ἐν δὲ τῷ «Ὅμηρος» ἤ «Σωκράτης», ἐπιμερίζεται ἕκαστος ἀπὸ τοῦ πλησίον». Καὶ γράφει ὁ μεγάλος μας Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ (θ', 550-54) : «εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, ...οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀνώνυμός ἐστ' ἀνθρώπων, οὐ κακὸς οὐδὲ μὲν ἐσθλός, ἐπὴν τὰ πρῶτα γένηται, ἀλλ' ἐπὶ πᾶσι τίθενται, ἐπεί κε τέκωσι, τοκῆες». ( =Πὲς μὲ ποιό ὄνομα σὲ ἐκάλουν ἡ μήτηρ καὶ ὁ πατήρ σου...διότι κανεὶς ἐκ τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι παντελῶς ἀνώνυμος, οὔτε ὁ κακός, οὔτε ὁ καλός, ἀφ' ὅταν πρωτογεννήθησαν, ἀλλὰ σὲ ὅλους ἐπι-τίθενται -ὀνόματα, ἤτοι ἐπί-θετα-, ὅταν τοὺς γεννοῦν οἱ γονείς τους). «Γι' αὐτὸ καὶ πάλι ὁ Ὅμηρος στὴν ῥαψωδία «Δολώνεια» τῆς Ἰλιάδος (Κ, 67) ὑποδεικνύει καθοριστικῶς καὶ σοφῶς : (Εἶναι ὅταν ὁ ἀρχιστράτηγος Ἀγαμέμνων ἀποστέλλει τὸν Μενέλαον μ

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ΜΕΡΟΣ 2ον, στ. 180-253)

Τὸ ἀρχεῖον ἐδῶ :  ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ΜΕΡΟΣ 2ον, 180-253)   ΤΟ ΣΧΕΔΙΟΝ ΤΗΝ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΛΗΞΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΧΕΙ ΑΝΑΛΥΘΕΙ. ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΠΡΟΤΟΥ ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΟΥΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΩΣΟΥΝ ΟΡΚΟΥΣ. ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΟΡΚΩΜΟΣΙΑ. ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ (Λαμπιτῶ οὐχ ἇς πόδας κ᾽ ἔχωντι ταὶ τριήρεες, καὶ τὠργύριον τὤβυσσον ᾖ πὰρ τᾷ σιῷ. Λυσιστράτη ἀλλ᾽ ἔστι καὶ τοῦτ᾽ εὖ παρεσκευασμένον· 175 καταληψόμεθα γὰρ τὴν ἀκρόπολιν τήμερον. ταῖς πρεσβυτάταις γὰρ προστέτακται τοῦτο δρᾶν, ἕως ἂν ἡμεῖς ταῦτα συντιθώμεθα, θύειν δοκούσαις καταλαβεῖν τὴν ἀκρόπολιν). Λαμπιτῶ παντᾷ κ᾽ ἔχοι, καὶ τᾷδε γὰρ λέγεις καλῶς. 180 Λυσιστράτη τί δῆτα ταῦτ᾽ οὐχ ὡς τάχιστ᾽ ὦ Λαμπιτοῖ ξυνωμόσαμεν, ὅπως ἂν ἀῤῥήκτως ἔχῃ; Λαμπιτῶ πάρφαινε μὰν* τὸν ὅρκον, ὡς ὀμιόμεθα. Λυσιστράτη καλῶς λέγεις. ποῦ ᾽σθ᾽ ἡ Σκύθαινα*; ποῖ* βλέπεις; θὲς ἐς τὸ πρόσθεν ὑπτίαν τὴν ἀσπίδα, 185 καί μοι δότω τὰ τόμιά τις. Κλεονίκη Λυσιστράτη τίν᾽ ὅρκον ὁρκώσεις ποθ᾽ ἡμᾶς; Λυσιστράτη ὅντινα; εἰς ἀσπίδ᾽, ὥσπερ φάσ᾽ ἐν Αἰσχύλῳ ποτέ*, μηλοσφαγούσ